-
1 κέλυφος
A sheath, case,1 in fruits, pod, shell, Arist.GA 752a20, Thphr.HP2.4.2, etc.b τὰ κ. τῶν ᾠῶν egg- shells, Id.GA 743a17; in fish, encasing membrane, Id.HA 568b9; τὸ περὶ τὰς γενέσεις κ. ib. 600b17.c envelope, of a chrysalis, ib. 551a20, 601a6,8, GA 758b17; of the chrysalis of the stag-beetle, Id.HA 551b19.3 metaph., of old dicasts, ἀντωμοσιῶν κελύφη mere affidavit- husks, Ar.V. 545 (lyr.); of an old man's boat, which served as his shell or coffin, AP9.242 (Antiphil.). [[pron. full] ῡ, exc. Opp.C.3.503.] (Prob. cogn. with καλύπτω.)Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κέλυφος
-
2 κέλυφος
κέλῡφος, κέλυφοςsheath: neut nom /voc /acc sg -
3 κέλυφος
1) hull2) husk3) rind4) shellΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > κέλυφος
-
4 κελύφει
κελύ̱φει, κέλυφοςsheath: neut nom /voc /acc dual (attic epic)κελύ̱φεϊ, κέλυφοςsheath: neut dat sg (epic ionic)κελύ̱φει, κέλυφοςsheath: neut dat sg -
5 κελύφη
κελύ̱φη, κέλυφοςsheath: neut nom /voc /acc pl (attic epic doric)κελύ̱φη, κέλυφοςsheath: neut nom /voc /acc dual (doric aeolic) -
6 κελεφός
Grammatical information: adj.Compounds: As 1. member in κελυφο-κομεῖον `hospital for lepers' ( BMus. Cat. Copt. MSS. p. 453, Nr. 1077).Derivatives: κελεφία `lepra' (Kyran. 15).Origin: LW [a loanword which is (probably) not of Pre-Greek origin] Sem.Etymology: For the ending cf. synonymous ἀλφός `lepra'; further unclear. Strömberg Wortstudien 99, as earlier Lewy Fremdw. 70, sees in it only a phonetic variant of κέλυφος `shell' (wit oppositive accent), which seems impossible to me. Foreign origin (cf. Chantraine Formation 264) is possible for this technical word. IE etymol. (to σκάλλω etc.) in Bq, Pok. 924. Improbable Mann Lang. 28, 34. S. on κέλυφος. - From Semitic, e.g. Syrian qǝlāfā `cortex, squama, putamen, qǝlāfānā `lepra', Benv. RPh. 38 (1964) 7ff.Page in Frisk: 1,816Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > κελεφός
-
7 κελυφών
-
8 κελυφῶν
-
9 κελύφεσι
κελύ̱φεσι, κέλυφοςsheath: neut dat pl -
10 κελύφεσιν
κελύ̱φεσιν, κέλυφοςsheath: neut dat pl -
11 κελύφεσσι
κελύ̱φεσσι, κέλυφοςsheath: neut dat pl (epic) -
12 κελύφους
κελύ̱φους, κέλυφοςsheath: neut gen sg (attic epic doric) -
13 γοῖδα
γοῖδα (i.e. ϝοῖδα) · οἶδα, Hsch. (prob.l.). [full] γοίδημι· ἐπίσταμαι, Id. [full] γοιδοῦλος· λαλιός, οἱ δὲ γοδοῦλος, Id. [full] γοιδύες· ῥυτῆρες, Id. [full] γοίνακες· βλαστοί, Id. [full] γοινά<ρ>υτις ([etym.] ϝοῖνος, ἀρύτω) · οἰνοχόη, Id. [full] γοινέες· κόρακες, Id. [full] γοῖνος· οἶνος, Id. [full] γοῖσος· μέλαν, πλατύ, Id., cf. EM238.45: [full] γοισοῦται· πλατύνεται κτλ., EM237.51. [full] γοῖτα· οἶς (leg. ὗς), Hsch.; cf. γοῖ. [full] γοιταί· κριθαί, γράστις, Id. [full] γοῖτος· ῥύπος, πάθος, Id., cf. EM51.17. [full] Γοιτόσυρος, -
14 καλύπτω
Aκάλυπτον Il.24.20
: [tense] fut. : [tense] aor. ἐκάλυψα, [dialect] Ep.κάλ- Il.23.693
:—[voice] Med., [tense] fut. καλύψομαι ([etym.] ἐγ-) Ael.NA7.12, ([etym.] συγ-) Aristid.2.59J.: [dialect] Ep. [tense] aor.καλυψάμην Il.3.141
, al.:—[voice] Pass., [tense] fut.καλυφθήσομαι Paus.8.11.11
, Aristid.1.130J., Gal. UP9.3, ([etym.] δια-) D.11.13: [tense] aor.ἐκαλύφθην Od.4.402
, E.Supp. 531: [tense] aor.2 part. (iii A.D.): [tense] pf.κεκάλυμμαι Il.16.360
, X.Cyr. 5.1.4, Aen.Tact.26.3: [tense] plpf.κεκάλυπτο Il.21.549
.--Rare in Prose, exc. in compds. (Cf. κέλυφος, καλύβη, Lat. oc-culo, celo.)I cover, freq. c. dat. instr.,παρδαλέῃ.. μετάφρενον εὐρὺ κάλυψε Il.10.29
; (but in 13.425, ἐρεβεννῇ νυκτὶ καλύψαι is to kill); simply, cover,μέλαν δέ ἑ κῦμα κάλυψεν 23.693
; ; [ πέτρον] περὶ Χεὶρ ἐκάλυψεν his hand covered, grasped a stone, 16.735; of death,τὼ.. τέλος θανάτοιο κάλυψεν 5.553
; , 503, etc.; ; ; soτὸν δ' ἄχεος νεφέλη ἐκάλυψε 17.591
;ἑ πένθος ὀφθαλμοὺς ἐκάλυψε 11.250
: freq. in Lyr. and Trag., ; κ. Χθονὶ γυῖα, i.e. to be buried, Pi.N.8.38; but Χθονί, τάφῳ κ., bury, A.Pr. 582 (lyr.), S.Ant.28; γῇ, Χέρσῳ, E.Ph. 1633, Hel. 1066: abs.,καὐτὴ καλύψω A.Th. 1045
: rare in Prose, (Ceos, v B.C.); of armour, protect, X. Eq.12.5:—[voice] Med., cover or veil oneself,ἀργεννῇσι καλυψαμένη ὀθόνῃσιν Il.3.141
; ; λευκοῖσιν φαρέεσσι καλυψαμένω (fem. dual)Χρόα καλόν Hes.Op. 198
: abs.,καλυψάμενος δ' ἐνὶ νηῒ κείμην Od.10.53
:—[voice] Pass.,ἀσπίδι ταυρείῃ κεκαλυμμένος.. ὤμους Il.16.360
; ἐν Χλαίνῃ κεκ. 24.163; Χαλκῷ, ἠέρι, 13.192, 21.549;οἰὸς ἀώτῳ Od.1.443
; φρικὶ καλυφθείς, of the sea, 4.402: in Prose, C32 (Delph., v/iv B.C.); [ βράγχια]καλυπτόμενα καλύμματι Arist.HA 505a6
; veiledIG
5(2).514.10 ([place name] Lycosura).2 hide, conceal, κεκαλυμμένοι ἵππῳ concealed in it, Od.8.503:—[voice] Act., Hippon.52, etc.;ἔξω μέ που καλύψατε S.OT 1411
, cf. Ev.Luc.23.30;κρυφῇ κ. καρδίᾳ τι S.Ant. 1254
; σιγῇ κ. E.Hipp. 712: metaph.,ἐκάλυψας τὰς ἁμαρτίας αὐτῶν LXXPs.84(85).2
, cf. Ep.Jac.5.20.3 cover with dishonour, throw a cloud over,σὺ μὴ κάλυπτε τὰς εὐδαίμονας ἔργοις Ἀθήνας ἀνοσίοις S. OC 282
.II put over as a covering,πρόσθε δέ οἱ πέπλοιο πτύγμ' ἐκάλυψεν Il.5.315
; τόσσην οἱ ἄσιν καθύπερθε καλύψω I will put mud over him, 21.321; ; .Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καλύπτω
-
15 κελύφανον
A = κέλυφος, Lyc.89, Luc.VH2.38 (dub.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κελύφανον
-
16 κελύφιον
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κελύφιον
-
17 περιρρήγνυμι
A break off all round,τὸν γήλοφον κύκλῳ Pl.Criti. 113d
: freq. of clothes, rend and tear off,τὸν χιτωνίσκον D.19.197
;τὴν χλαμύδα Plb. 15.33.4
: also c. acc. pers., strip, Parth. 15.3 :—[voice] Med., περιερρήξατο τοὺς πέπλους tore off her own garments, Plu.Ant.77, cf. Ph.2.44 : abs., J.AJ9.7.3, Arr.An.7.24.3, D.Chr.35.9 ; [γυναῖκες], περιερρηγμέναι Id.46.12
:—[voice] Pass., with [tense] aor. 2 - ερράγην, intr. [tense] pf.περιέρρωγα, περιρρηγνυμένων φαρέων A.Th. 328
(lyr.); of the case or membrane that encloses pupa or shellfish,περιρρήγνυται τὸ κέλυφος Arist.HA 551a23
, cf. 552a6 ; περιερρωγέναι τὸ ὄστρακον ib. 601a13 (so in [voice] Act., ἡ σχάδων.. τὸν ὑμένα περιρρήξας (sic) ἐκπέταται ib. 554a30.—[voice] Med., τὰ ζῷα τὰ ἐκ τῶν σκωλήκων περιρρηγνύμενα ib. 552a9); πέτρα περιρραγεῖσα ib. 578b22 ; of dead flesh, break away, Hp.Fract. 26.II cause a stream to break or divide round a piece of land, [Βούσιρις] τὸν Νεῖλον περὶ τὴν χώραν περιέρρηξε Isoc.11.31
:—[voice] Pass., , cf. Ael.NA7.24 ; βρονταὶ περιερρήγνυντο kept breaking round a place, Plu.Crass. 19.III break a thing round or on another, wreck,τὸ σκαφίδιον πρὸς πέτραν Luc.Merc.Cond.2
, cf. Poll.1.114 ;ἀλλήλοισι π. ἀέλλας Q.S.8.61
.IV ὄρος περιερρωγός broken all round, i.e. precipitous, Nic.Dam.1 J.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > περιρρήγνυμι
-
18 ἀναφυσάω
A blow away,κέλυφος Hp.Mul.1.78
; blow up or forth, ejert, ἀποσπάσματα ἀ., of volcanoes, Pl.Phd. 113b:—[voice] Pass., to be blown upwards, Arist.Mete. 367a16.2 abs., of the elephant going through water,μυκτῆρι ἀ.
blows upward,Id.
HA 497b30; of whales, Id.PA 669a7; of Tritons, Philostr.Im.1.25.II metaph. in [voice] Pass., to be puffed up, arrogant, X.Cyr.7.2.23, HG7.1.24.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀναφυσάω
-
19 ἐκδύω
I causal in [tense] pres. ἐκδύω: [tense] impf. ἐξέδυον· [tense] fut. ἐκδύσω : [tense] aor. 1 ἐξέδῡσα : late [tense] pf.ἐκδέδῠκα AP5.72
(Rufin.):— take off, strip off, c. dupl. acc. pers. et rei, ἐκ μέν με χλαῖναν ἔδυσαν they stripped me of my cloak, Od.14.341 ;ἐκδύων ἐμὲ..ἐσθῆτα A.Ag. 1269
;ἐκδύσας αὐτὸν [τὸν χιτῶνα] X.Cyr.1.3.17
: c. acc. only, strip,πάντας ἐ. D.24.204
;ἐξέδυσαν [ἐκεῖνον] Id.54.8
.2 [voice] Pass., ἐκδύομαι, [tense] aor. 1 ἐξεδύθην [pron. full] [ῠ]: [tense] pf. ἐκδέδῠμαι:— to be stripped of a thing,τὸν χιτωνίσκον ἐκδεδύσθαι Lys.10.10
;[Μαρσύας] τὸ δέπμα ἐκδύεται Palaeph.47
: abs., to be stripped, , cf. Plb.15.27.9.3 [voice] Med., ἐκδύομαι, Cret. , [tense] fut. - δύσομαι: [tense] aor. 1 ἐξεδυσάμην:— strip oneself of a thing, put off, τεύχεά τ' ἐξεδύοντο they were putting off their armour, Il.3.114 ; ἐκδύσασθαι (leg.- δύσεσθαι)τὸν κιθῶνα Hdt.5.106
;ἐκδεδύσθαι θοἰμάτιον D.54.35
;θηρία ἐκδύεται τὸ ἄγριον Plu.Pomp.28
: abs., put off one's clothes, strip,θᾶττον ἐκδυώμεθα Ar.Lys. 686
, cf. X.HG2.4.19 ; technically, of ephebi, SIG527.99 (Dreros, iii B.C.), GDI5100: metaph. of death, 2 Ep.Cor. 5.4.II [voice] Act. in med. sense, put off,μαλακὸν δ' ἔκδυνε χιτῶνα Od. 1.437
;ἐκδὺς χλαῖναν 14.460
; : metaph.,τὸ γῆρας ἐκδύς Ar. Pax 336
, cf. Arist.HA 600b15 ; τὸ κέλυφος ib. 549b25 :—[voice] Pass., of the clothes, to be put off,ἅμα κιθῶνι ἐκδυομένῳ Hdt.1.8
.III [tense] aor. 2 ἐξέδυν: [tense] pf. ἐκδέδῡκα:—go or get out of, c. gen.,ἐκδὺς μεγάροιο Od.22.334
; emerging from..,Pl.
Phd. 109d : metaph.,ἐξέδυ δίκης E.Supp. 416
;ἐκδῦναι κακῶν Id.IT 602
.2 [tense] pf. and [tense] aor. 2 c. acc., escape, shun, νῶϊν δ' ἐκδῦμεν ὄλεθρον [grant] us to escape.., Il.16.99 ;ἐκδεδυκέναι τὰς λῃτουργίας D.20.1
;τὸν φθόνον ἐκδύς Plu.Pomp.30
;τὴν ἀληθινὴν οὐσίαν ἐκδεδυκέναι ταῦτα Plot.6.6.8
.3 abs., escape, Thgn.358 ; escapeone's memory, Pl.Alc.2.147e. -
20 γολύριον
Grammatical information: n.Origin: XX [etym. unknown]Etymology: Only worthless guesses.Page in Frisk: 1,319Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > γολύριον
- 1
- 2
См. также в других словарях:
κέλυφος — Ακατοίκητη νησίδα (υψόμ. 148 μ.) στο Θρακικό πέλαγος, στον κόλπο της Κασσάνδρας. Βρίσκεται κοντά στη δυτική ακτή της Σιθωνίας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Κασσάνδρας του νομού Χαλκιδικής. * * * το (Α κέλυφος) 1. τσόφλι 2. όστρακο, καύκαλο,… … Dictionary of Greek
κέλυφος — κέλῡφος , κέλυφος sheath neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Kelyfos — (Κέλυφος) Blick auf die Insel Kelyfos im Toronäischen Golf von … Deutsch Wikipedia
όστρακο — Το σκληρό και ανθεκτικό κέλυφος, το οποίο περιβάλλει ολικά ή τμηματικά το σώμα διαφόρων ζώων και ιδιαίτερα των μαλακόστρακων και των μαλακίων. Βλ. λ. κοχύλι ή όστρακο. Όστρακον του 5ου π.Χ. αιώνα, με το όνομα του Θεμιστοκλή. (Αθήνα, Μουσείο… … Dictionary of Greek
κελύφει — κελύ̱φει , κέλυφος sheath neut nom/voc/acc dual (attic epic) κελύ̱φεϊ , κέλυφος sheath neut dat sg (epic ionic) κελύ̱φει , κέλυφος sheath neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αβγό — (γράφεται και αυγό). Ο τύπος α. προέρχεται από το μεσαιωνικό αβγόν και αυτό από το αρχαίο ωόν.Ο Γ. Χατζηδάκις αναφέρει σχετικά με τις φωνητικές εξελίξεις του νεότερου από το αρχαίο, τα εξής: από τον πληθυντικό του αρχαίου τα ωά προκύπτει ο τύπος… … Dictionary of Greek
ακέλυφος — η, ο (Α ἀκέλυφος, ον) [κέλυφος] νεοελλ. όποιος δεν έχει κέλυφος, περίβλημα (αποδίδεται σε σπόρους, αβγά κ.λπ.) αρχ. καρπός, ο οποίος δεν έχει φλούδα «ἀκέλυφα φυτά» (Θεόφρ. Φυτ. Αιτ. 1, 17, 8) … Dictionary of Greek
αντλία — Μηχανισμός που χρησιμοποιείται για τη μετακίνηση, την κατάθλιψη ή την αναρρόφηση ενός ρευστού, υγρού ή αερίου. Οι συνηθισμένοι τύποι α. είναι τρεις: εμβολοφόρες, περιστροφικές και φυγοκεντρικές. Οι εμβολοφόρες α. χρησιμοποιούνται για… … Dictionary of Greek
κελύφανον — κελύφανον, τὸ (Α) το κέλυφος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κέλυφος + κατάλ. ανον (πρβλ. έδρ ανον, όργ ανον)] … Dictionary of Greek
κλισίμετρο — Τοπογραφικό όργανο, με το οποίο μπορεί να μετρηθεί η γωνία κλίσης του εδάφους (γωνία μεταξύ της ευθείας που ενώνει τα σημεία στάσης και σκόπευσης και του οριζοντίου επιπέδου). Αποτελείται από ένα κυλινδρικό μεταλλικό κέλυφος, πάνω στο οποίο έχει… … Dictionary of Greek
μαλάκια — Μεγάλο φύλο του ζωικού βασιλείου, το οποίο περιλαμβάνει ζώα με μαλακό σώμα –όπως υποδηλώνει και η ονομασία τους– το οποίο βρίσκεται μέσα σε ένα σκληρό ασβεστολιθικό κέλυφος. Στερούνται μεταμέρειας και έχουν αμφίπλευρη συμμετρία, η οποία μερικές… … Dictionary of Greek