-
1 ἔνι
ἔνι, = ἔνεστι, es ist darin, in denselben Vrbdgn; ὅσ' ἐμῷ ἔνι κήδεα ϑυμῷ Il. 18, 53; ἔνι τοι φρένες οὐδ' ἠβαιαί Od. 21, 288; Tragg., Ar. u. in Prosa, ἴσως ἔνι καὶ ἐν ὑμῖν παῖς Plat. Phaed. 77 e; ἐν τοῖς παϑήμασιν οὐκ ἔνι ἐπιστήμη Theaet. 186 d; – es ist erlaubt, es geht an, bes. beim superl., ὡς ἔνι ἥδιστα Xen. Hem. 4, 5, 9; Dem. 2, 4. 4, 23, u. sonst bei Attikern oft, auch Sp.
-
2 ἐνί
ἐνί, ion. u. poet. = ἐν.
-
3 ἔνι
-
4 ἐνι-πρήθω
-
5 ἐνι-πλώω
-
6 ἐνι-πλήσσω
ἐνι-πλήσσω u. ähnl., p. = ἐμπλήσσω.
-
7 ἐνι-σκέλλω
ἐνι-σκέλλω, p. = ἐνσκέλλω, Nic. Ther. 694 u. a. Sp.
-
8 ἐνι-σκίμπτω
ἐνι-σκίμπτω, p. = ἐνσκίμπτω, w. m. s.
-
9 ἐνι-σκήπτω
ἐνι-σκήπτω, p. = ἐνσκήπτω, w. m. s.
-
10 ἐνι-τρέφω
-
11 ἐνι-κρίνω
ἐνι-κρίνω, p. = ἐγκρίνω, z. B. Ap. Rh. 1, 48.
-
12 ἐνι-κατα-τίθημι
ἐνι-κατα-τίθημι, p. = ἐγκατατίϑημι, w. m. s.
-
13 ἐνι-κλείω
ἐνι-κλείω, p. = ἐγκλείω, Ap. Rh.
-
14 ἐνι-κλάω
-
15 ἐνι-κνώσσω
ἐνι-κνώσσω, p. = ἐγκνώσσω, Hosch. 2, 60.
-
16 ἐνι-κνήθω
ἐνι-κνήθω, p. = ἐγκνήϑω, Nic. Th. 911.
-
17 ἐνι-ναιετάω
ἐνι-ναιετάω, p. = ἐνναιετάω.
-
18 ἐνι-βάλλω
-
19 ἐνί-πλειος
ἐνί-πλειος, ep. = ἔμπλεος, w. m. s.
-
20 ἑνί-πους
См. также в других словарях:
ένι — ἔνι (Μ) 1. (συντμ. τ. τών ἔνεστι, ἔνεισι, ἐνέσται) βλ. ένειμι 2. (αντί τού ἐστί, ἔνεστι, εἶναι) υπάρχει, είναι, βρίσκεται να είναι («οὐκ ἔνι δοῡλος οὐδὲ ἐλεύθερος», ΚΔ) … Dictionary of Greek
ενί — (I) ἐνί και με αναστροφή ἔνι (Α) ποιητ. τ. αντί ἐν*. Ως α συνθετικό με πολλά ρήματα, όπως π.χ. ενιβάλλω, ενιβλάπτω, ενιδρομώ, ενιζεύγνυμι, ενιθνήσκω, ενιπάλλομαι, ενιπίμπλημι κ.λπ., τα οποία είναι ποιητ. τ. αντί εμβάλλω, εμβλάπτω, ενδρομώ,… … Dictionary of Greek
ἔνι — ἔ/νι , ἐν in proclitic poetic indeclform (prep) ἔνί , ἐν in proclitic poetic indeclform (prep) ἐν in proclitic poetic indeclform (prep) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐνί — ἐν in proclitic poetic indeclform (prep) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑνί — εἷς sem masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἔνι' — ἔνια , ἔνιοι some neut nom/voc/acc pl ἔνιαι , ἔνιοι some fem nom/voc pl ἔνιο , ἐνίημι send in aor imperat mid (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐνιδρυμένα — ἐνῑδρῡμένα , ἐνιδρύω set in perf part mp neut nom/voc/acc pl ἐνῑδρῡμένᾱ , ἐνιδρύω set in perf part mp fem nom/voc/acc dual ἐνῑδρῡμένᾱ , ἐνιδρύω set in perf part mp fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐνίκης — ἐνί̱κης , νικάω conquer imperf ind act 2nd sg (doric) ἐνί̱κης , νικάω conquer imperf ind act 2nd sg (epic doric ionic aeolic) ἐνί̱κης , νικάω conquer imperf ind act 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐνίπω — ἐνί̱πω , ἐν ἰπόω press imperf ind act 3rd sg (doric aeolic) ἐνί̱πω , ἐν ἰπόω press pres imperat act 2nd sg (doric aeolic) ἐνί̱πω , ἐν ἰπόω press imperf ind act 3rd sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐνιδρυμέναι — ἐνῑδρῡμέναι , ἐνιδρύω set in perf part mp fem nom/voc pl ἐνῑδρῡμένᾱͅ , ἐνιδρύω set in perf part mp fem dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐνιδρυμένας — ἐνῑδρῡμένᾱς , ἐνιδρύω set in perf part mp fem acc pl ἐνῑδρῡμένᾱς , ἐνιδρύω set in perf part mp fem gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)