Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

καὶ+μάν

См. также в других словарях:

  • Ζίγκμπαν, Κάι Μαν — (Kai Manne Siegbahn, Λουντ 1918 –). Σουηδός φυσικός. Γιος του Καρλ Μαν Ζίγκμπαν, ο οποίος τιμήθηκε με το βραβείο Νόμπελ φυσικής, το 1924. Σπούδασε φυσική, χημεία και μαθηματικά στο πανεπιστήμιο της Ουψάλα, την περίοδο 1936 42. Διετέλεσε καθηγητής …   Dictionary of Greek

  • μαν(ν)όγαλο — και μαν(ν)όγαλα, το (Μ μαννογαλον) 1. το γάλα τής μάννας 2. γάλα που προέρχεται από μητέρα και από την κόρη της όταν συμβεί να έχουν τεκνοποιήσει και να θηλάζουν και οι δύο την ίδια εποχή. [ΕΤΥΜΟΛ. < μάννα (I) + γάλα (πρβλ. ρυζόγαλο)] …   Dictionary of Greek

  • μαν — μάν, ὁ (Α) (δωρ. και παλαιός επικ. τ.) βλ. μήνας …   Dictionary of Greek

  • Μαν, Τόμας — I (Thomas Mun, Λονδίνο 1571 – 1641). Άγγλος οικονομολόγος. Ήταν έμπορος στην Ιταλία και στην Ανατολή, ανέλαβε κατόπιν διευθυντική θέση στην Εταιρεία των Ανατολικών Ινδιών (1615). Κύριος εκπρόσωπος της τάσης που αργότερα ονομάστηκε μερκαντιλισμός… …   Dictionary of Greek

  • Μαν, νησί του- — Νησί, αυτοδιοικούμενη κτήση του Βρετανικού Στέμματος, στην Ιρλανδική θάλασσα. Βρίσκεται περίπου στο μέσον της απόστασης μεταξύ Βόρειας Ιρλανδίας και Αγγλίας. Περιλαμβάνει επίσης τη νησίδα Καφ οφ Μαν, στη νοτιοδυτική ακτή.Η πρωτεύουσα του ν.τ.Μ.… …   Dictionary of Greek

  • Μαν, Χάινριχ — (Heinrich Mann, Λίμπεκ, 1871 – Σάντα Μόνικα, Καλιφόρνια, 1950). Γερμανός μυθιστοριογράφος και θεατρικός συγγραφέας. Ήταν γιος ενός πλούσιου μεγαλέμπορου και μεγαλύτερος αδερφός του διάσημου συγγραφέα Τόμας Μαν. Σπούδασε στο Βερολίνο και στο… …   Dictionary of Greek

  • Μαν, Χόρας — (Horace Mann, Φράνκλιν, Μασαχουσέτη, 1796 – Γέλοου Σπρινγκς, Οχάιο 1859). Αμερικανός παιδαγωγός. Καταγόταν από φτωχή αγροτική οικογένεια. Κατάφερε ωστόσο να γίνει δεκτός στο Πανεπιστήμιο του Μπράουν, απ’ όπου αποφοίτησε με διάκριση το 1819.… …   Dictionary of Greek

  • Μαν, Κλάους — (Klaus Mann, Μόναχο, 1906 – Κάνες, 1949). Γερμανός συγγραφέας και ποιητής. Ήταν το πρώτο από τα έξι παιδιά του μεγάλου συγγραφέα Τόμας Mαν. Εργάστηκε και ως θεατρικός κριτικός, ηθοποιός και δημοσιογράφος. Το 1933, με την άνοδο του ναζισμού,… …   Dictionary of Greek

  • Μαν, Άντονι — (Anthony Mann, Σαν Ντιέγκο, 1906 – Βερολίνο, 1967). Καλλιτεχνικό ψευδώνυμο του Αμερικανού σκηνοθέτη Εμίλ Άντον Μπάντμαν (Emil Anton Bundmann). Αμέσως μετά το σχολείο άρχισε να δουλεύει ως ηθοποιός στο Μπροντγουέι και ως παραγωγός. Τη δεκαετία του …   Dictionary of Greek

  • Μαν, Μάικλ — (Michael Mann, Σικάγο 1943 –). Αμερικανός σκηνοθέτης, σεναριογράφος και παραγωγός. Σπούδασε στο πανεπιστήμιο του Γουισκόνσιν και παρακολούθησε μαθήματα στο London International Film School. To 1965 άρχισε την καριέρα του με τηλεοπτικές… …   Dictionary of Greek

  • Ρέι, Μαν — (Ray, Φιλαδέλφεια 1890 – Παρίσι 1976). Αμερικάνος ζωγράφος, γλύπτης, φωτογράφος και κινηματογραφιστής. Σπούδασε αρχιτέκτονας και μηχανικός στη Νέα Υόρκη, όπου παρακολούθησε και μαθήματα ζωγραφικής στην Ακαδημία Σχεδίου. Εργάστηκε ως σχεδιαστής,… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»