-
1 κέλῡφος
κέλῡφος, τό, = κελύφη; von Früchten, Theophr.; vom Ei, Arist. gener. anim. 2, 6; von Schaalthieren, id. – Komisch nennt Ar. Vesp. 545 alte Richter ἀντωμοσιῶν κελύφη. Bei Antiphil. 41 (IX, 242) ein kleiner Kahn.
-
2 κέλῡφος
κέλῡφος, τό, von Früchten; vom Ei; von Schaltieren; ein kleiner Kahn -
3 κελύφη
-
4 ἀπο-καθαίρω
ἀπο-καθαίρω, abwaschen, reinigen, τὴν χεῖρα ἐς τὰ χειρόμακτρα Xen. Cyr. 1, 3, 5; übertr., τὰς βαναύσους τέχνας εἰς οἰκετῶν χεῖρας Plut. Lyc. et Num. 2; abstreifen, κέλυφος Arist. – Med., sich reinigen, bes. durch Sühnopfer; sich befreien von etwas, ψευδέος δόξας Tim. Locr. 104 b; ἀποκαϑαροῠνται τῆς κακίας Xen. Cyr. 2, 2, 27; ἡ σελήνη ἀποκαϑαιρομένη, nach einer Mondfinsterniß, Plut. Aemil. 17; τὸ ἀποκεκαϑάρϑαι τὴν φωνήν, das Reinerhalten des Dialekts, Luc. consor. hist. 21.
-
5 ἀκρό-δρυα
ἀκρό-δρυα, τά, 1) Fruchtbäume, Xen. συκῆ καὶ τὰ ἄλλα ἀκρ. Oec. 19, 12; Plat. Crit. 115 b. – 2) Obst ( πᾶσα ὀπώρα Herodian.; πάντες οἱ τῶν δένδρων καρποί Suid.), bes. mit holziger Schale ( Geop. ὅσα ἔξωϑεν ἔχει κέλυφος, οἷον ῥοιά, πιστάκια, κάστανα). Arist. H. A. 8, 28 vrbdt οὔτ' ἀκρ. οὔτ' ὀπώρα, aber bei Ath. III, 20 (81 A) sind μῆλα κυδώνια ἄριστα τῶν ἀκρ.; Pallad. 21 (IX, 377) χλωρά; sonst Plut. u. Luc.; der sing. ist selten, Crinag. 23 (IX, 555); Ath. II, 33.
-
6 ἐκ-δύω
ἐκ-δύω (s. δύω), ausziehen; Hom. in tmesi, ἐκ μέν με χλαῖναν ἔδυσαν Od. 14, 341; ἐκδύων ἐμὲ χρηστηρίαν ἐσϑῆτα Aesch. Ag. 1242; χλαινίον Ep. ad. 20 (XII, 40); auch ohne Zusatz- τινὰ ἐκδύειν, Einem die Kleider ausziehen u. ihn derselben berauben, Dem. 24, 204; vgl. Xen. Cyr. 1, 3, 17. – So pass., τὸ μὴ ἐκδυϑῆναι Antiph. 2 β 5; ἐπάν τις ἐκδυϑῇ Alexis Ath. VI, 227 d; ἅμα κιϑῶνι ἐκδυομένῳ Her. 1, 8; φάσκων χιτωνίσκον ἐκδεδύσϑαι, neben ϑοιμάτιον ἀποδεδύσϑαι, er sagt, es sei ihm das Kleid ausgezogen worden, Lys. 10, 10; vgl. Μαρσύας τὸ δέρμα ἐκδύεται, es wird ihm die Haut abgezogen, Palaeph. 48, 3. – Med., a) sich ausziehen, ablegen; τεύχεα ἐξεδύοντο Il. 3, 114; τὴν ἐξωμίδ' ἐκδυώμεϑα Ar. Lys. 662; ohne acc., ibd. 688, wie Xen. Hell. 3, 4, 19. So wird auch ἐκδύνω gebraucht, μαλακὸν δ' ἔκδυνε χιτῶνα Od. 1, 437; Her. 1, 9; ἐκδύνουσι τὸ κέλυφος Arist. H. A. 5, 17. Eben so aor. II., εἴ πώς οἱ ἐκδὺς χλαῖναν πόροι Od. 14, 460, wie Xen. Cyr. 1, 4, 26; übertr., τὸ γῆρας ἐκδύς Ar. Pax 336, wie τὸ ἄγριον Plut. Pomp. 28, die Wildheit ablegen; perf. ἐκδεδυκώς, Men. Harpocr. 116, 22. – b) herauskommen, herausgehen; ἐκδὺς μεγάροιο Od. 22, 334; entkommen, entgehen, δίκης Eur. Suppl. 432; ἐκδὺς καὶ ἀνακύψας ἐκ τῆς ϑαλάσσης, hervortauchen, Plat. Phaed. 109 d; auch τί, z. B. νῶϊν δ' ἐκδῠμεν ὄλεϑρον Il. 16, 99; ἐκδεδυκέναι τὰς λειτουργίας, sich entziehen, Dem. 20, 1; τὸν φϑόνον Plut. Pomp. 30; – ἔκδυϑι, als att. erwähnt, B. A. 41.
См. также в других словарях:
κέλυφος — Ακατοίκητη νησίδα (υψόμ. 148 μ.) στο Θρακικό πέλαγος, στον κόλπο της Κασσάνδρας. Βρίσκεται κοντά στη δυτική ακτή της Σιθωνίας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Κασσάνδρας του νομού Χαλκιδικής. * * * το (Α κέλυφος) 1. τσόφλι 2. όστρακο, καύκαλο,… … Dictionary of Greek
κέλυφος — κέλῡφος , κέλυφος sheath neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Kelyfos — (Κέλυφος) Blick auf die Insel Kelyfos im Toronäischen Golf von … Deutsch Wikipedia
όστρακο — Το σκληρό και ανθεκτικό κέλυφος, το οποίο περιβάλλει ολικά ή τμηματικά το σώμα διαφόρων ζώων και ιδιαίτερα των μαλακόστρακων και των μαλακίων. Βλ. λ. κοχύλι ή όστρακο. Όστρακον του 5ου π.Χ. αιώνα, με το όνομα του Θεμιστοκλή. (Αθήνα, Μουσείο… … Dictionary of Greek
κελύφει — κελύ̱φει , κέλυφος sheath neut nom/voc/acc dual (attic epic) κελύ̱φεϊ , κέλυφος sheath neut dat sg (epic ionic) κελύ̱φει , κέλυφος sheath neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αβγό — (γράφεται και αυγό). Ο τύπος α. προέρχεται από το μεσαιωνικό αβγόν και αυτό από το αρχαίο ωόν.Ο Γ. Χατζηδάκις αναφέρει σχετικά με τις φωνητικές εξελίξεις του νεότερου από το αρχαίο, τα εξής: από τον πληθυντικό του αρχαίου τα ωά προκύπτει ο τύπος… … Dictionary of Greek
ακέλυφος — η, ο (Α ἀκέλυφος, ον) [κέλυφος] νεοελλ. όποιος δεν έχει κέλυφος, περίβλημα (αποδίδεται σε σπόρους, αβγά κ.λπ.) αρχ. καρπός, ο οποίος δεν έχει φλούδα «ἀκέλυφα φυτά» (Θεόφρ. Φυτ. Αιτ. 1, 17, 8) … Dictionary of Greek
αντλία — Μηχανισμός που χρησιμοποιείται για τη μετακίνηση, την κατάθλιψη ή την αναρρόφηση ενός ρευστού, υγρού ή αερίου. Οι συνηθισμένοι τύποι α. είναι τρεις: εμβολοφόρες, περιστροφικές και φυγοκεντρικές. Οι εμβολοφόρες α. χρησιμοποιούνται για… … Dictionary of Greek
κελύφανον — κελύφανον, τὸ (Α) το κέλυφος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κέλυφος + κατάλ. ανον (πρβλ. έδρ ανον, όργ ανον)] … Dictionary of Greek
κλισίμετρο — Τοπογραφικό όργανο, με το οποίο μπορεί να μετρηθεί η γωνία κλίσης του εδάφους (γωνία μεταξύ της ευθείας που ενώνει τα σημεία στάσης και σκόπευσης και του οριζοντίου επιπέδου). Αποτελείται από ένα κυλινδρικό μεταλλικό κέλυφος, πάνω στο οποίο έχει… … Dictionary of Greek
μαλάκια — Μεγάλο φύλο του ζωικού βασιλείου, το οποίο περιλαμβάνει ζώα με μαλακό σώμα –όπως υποδηλώνει και η ονομασία τους– το οποίο βρίσκεται μέσα σε ένα σκληρό ασβεστολιθικό κέλυφος. Στερούνται μεταμέρειας και έχουν αμφίπλευρη συμμετρία, η οποία μερικές… … Dictionary of Greek