Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

θύρας

См. также в других словарях:

  • θυρᾶς — θυρᾶ̱ς , θυράζω thrust out of doors fut ind act 2nd sg (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Θύρας — Θύρᾱς , Θύρευς masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θύρας — θύρᾱς , θύρα door fem acc pl θύρᾱς , θύρα door fem gen sg (attic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θύρα — Άνοιγμα των εξωτερικών ή των εσωτερικών τοίχων ενός κτιρίου ή ενός τείχους, που επιτρέπει τη διάβαση ανθρώπων ή οχημάτων και συνήθως κλείνεται με ένα ή περισσότερα θυρόφυλλα. Στην αρχαιότητα η θ. ήταν χώρος ιερός ή μαγικός, γι’ αυτό και οι θ. των …   Dictionary of Greek

  • σταθμός — Όνομα έντεκα οικισμών. 1. Πεδινός οικισμός (81 κάτ., υψόμ. 90 μ.) στην επαρχία Νάουσας του νομού Ημαθίας. Υπάγεται διοικητικά στο δήμο Νάουσας. 2. Πεδινός οικισμός (8 κάτ., υψόμ. 105 μ.), στην επαρχία Λιβαδειάς του νομού Βοιωτίας. Υπάγεται… …   Dictionary of Greek

  • οπισθόθολος — ο 1. θόλος που βρίσκεται πάνω από το άνοιγμα θύρας ή παραθύρου, που το καμπύλο τμήμα τής όψης του διαφέρει από το καμπύλο τμήμα τού βάθους 2. θόλος θύρας ή παραθύρου με τοξοειδές ανώφλι ο οποίος περιορίζει από πάνω την εύρυνση τής θύρας ή τού… …   Dictionary of Greek

  • Codex Bezae — New Testament manuscripts papyri • uncials • minuscules • lectionaries Uncial 05 A sample of the Greek text from the Codex Bezae …   Wikipedia

  • θύραζε — (Α) επίρρ. 1. έξω από την πόρτα 2. έξω, εκτός (α. «οἱ θύραζε» αυτοί που βρίσκονται έξω, οι εκτός β. «θύραζε τῶν νόμων» εκτός νόμου). [ΕΤΥΜΟΛ. < θύραζε < *θύρας δε < αιτ. πληθ. θύρας + δε (I)*] …   Dictionary of Greek

  • καθρέφτης — Βλ. λ.κάτοπτρο. * * * και καθρέπτης και κατρέφτης, ο (Μ καθρέφτης και καθρέπτης) 1. κάτοπτρο 2. λεία επιφάνεια η οποία ανακλά εικόνες, μορφές κ.λπ. 3. υπόδειγμα, ομοίωμα νεοελλ. 1. κάθε λεία και καλογυαλισμένη επιφάνεια («θα γυαλίσετε τις μπότες… …   Dictionary of Greek

  • ολμίσκος — ο (Α ὁλμίσκος) [όλμος] νεοελλ. μικρός όλμος αρχ. 1. η κοίλη σιδερένια υποδοχή στην οποία εισέρχεται η στρόφιγγα τής θύρας προκειμένου να ανοίξει ή να κλείσει («ἐπὶ τῆς κλεισμένης ἢ ἀνοιγομένης θύρας ὁ μὲν κατὰ τοῡ ὁλμίσκου βεβηκὼς στροφεὺς τῷ… …   Dictionary of Greek

  • στροφαίος — αία, ον, Α 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον στροφέα τής θύρας 2. (ως προσωνυμία τού Ερμού) αυτός που στέκεται ως θυρωρός στους στροφείς τής πόρτας, ο προστάτης τής θύρας 3. μτφ. (για πρόσ.) εύστροφος, πανούργος. [ΕΤΥΜΟΛ. < στροφή + κατάλ …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»