-
1 задрайка
мор. το κλείστρ/οο τύλος σφήνωσηςдверная - πόρτας/θύραςсредняя дверная клиновая - μεσαίο σφηνοειδές - θύρας/πόρταςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > задрайка
-
2 запор
I.тех. о μάνδαλος, η αμπάραдверной - της θύρας/πόρτας- контейнера дверной - ασφάλισης της θύρας/πόρτας εμπορευματοκιβωτίουII.мед. η δυσκοιλιότηταРусско-греческий словарь научных и технических терминов > запор
-
3 боровок печи
ο εσωτερικός προφυλακτήρας θύρας του κλιβάνουο βωμός του κλιβάνου, το μουρέτο (ξεν.)Русско-греческий словарь научных и технических терминов > боровок печи
-
4 буфер
ο προφυλακτήρας, ο αποκρουστήρας, ο αποσβεστήρας, ο συγκρουστήραςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > буфер
-
5 верх
I. 1. (верхняя часть) το (επ)άνω μέρος/τμήμα 2. (автомобиля) η οροφήбрезентовый - από αδιάβροχο ύφασμα (μουσαμά).II.η я к (горизонтальный элемент крепи забоя) η οριζόντια δοκόςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > верх
-
6 замок
1. (устройство для запирания чего-л.) η κλειδαριάвисячий - κρεμαστή -, το λουκέτο (ξεν)дверной - της θύρας/πόρτας2. (соединение деревянных конструкций) η ένωση (στις ξύλινες κατασκευές)поперечный внакладку - (дер - об.) εγκάρσια -3. арх. (замковый камень) η κλείς του θόλου 4. (в металлических соединениях) η ένωσηбайонетный - τύπου μπαγιονέτ/μάχαιρα/ξιφολόγχηштыковой - см. байонетныйРусско-греческий словарь научных и технических терминов > замок
-
7 засов
ο σύρτηςη αμπάραдверной - της πόρτας/θύραςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > засов
-
8 зашивка
1. (устранение отверстия, дыры путём скрепления краёв швом) το ράψιμο 2. (обивание, напр. досками) η επένδυση, η κάλυψη (π.χ. με σανίδια)Русско-греческий словарь научных и технических терминов > зашивка
-
9 звонок
(электрический) το κουδούνι, (звуковой сигнал) το σήμαвызывной (тлф.) - κλήσηςдверной - θύρας/πόρτας- εισόδουРусско-греческий словарь научных и технических терминов > звонок
-
10 ключ
1. (инструмент) η κλείς, η κλείδα, разг. το κλειδίтрубный - των σωλήνων, ο σωληνοκάβουρας2. (эл.,элн.) о διακόπτης 3. муз. το κλειδί 4. (источник, родник) η πηγή, η κρήνη 5. свз. о κωδικός 6. (дверной) το κλειδί (της πόρτας/θύρας) 7.(зажигания) το κλειδί (της ανάφλε-ξης/εκκίνησης) 8. (телеграфный) το χειριστήριο, ο μεταδότης (των τηλεγραφικώνσημάτων).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > ключ
-
11 коробка
το κιβώτιο, το κυτίο, разг. το κουτίвводная эл. - εισόδουвходная - (центробежного вентилятора) - εισαγωγής (του φυγόκεντρου ανεμιστήρα)дверная - το πλαίσιο της πόρτας/θύραςкабельная эл. о πίνακας/το κιβώτιο καλωδίωνкингстонная мор. - θαλάσσηςклеммная эл. - επαφώνраспределительная эл. - διανομήςсоединительная - συνδέσεων, συνδετικό -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > коробка
-
12 косяк
I.(двери, окна) το πλαίσιο, ο παραστάτηςдверной - της πόρτας/θύραςII. 1. (рыб) το κοπάδι 2. (стая птиц) το σμήνος.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > косяк
-
13 обивка
1. (действие) η κάλυψη, η επίστρωση, το ντύσιμο, η ένδυση, το ταπετσά-ρισμα 2. (материал) η εσωτερική επένδυση, η ταπετσαρία, η φόδρα-кабины ав. - του θαλάμουРусско-греческий словарь научных и технических терминов > обивка
-
14 оклад
1. (дверной) το πλαίσιο της θύρας/πόρτας 2. (размер регулярного денежного вознаграждения за выполняемую работу) о μισθός, οι μηνιαίες αποδοχές, το μηνιάτικο.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > оклад
-
15 перемычка
1. гидр. το ασφαλιστικό διάκενο, η δεξαμενή, η σύνδεση 2. стр. το υπέρθυρο, дверная - το υπέρθυρο, το πρέκι της θύρας/πόρταςоконная - το υπέρθυρο/πρέκι του παραθύρου3. эл. η γέφυραкороткозамыка-ющая - βραχυκυκλώματος.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > перемычка
-
16 петля
1. тех. ο βρόχος 2. (сложенная кольцом и завязанная часть нитки, верёвки, концы которой можно затянуть) η θηλιά, ο κόμπος 3. (двери, крышки) η άρθρωση, ο μεντεσές (ξεν.). дверная - της θύρας/πόρτας 4. ав. (мёртвая петля) η ανακύκλωσηразг. το λούπιγκ (ξεν.)5. (для застегивания) η κουμπότρυπα.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > петля
-
17 подвеска
тех. η ανάρτηση, το σύστημα ανάρτησηςдверная - της θύρας/πόρταςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > подвеска
-
18 рама
το πλαίσιο, η βάσηдверная - της θύρας/πόρτας- στήριξηςкопировальная полигр. - εκτύπωσηςфундаментная - βάσης, η βάσηРусско-греческий словарь научных и технических терминов > рама
-
19 ручка
η λαβή, το χερούλι, η χειρολαβήдверная - το χερούλι της θύρας/πόρταςзаводная - ο χειροστρόφαλος, η μανιβέλα- привода (напр. рубильника выключателя) о μοχλός χειρισμού, ο μοχλός χειριστηρίου- рулевого управления (самолёта) το χειριστήριο, η ράβδος χειρισμούРусско-греческий словарь научных и технических терминов > ручка
-
20 тамбур
1. ж.-д. η εξέδρα του βαγονιού, ο διάδρομος/η εξέδρα επικοινωνίας των οχημάτων/βαγονιών 2. арх. о σπόνδυλος του κίονα 3. (пристройка у входных дверей, предохраняющая от проникновения в помещение наружного воздуха) о κλειστός χώρος μεταξύ εξωτερικής και εσωτερικής θύρας/πόρτας (του σπιτιού, της κατοικίας), ο χώρος εισόδου, ο προθάλαμοςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > тамбур
- 1
- 2
См. также в других словарях:
θυρᾶς — θυρᾶ̱ς , θυράζω thrust out of doors fut ind act 2nd sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Θύρας — Θύρᾱς , Θύρευς masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θύρας — θύρᾱς , θύρα door fem acc pl θύρᾱς , θύρα door fem gen sg (attic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θύρα — Άνοιγμα των εξωτερικών ή των εσωτερικών τοίχων ενός κτιρίου ή ενός τείχους, που επιτρέπει τη διάβαση ανθρώπων ή οχημάτων και συνήθως κλείνεται με ένα ή περισσότερα θυρόφυλλα. Στην αρχαιότητα η θ. ήταν χώρος ιερός ή μαγικός, γι’ αυτό και οι θ. των … Dictionary of Greek
σταθμός — Όνομα έντεκα οικισμών. 1. Πεδινός οικισμός (81 κάτ., υψόμ. 90 μ.) στην επαρχία Νάουσας του νομού Ημαθίας. Υπάγεται διοικητικά στο δήμο Νάουσας. 2. Πεδινός οικισμός (8 κάτ., υψόμ. 105 μ.), στην επαρχία Λιβαδειάς του νομού Βοιωτίας. Υπάγεται… … Dictionary of Greek
οπισθόθολος — ο 1. θόλος που βρίσκεται πάνω από το άνοιγμα θύρας ή παραθύρου, που το καμπύλο τμήμα τής όψης του διαφέρει από το καμπύλο τμήμα τού βάθους 2. θόλος θύρας ή παραθύρου με τοξοειδές ανώφλι ο οποίος περιορίζει από πάνω την εύρυνση τής θύρας ή τού… … Dictionary of Greek
Codex Bezae — New Testament manuscripts papyri • uncials • minuscules • lectionaries Uncial 05 A sample of the Greek text from the Codex Bezae … Wikipedia
θύραζε — (Α) επίρρ. 1. έξω από την πόρτα 2. έξω, εκτός (α. «οἱ θύραζε» αυτοί που βρίσκονται έξω, οι εκτός β. «θύραζε τῶν νόμων» εκτός νόμου). [ΕΤΥΜΟΛ. < θύραζε < *θύρας δε < αιτ. πληθ. θύρας + δε (I)*] … Dictionary of Greek
καθρέφτης — Βλ. λ.κάτοπτρο. * * * και καθρέπτης και κατρέφτης, ο (Μ καθρέφτης και καθρέπτης) 1. κάτοπτρο 2. λεία επιφάνεια η οποία ανακλά εικόνες, μορφές κ.λπ. 3. υπόδειγμα, ομοίωμα νεοελλ. 1. κάθε λεία και καλογυαλισμένη επιφάνεια («θα γυαλίσετε τις μπότες… … Dictionary of Greek
ολμίσκος — ο (Α ὁλμίσκος) [όλμος] νεοελλ. μικρός όλμος αρχ. 1. η κοίλη σιδερένια υποδοχή στην οποία εισέρχεται η στρόφιγγα τής θύρας προκειμένου να ανοίξει ή να κλείσει («ἐπὶ τῆς κλεισμένης ἢ ἀνοιγομένης θύρας ὁ μὲν κατὰ τοῡ ὁλμίσκου βεβηκὼς στροφεὺς τῷ… … Dictionary of Greek
στροφαίος — αία, ον, Α 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον στροφέα τής θύρας 2. (ως προσωνυμία τού Ερμού) αυτός που στέκεται ως θυρωρός στους στροφείς τής πόρτας, ο προστάτης τής θύρας 3. μτφ. (για πρόσ.) εύστροφος, πανούργος. [ΕΤΥΜΟΛ. < στροφή + κατάλ … Dictionary of Greek