Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

κλάξ)

См. также в других словарях:

  • κλαξ — κλᾴξ, ακός και κλάιξ, άικος, ἡ (Α) (δωρ. τ.) κλειδί. [ΕΤΥΜΟΛ. Δωρ. τ. τοῦ κλείς, που εμφανίζει υπερωικό τερματικό στοιχείο κ ] …   Dictionary of Greek

  • κλᾴξ — key fem nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κλάξ — κλά̱ξ , κλάξ fem nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ποτικλάγω — και ποτικλαίγω και ποτικλάϊγω και ποτικλαΐγω Α (δωρ. τ.) (ως αμτβ.) συνδέομαι, συνάπτομαι με κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ποτί*, τ. ισοδύναμος τού πρός + κλᾴγω (< θ. κλᾳγ , με ουρανικό, πρβλ. αόρ. ἔ κλᾳξ α, μέλλ. κλᾳξ ῶ τού κλᾴζω/ κλῄζω, μτγν. τ. τού… …   Dictionary of Greek

  • ключ — I род. п. а I., сюда же заключить, укр. ключ, ст. слав. ключь, болг. ключът, сербохорв. кљу̑ч, род. п. кључа крюк, ключ , словен. ključ, чеш. klič, слвц. kl᾽uč, польск. klucz, в. луж. kluč, н. луж. kluc. Родственно балт. словам, приведенным на… …   Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера

  • κλακοφόρος — και κλαϊκοφόρος, ὁ (Α) επιγρ. 1. αυτός που κρατά τα κλειδιά, ο κλειδούχος 2. ονομασία ενός ήρωα που λατρευόταν στην Επίδαυρο 3. τίτλος ιερέα στη Μεσσήνη. [ΕΤΥΜΟΛ. < κλάξ, κός «κλειδί» + φόρος (< φόρος < φέρω)] …   Dictionary of Greek

  • κλείδα — η (AM κλείς, δός, Α ιων. τ. κληΐς, ϊδος, δωρ. τ. κλαΐς, ΐδος και ϊδος, αιολ. τ. κλαις και κλάϊς, αρχ. αττ. τ. κλῄς, ῇδος) 1. κλειδί («ὁ τῇ κλειδί τὰ ξύλα σχίζειν, τῇ δ άξίνη τὴν θύραν ἀνοίγειν πειρώμενος», Πλούτ.) 2. το μεταξύ τού άκρου τού… …   Dictionary of Greek

  • λαξ — (Α λάξ) επίρρ. νεοελλ. φρ. «πυξ και λαξ» ή «πυξ λαξ» με γροθιές και με κλοτσιές («πυξ λαξ τόν έδιωξαν από το σπίτι») αρχ. με το πόδι, με τη φτέρνα (α. «λὰξ ἐν στἡθεσι βὰς ἐξέσπασε μείλινον ἔγχος», Ομ. Ιλ. β. «ἀθέῳ ποδὶ λὰξ ἀτίσης», Αισχύλ.).… …   Dictionary of Greek

  • στάλιξ — ικος, ἡ, Α 1. πάσσαλος, κυρίως αυτός στον οποίο δένονται τα κυνηγετικά δίχτια 2. (κατά τον Ησύχ.) «στήλη». [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. έχει σχηματιστεί είτε από τη συνεσταλμένη βαθμίδα σταλ τού στέλλω (πρβλ. στήλη) είτε, πιθανότερα, από τη συνεσταλμένη βαθμίδα …   Dictionary of Greek

  • φόλλιξ — ικος, ἡ, Α τραχύτητα τού δέρματος που οφείλεται σε ψώρα. [ΕΤΥΜΟΛ. Κατά την επικρατέστερη άποψη, πρόκειται για παρλλ. τ. τής λ. φολίς* «λέπι, κηλίδα, στίγμα», με εκφραστικό διπλασιασμό τού λ και επίθημα ιξ, ικος (για την εναλλαγή ικ / ιδ στο… …   Dictionary of Greek

  • klēu- (also klĕ u-?) and klāu- —     klēu (also klĕ u ?) and klāu     English meaning: hook; hooked branch or piece of wood, etc..     Deutsche Übersetzung: perhaps actually “Haken, krummes Holz or Astgabel, Pflöckchen”, verbal einerseits “anhaken (sich anklammern), hemmen,… …   Proto-Indo-European etymological dictionary

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»