Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

Μοισᾶν

См. также в других словарях:

  • Μοισᾶν — Μοῑσᾶν , Μοῖσα fem gen pl (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μοισᾶν — Μοῦσα music fem gen pl (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Μοῖσαν — Μοῖσα fem acc sg (aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μοῖσαν — Μοῦσα music fem acc sg (aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Нектар в мифологии — (νέκταρ) в греческой мифологии напиток, употреблявшийся богами наряду с амброзией, которая служила им пищей (у лириков значение Н. иногда смешивается со значением амброзии). По Гомеру, нектар был похож на вино, имел красный цвет и при питье… …   Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона

  • Нектар, в мифологии — (νέκταρ) в греческой мифологии напиток, употреблявшийся богами наряду с амброзией, которая служила им пищей (у лириков значение Н. иногда смешивается со значением амброзии). По Гомеру, нектар был похож на вино, имел красный цвет и при питье… …   Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона

  • θυγατέρα — και δυχατέρα, ἡ (ΑΜ θυγάτηρ, ατρός, Μ και θυγατέρα) 1. το θηλυκό τέκνο, η κόρη 2. νέο κορίτσι, κοπέλα («νέοι και θυγατέρες», Τζάν.) 3. μτφ. οτιδήποτε έχει γεννηθεί ή προέρχεται από κάπου, το επακόλουθο 4. μτφ. πνευματικό παιδί νεοελλ. μτφ. για… …   Dictionary of Greek

  • κτέανον — κτέανον, τὸ (Α) 1. κτήμα, περιουσία (α. «ἰοπλοκάμων σύνδικον Μοισᾱν κτέανον», Πίνδ. β. «εἴ κεν ἀπ ἀλλοτρίων κτεάνων ἀεσίφρονα θυμὸν εἰς ἔργον τρέψας μελετᾷς βίου», Ησίοδ.) 2. (για ποίμνια) κτήνος (ἥντινά οἱ κτεάνων κομιδὴν έτίθεντο νομῆες», Θεόκρ …   Dictionary of Greek

  • νέκταρ — Σακχαρούχα ουσία που εκκρίνεται από ειδικά όργανα ή από αδενώδεις επιφάνειες (επιφανειακοί εκκριτικοί ιστοί) του φυτού, τα νεκτάρια, τα οποία βρίσκονται συνήθως στα άνθη, αλλά επίσης και σε άλλα φυτικά μόρια. Η παραγωγή του ν. από τα νεκτάρια των …   Dictionary of Greek

  • σκυτάλη — Είδος μικρού ραβδιού, που τη χρησιμοποιούσαν ιδιαίτερα στην αρχαία Σπάρτη οι έφοροι για την αποστολή των μυστικών μηνυμάτων τους στο εξωτερικό, σε στρατηγούς, βασιλιάδες και άλλους επίσημους. Τύλιγαν μια στενή άσπρη δερμάτινη ταινία γύρω από ένα… …   Dictionary of Greek

  • ταμίας — Ονομάζεται τ. εκείνος ο οποίος διευθύνει ένα ταμείο, ο αρμόδιος για την είσπραξη και πληρωμή χρημάτων καθώς και εκείνος, ο οποίος διαχειρίζεται την περιουσία συλλόγων, σωματείων, συνεταιρισμών κλπ. Κατά την αρχαιότητα ονομάζονταν ταμίαι… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»