См. также в других словарях:
κιλίφι — το μαξιλαροθήκη, κελύφι*. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ. < τουρκ. kilif < ελλ. κελύφ ιν < αρχ. κελύφ ιον υποκορ. τού κέλυφος] … Dictionary of Greek
θυλάκιο — το (Α θυλάκιον) μικρός θύλακος, σακίδιο, σακούλι νεοελλ. 1. η τσέπη, ο θύλακος που ράβεται σε ορισμένα μέρη τών ρούχων 2. ανατ. μικρός κυστικός σχηματισμός που επενδύεται εσωτερικά από εκκριτικό ή απεκκριτικό επιθήλιο και αποτελεί στοιχείο πολλών … Dictionary of Greek