-
1 κακοδαιμονία
κακοδαιμονίᾱ, κακοδαιμονίαunhappiness: fem nom /voc /acc dualκακοδαιμονίᾱ, κακοδαιμονίαunhappiness: fem nom /voc sg (attic doric aeolic)——————κακοδαιμονίαι, κακοδαιμονίαunhappiness: fem nom /voc plκακοδαιμονίᾱͅ, κακοδαιμονίαunhappiness: fem dat sg (attic doric aeolic) -
2 κακοδαιμονίᾳ
Βλ. λ. κακοδαιμονία -
3 κακοδαιμονία
A unhappiness, misfortune, opp. εὐδαιμονία, Hdt.1.87, Antipho 5.79, X.Mem.1.6.3, Arist.Po. 1450a17, Phld.Rh.1.220 S., etc.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κακοδαιμονία
-
4 κακοδαιμονίας
κακοδαιμονίᾱς, κακοδαιμονίαunhappiness: fem acc plκακοδαιμονίᾱς, κακοδαιμονίαunhappiness: fem gen sg (attic doric aeolic) -
5 κακοδαιμονίαν
κακοδαιμονίᾱν, κακοδαιμονίαunhappiness: fem acc sg (attic doric aeolic) -
6 κακοδαιμονίη
κακοδαιμονίαunhappiness: fem nom /voc sg (epic ionic)——————κακοδαιμονίαunhappiness: fem dat sg (epic ionic) -
7 κακοδαιμονιών
κακοδαιμονίαunhappiness: fem gen plκακοδαιμονίζωdeem unhappy: fut part act masc nom sg (attic epic doric) -
8 κακοδαιμονιῶν
κακοδαιμονίαunhappiness: fem gen plκακοδαιμονίζωdeem unhappy: fut part act masc nom sg (attic epic doric) -
9 κακοδαιμονίησι
-
10 κακοδαιμονίῃσι
-
11 γοῖδα
γοῖδα (i.e. ϝοῖδα) · οἶδα, Hsch. (prob.l.). [full] γοίδημι· ἐπίσταμαι, Id. [full] γοιδοῦλος· λαλιός, οἱ δὲ γοδοῦλος, Id. [full] γοιδύες· ῥυτῆρες, Id. [full] γοίνακες· βλαστοί, Id. [full] γοινά<ρ>υτις ([etym.] ϝοῖνος, ἀρύτω) · οἰνοχόη, Id. [full] γοινέες· κόρακες, Id. [full] γοῖνος· οἶνος, Id. [full] γοῖσος· μέλαν, πλατύ, Id., cf. EM238.45: [full] γοισοῦται· πλατύνεται κτλ., EM237.51. [full] γοῖτα· οἶς (leg. ὗς), Hsch.; cf. γοῖ. [full] γοιταί· κριθαί, γράστις, Id. [full] γοῖτος· ῥύπος, πάθος, Id., cf. EM51.17. [full] Γοιτόσυρος, -
12 κακοδαιμοσύνη
κᾰκοδαιμ-οσύνη, ἡ,A = κακοδαιμονία 11, Hippod. ap. Stob.4.1.95, Ael. Fr. 110.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κακοδαιμοσύνη
См. также в других словарях:
κακοδαιμονία — κακοδαιμονίᾱ , κακοδαιμονία unhappiness fem nom/voc/acc dual κακοδαιμονίᾱ , κακοδαιμονία unhappiness fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κακοδαιμονίᾳ — κακοδαιμονίαι , κακοδαιμονία unhappiness fem nom/voc pl κακοδαιμονίᾱͅ , κακοδαιμονία unhappiness fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κακοδαιμονία — η [κακοδαίμων] (AM κακοδαιμονία, Α και ιων. τ. κακοδαιμονίη) δυστυχία, ατυχία, αθλιότητα, κακοτυχία αρχ. το να κατέχεται κάποιος από κακό δαίμονα, η μανία … Dictionary of Greek
κακοδαιμονία — η κακοτυχία, δυστυχία, αθλιότητα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κακοδαιμονίας — κακοδαιμονίᾱς , κακοδαιμονία unhappiness fem acc pl κακοδαιμονίᾱς , κακοδαιμονία unhappiness fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κακοδαιμονίαν — κακοδαιμονίᾱν , κακοδαιμονία unhappiness fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κακοδαιμονιῶν — κακοδαιμονία unhappiness fem gen pl κακοδαιμονίζω deem unhappy fut part act masc nom sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κακοδαιμονίη — κακοδαιμονία unhappiness fem nom/voc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κακοδαιμονίῃ — κακοδαιμονία unhappiness fem dat sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κακοδαιμονίῃσι — κακοδαιμονία unhappiness fem dat pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κακ(ο)- — (AM κακ[ο] ) α συνθετικό πάμπολλων λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής. Τα σύνθετα στα οποία εμφανίζεται είναι στο σύνολό τους σχεδόν προσδιοριστικού τύπου (δηλ. το α συνθετικό προσδιορίζει το β , πρβλ. κακο μούτσουνος, κακο ντυμένος) με… … Dictionary of Greek