-
1 σκοπός
σκοπός, ὁ (σκέπτομαι), 1) der Schauer, der genau zusieht, der Aufseher, Achtgeber; παρὰ δὲ σκοπὸν εἷσεν, Il. 23, 359; auch ἡ, Aufseherinn, ἥτε γυναικῶν δμωάων σκοπός ἐσσι κατὰ μέγαρα, Od. 22, 396. Bei Pind. bes. von Göttern und Königen, mit dem gen. des Landes oder Ortes, über welchen sie die Aufsicht od. Obhut haben, Ὀλύμπου σκοποί Ol. 1, 54, Δάλου 6, 59, Μαγνήτων N. 5, 27; Aufpasser, Lauscher, in tadelndem Sinne, Od. 22, 156; Kundschafter, Späher, der von einem hochliegenden Orte, einer Warte aus die Gegend umher beobachtet, ὃς Τρώων σκοπὸς ἷζε, Il. 2, 792; σοὶ δ' ἐγὼ οὐχ ἅλιος σκοπὸς ἔσσομαι, 10, 324, wo er sich als Spion ins feindliche Lager schleichen will, vgl. 526. 561; σκοποὶ ἷζον ἐπ' ἄκριας ἠνεμοέσσας, Od. 16, 365; οὐκ ἔλαϑε σκοπόν, Pind. P. 3, 27, σκοποὺς δὲ κἀγὼ καὶ κατοπτῆρας στρατοῠ ἔπεμψα, Aesch. Spt. 36; Suppl. 636; τὸν σκοπὸν πρὸς ναῠν ἀποστελῶ πάλιν, Soph. Phil. 125; O. C. 1098; ἀπὸ τειχέων σκοποί, Eur. Troad. 956; σκοποὺς ἔπεμψε τούςδε τῶν ἐμῶν κακῶν, El. 354, u. sonst; Xen. Cyr. 1, 6, 40 (gew. κατάσκοπος) u. Folgde, wie Pol. – 2) das in der Ferne aufgesteckte Ziel, wonach man sieht od. zielt, u. übtr., Zweck, Absicht; νῠν αὖτε σκοπὸν ἄλλον, ὃν οὖπ ω τις βάλεν ἀνήρ, εἴσομαι, αἴ κε τύχωμι, Od. 22, 6; dah. οὐ μὰν ἧμιν ἀπὸ σκοποῠ οὐδ' ἀπὸ δόξης μυϑεῖται, 11, 344, nicht vom Ziele ab, so daß der Zweck verfehlt wird; σκοποῠ τυχεῖν, Pind. N. 6, 28; ἔπεχε σκοπῷ, Ol. 2, 98; ἔλασε σκοπόν, 11, 74, er traf das Ziel, erreichte es; παρὰ σκοπόν, 13, 90; ἔκυρσας ὥς τε τοξότης ἄκρος σκοποῠ, Aesch. Ag. 614; πάντες ὥςτε τοξόται σκοποῠ, τοξε ύετ' ἀνδρὸς τοῠδε, Soph. Ant. 1020; u. in Prosa sehr geläufig: οὗτος ἔμοιγε δοκεῖ ὁ σκοπὸς εἶναι, πρὸς ὃν βλέποντα δεῖ ζῆν, Plat. Gorg. 507 d; οἷον τοξότην φαῠλον ἱέντα παραλλάξαι τοῠ σκοποῠ καὶ ἁμαρτεῖν, Theaet. 194 a; ἀποτυγχάνω σκοποῠ, Legg. V, 744 a; σκοπὸν ἐν τῷ βίῳ οὐκ ἔχειν, οὗ στοχαζομένους δεῖ ἅπαντα πράττειν, Rep. VII, 519 c; ἐπὶ σκοπὸν βάλλειν, Xen. Cyr. 1, 6, 29; σκοπὸν προέϑηκε κάλλιστον, Pol. 7, 8, 9; πρὸς τοῠτον τὸν σκοπὸν ἐποιεῖτο τὰς παρασκευάς, 15, 26, 6. – Die Accentuation des Wortes σκόπος in der ersten Bdtg ist falsch, s. Wolf Anal. II p. 469.
-
2 σκοπός
σκοπός, ὁ, (1) der Schauer, der genau zusieht, der Aufseher, Achtgeber; auch ἡ, Aufseherin; bes. von Göttern und Königen, mit dem gen. des Landes oder Ortes, über welchen sie die Aufsicht od. Obhut haben; Aufpasser, Lauscher, in tadelndem Sinne; Kundschafter, Späher, der von einem hochliegenden Orte, einer Warte aus die Gegend umher beobachtet; σοὶ δ' ἐγὼ οὐχ ἅλιος σκοπὸς ἔσσομαι, sich als Spion ins feindliche Lager schleichen; (2) das in der Ferne aufgesteckte Ziel, wonach man sieht od. zielt, u. übtr., Zweck, Absicht; dah. οὐ μὰν ἧμιν ἀπὸ σκοποῠ οὐδ' ἀπὸ δόξης μυϑεῖται, nicht vom Ziele ab, so daß der Zweck verfehlt wird; ἔλασε σκοπόν, er traf das Ziel, erreichte es -
3 ἄ-σκοπος
ἄ-σκοπος, 1) unvorsichtig, unbedachtsam, Il. 24, 157. 186; οὐκ ἄσκ. ϑεοὶ τῶν πολυκτόνων Aesch. Ag. 449, d. i. wohl beachtend. – 2) ungesehen, πλάκες Soph. O. C. 1680; unvorhergesehen, unbegreiflich, πρᾶγος, λώβα Ai. 21 Phil. 1111 El. 864; dunkel, ἔπος Aesch. Ch. 803. – 3) ( σκόπος), ohne Ziel, unendlich, χρόνος Soph. Tr. 246; ἄσκοπα τοξεύειν, das Ziel nicht erreichen, Luc. Tox. 62; βέλος Dion. Hal. 8, 86.
-
4 πρό-σκοπος
πρό-σκοπος, vorschauend, vorsichtig; ἐν ἡμέρᾳ δὲ μοῖρα πρόσκοπος βροτῶν, Aesch. Eum. 105; σύνεσις, Schol. Pind. N. 7, 87. Als subst. der Kundschafter, Xen. Cyr. 5, 2, 6, auch der Vorposten vor dem Lager, Lac. 12, 6.
-
5 παντ-επί-σκοπος
παντ-επί-σκοπος, = πανεπίσκοπος, Sp.
-
6 παν-επί-σκοπος
παν-επί-σκοπος, Alles überschauend, Alles bemerkend; χρόνος π. δαίμων, Gaetul. 8 (VII, 245); φέγγεα, ὥρη, Maneth. 4, 30. 95, öfter.
-
7 παλμο-σκόπος
παλμο-σκόπος, ὁ, der aus den Zuckungen eines Gliedes weissagt.
-
8 πορνο-σκόπος
πορνο-σκόπος, nach Huren guckend, zw.
-
9 πολύ-σκοπος
πολύ-σκοπος, viel od. weit schauend, ἀκτὶς Ἀελίου, Pind. frg. hyporch. 4, 1.
-
10 πάν-σκοπος
πάν-σκοπος, Alles schauend; Pan, Theaet. Schol. 3 ( Plan. 233); ὄμμα Δίκης, Iul. Aeg. 48 (VII, 580).
-
11 σπλαγχνο-σκόπος
σπλαγχνο-σκόπος, Eingeweide beschauend, Sp.
-
12 συν-επί-σκοπος
συν-επί-σκοπος, mit beaufsichtigend, Sp.
-
13 τερα-σκόπος
τερα-σκόπος, poet. = τερατοσκόπος; Aesch. Ag. 951. 1415 Ch. 544 Eum. 62; Eur. Bacch. 248.
-
14 τερατο-σκόπος
τερατο-σκόπος, wunderbare od. widernatürliche Zeichen od. Erscheinungen beobachtend u. deutend; ἢ μάντις, Plat. Legg. XI, 933 c; Sp.; vom röm. Haruspex, Plut. Sull. 7.
-
15 τηλε-σκόπος
τηλε-σκόπος, weit od. fern schauend, ὄμμα, Ar. Nubb. 290; – mit verändertem Tone, τηλέσκοπος, von weitem, aus der Ferne gesehen; Hes. Th. 566. 569; Soph. frg. 319; ὄχϑον Λευκάδος τηλέσκοπον ναύταις, Philp. 11 (VI, 251).
-
16 φιλό-σκοπος
φιλό-σκοπος, gewöhnlich das Ziel treffend, Himer.
-
17 χωρ-επί-σκοπος
χωρ-επί-σκοπος, ὁ, Landaufseher, bei den K. S. Suffraganbischof.
-
18 χειρο-σκόπος
χειρο-σκόπος, die Hand beschauend, bes. um daraus zu weissagen, ὁ χειροσκόπος = χειρόμαντις, Sp. – Nach Suid. auch der beim Abstimmen die aufgehobenen Hände zählt.
-
19 κατά-σκοπος
κατά-σκοπος, betrachtend, erspähend, erforschend, bes. subst., der Späher, Kundschafter; κατάσκοπον πολεμίων πέμπειν Eur. Rhes. 125, öfter; τῶν λόγων Ar. Thesm. 588; Her. 1, 100; Thuc. 8, 6; κατάσκοπον πέμψαι ἐπὶ Λυδίας καὶ μαϑεῖν ὅτι πράσσει ὁ Ἀσσύριος Xen. Cyr. 6, 1, 18; Sp.
-
20 καιρο-σκόπος
καιρο-σκόπος, die rechte Zeit abpassend, K. S.
См. также в других словарях:
σκοπός — one that watches masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-σκόπος — β συνθετικό ουσιαστικών και επιθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στο ουσ. σκοπός (< σκέπτομαι) και δηλώνει αυτόν που σκέπτεται, που παρατηρεί, που εξετάζει, που μελετά ή ερευνά. Τα συνθ. σε σκοπος απαντούν ως… … Dictionary of Greek
σκοπός — Ορεινός οικισμός (189 κάτ., υψόμ. 760 μ.), στην επαρχία Φλώρινας, του ομώνυμου νομού. Είναι έδρα της ομώνυμης κοινότητας (106 τ. χλμ.,189 κάτ.). * * * (I) ο, ΝΑ, και σκοπός, ἡ, Α φρουρός νεοελλ. στρ. οπλίτης που τάσσεται σε ορισμένη θέση, τη… … Dictionary of Greek
σκοπός — ο 1. το σημείο που σκοπεύει κάποιος, στόχος. 2. ό,τι σκοπεύει κάποιος να κάνει, πρόθεση: Εκπλήρωσε τους σκοπούς της η επανάσταση. – Ο σκοπός αγιάζει τα μέσα. 3. φρουρός: Εξόντωσαν τους σκοπούς και έπιασαν τους εχθρούς στον ύπνο. 4. μελωδία:… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Νέος Σκοπός — Sp Nèos Skòpas Ap Νέος Σκοπός/Neos Skopos L ŠR Graikija … Pasaulio vietovardžiai. Internetinė duomenų bazė
Νέος Σκοπός — Μεγάλος πεδινός οικισμός (υψόμ. 20 μ.) του νομού Σερρών. Ήταν έδρα της ομώνυμης πρώην κοινότητας (13 τ. χλμ.) … Dictionary of Greek
Μουσείο Αγώνος ΕΟΚΑ 1955-1959 (Κύπρου) — Σκοπός του μουσείου, το οποίο το έτος 2001 απέκτησε καινούργια πτέρυγα, είναι να διατηρήσει ζωντανή την ανάμνηση του απελευθερωτικού αγώνα των Ελληνοκυπρίων κατά της βρετανικής αποικιοκρατίας, τον οποίο είχε οργανώσει η Εθνική Οργάνωση Κυπρίων… … Dictionary of Greek
Μουσείο, Ταχυδρομικό και Φιλοτελικό (Αθηνών) — Σκοπός του μουσείου είναι η συγκέντρωση, μελέτη και προβολή των φιλοτελικών θησαυρών της Eλλάδας και η ανάδειξη της ελληνικής ταχυδρομικής ιστορίας από τους αρχαίους χρόνους μέχρι σήμερα. Tα 700 τ.μ. του μουσείου μοιράζονται σε δύο αίθουσες του… … Dictionary of Greek
σκοποῖν — σκοπός one that watches masc/fem gen/dat dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκοποί — σκοπός one that watches masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκοπούς — σκοπός one that watches masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)