-
1 κλείς
Aκλεῖδα AP 6.306
([place name] Aristo), Plu.Art.9: pl.κλεῖδες, κλεῖδας, [var] contr. κλεῖς, v. infr. 111, dat. :—[dialect] Ion. [full] κληΐς [ῑ], κληῗδος, κληῗδα, etc. (Hom. uses only the [dialect] Ion. form):—[dialect] Dor. [full] κλᾱΐς, κλαΐδος [ῐ] Simon.23, Pi.P.9.39; but acc. pl. κλᾱῗδας ib.8.4; acc. κλαῖδα orκλᾷδα Call.Cer.45
; cf. κλᾴξ:—[dialect] Aeol. [full] κλᾶϊς ( κλαῖς cod.)· μοχλός, Hsch.; κλάϊς acc. κλάϊν Et.Gud.ap.Schaefer Greg.Cor.p.584: pl. κλᾷδες κλᾶδες cod.)· ζυγά, Hsch.:—old [dialect] Att. [full] κλῄς, κλῇδος, acc. (anap.), 661 (lyr.): κλείς and κλῄς in the same [dialect] Att. Inscr., IG22.1414.44 and 47. ( κλᾱϝῑς, cf. Lat. clavis, claudo.)1 bar, bolt, θύρας σταθμοῖσιν ἐπῆρσε (sc. Hera, from within)κληῗδι κρυπτῇ Il.14.168
, cf. Od.21.241; κληῗδος ἱμάς ib.4.802, cf. 838; ; = ἐπιβλής, Il.24.455.2 catch or hook, passed through the door from the outside to catch the strap ([etym.] ἱμάς ) attached to the bar ([etym.] ὀχεύς), ἐν δὲ κληῗδ' ἧκε, θυρέων δ' ἀνέκοπτεν ὀχῆας ἄντα τιτυσκομένη Od.21.47
, cf.50;οἴξασα κληῗδι θύρας Il.6.89
;δοιοὶ δ' ἔντοσθεν ὀχῆες εἶχον ἐπημοιβοί, μία δὲ κληῒς ἐπαρήρει 12.456
, cf.Parm.1.14.3 later, key,τὴν κλεῖν ἐφέλκεται Lys.1.13
; κλεῖν παρακλείδιον a false key, Pl.Com.77: pl.,κλῇδας οἶδα δώματος A.Eu. 827
, cf.E.Ba. 448;Λακωνικὴ κ. Men.343
;κυριεύσοντα τῶν κ. OGI229.56
(Smyrna, iii B.C.); of a sacred key carried in processions, SIG900.14 (Panamara, iv A.D.), 996.24 (Smyrna, perh. i A.D.).4 metaph., , cf. 9.39; ἔστι κἀμοὶ κλῂς ἐπὶ γλώσσῃ, of silence, A.Fr. 316, cf.S.OC 1052 (lyr.);καθαρὰν ἀνοῖξαι κλῇδα φρενῶν E.Med. 661
(lyr.); κλῇδας γάμου φυλάττει, of Hera, Ar.Th. 976 (lyr.); of the key to a problem, Vett.Val.179.4.III collar-bone, prob. so called from its hook shape (v. supr. 1.2), Hom. (only in Il.), ;κληῗδα παρ' ὦμον πλῆξ', ἀπὸ δ' αὐχένος ὦμον ἐέργαθεν ἠδ' ἀπὸ νώτου 5.146
; , cf. Hp.Aër.7, Art.13;πᾳῖσον ἐμᾶς ὑπὸ κλῇδος S.Tr. 1035
;τὴν κλεῖν συνετρίβην And.1.61
;τὴν κλεῖν κατεαγώς D.18.67
: pl., Diog. Apoll.6, etc.;τὰ πλάγια καὶ τὰς κλεῖδας Arist.HA 513b35
; αἱ κλεῖδες (v.l. κλεῖς) καὶ αἱ πλευραί, of the crocodile, ib. 516a28; κλεῖδες ὀπταί roast shoulder-bones of the tunny (with play on 1.3, visible keys, opp. κρυπταὶ κλεῖδες of the Laconians), Aristopho 7.2, cf. Diph.Siph. ap. Ath.8.357a.IV rowing bench in a ship, freq. in Od., always in pl.;ἐπὶ κληῗσι καθίζειν 2.419
, etc.;κληΐδεσσιν ἐφήμενοι 12.215
; once in Il., ;δησάμενοι.. ἐπὶ κληῗσιν ἐρετμά Od.8.37
.V of promontories, straits, etc., Κληῗδες orΚληΐδες τῆς Κύπρου Hdt.5.108
, cf.Str.14.6.3; πόντου κλῇδ', of the Bosporus, E.Med. 212 (lyr.).VI in pl., sacred chaplets, Id.Tr. 256 (anap.) (Ephes., acc. to Hsch.).
См. также в других словарях:
Κλάιν, Κέβιν — (Kevin Kline, Σεντ Λιούις 1947 –). Αμερικανός ηθοποιός και σκηνοθέτης του θεάτρου και του κινηματογράφου. Σπούδασε μουσική και θέατρο στο πανεπιστήμιο της Ιντιάνα και υπήρξε ιδρυτικό μέλος της Acting Company στη σχολή Juiliard, η οποία ανέδειξε… … Dictionary of Greek
Κλάιν, Λόρενς — (Lawrence Klein, Ομάχα, Νεμπράσκα 1920 –). Αμερικανός οικονομολόγος. Αποφοίτησε από το πανεπιστήμιο της Καλιφόρνια, στο Μπέρκλεϊ. Συνέχισε τις σπουδές του στο ΜΙΤ της Μασαχουσέτης, πραγματοποιώντας τη διδακτορική διατριβή του υπό την εποπτεία του … Dictionary of Greek
Κλάιν, Σέζαρ — (Cesar Klein, 1876 – 1957). Γερμανός ζωγράφος. Επιδόθηκε στις εφαρμοσμένες τέχνες και διέπρεψε στην υαλογραφία, στην ψηφιδογραφία, στην τοιχογραφία καθώς και στη βιβλιοζωγραφική και στη σκηνογραφία. Έργα του πολύμορφου ταλέντου του βρίσκονται σε… … Dictionary of Greek
Κλάιν, Φέλιξ — (Felix Klein, Ντίσελντορφ 1849 – Γκέτινγκεν 1925). Γερμανός μαθηματικός. Σπούδασε μαθηματικά στο πανεπιστήμιο της Βόνης, απ’ όπου πήρε διδακτορικό δίπλωμα το 1868. Το 1872 διορίστηκε καθηγητής μαθηματικών στο πανεπιστήμιο του Ερλάνγκεν και το… … Dictionary of Greek
Κλάιν, Φραντς Τζόζεφ — (Franz Josef Κline, Πενσιλβάνια 1910 – Νέα Υόρκη 1962). Αμερικανός ζωγράφος. Επηρεασμένος από την επαφή του με καλλιτέχνες της σχολής του αφηρημένου εξπρεσιονισμού, καθώς και από την ιαπωνική καλλιγραφία, ο Κ. κατόρθωσε να προσδώσει βαθιά… … Dictionary of Greek
χήρα — η, ΝΜΑ, και επικ. και ιων. τ. χήρη Α 1. γυναίκα που έχει χάσει τον σύζυγό της και παραμένει άγαμη (α. «ήτο έρημος και χήρα», Παπαδ. β. «οὐ παρθένον, ἀλλὰ χήραν», Πλούτ.) 2. στον πληθ. οἱ χήρες και αίχῆραι εκκλ. τάξη αφιερωμένων στη διακονία τής… … Dictionary of Greek
ψυχανάλυση — Σύστημα μεθόδων για τη διερεύνηση της ψυχικής ζωής, που μελετούν την ασυνείδητη σημασία λόγων, πράξεων, προϊόντων της φαντασίας (ονείρων, παραληρημάτων) ενός υποκειμένου. Με τον όρο ψ. χαρακτηρίζεται επίσης η ψυχοθεραπευτική μέθοδος, που… … Dictionary of Greek
Κίτον, Μπάστερ — (Buster Κeaton, Κάνσας 1895 – Χόλιγουντ 1966). Αμερικανός ηθοποιός και σκηνοθέτης του κινηματογράφου. Οι γονείς του ήταν ηθοποιοί του ψυχαγωγικού θεάτρου. Ο ίδιος, ενώ εργαζόταν σε ένα θέαμα βαριετέ, έπεσε στην προσοχή του κωμικού Φάτι Άρμπακλ, ο … Dictionary of Greek
κλαίω — και κλαίγω έκλαψα, κλαύτηκα, κλαμένος (και κλαημένος) 1. χύνω δάκρυα, θρηνώ: Κλαίει την τύχη του. 2. το μέσ., κλαίομαι και κλαίγομαι παραπονούμαι: Όλο κλαίγεται. 3. η φράση «κλαίν οι χήρες, κλαίνε κι οι παντρεμένες» λέγεται για εκείνους που,… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Κέλτες — Λαός της κεντρικής Ευρώπης, ο οποίος, από τη 2η χιλιετία π.Χ., άρχισε να μεταναστεύει σε διάφορες περιοχές της Ευρώπης. Οι Κ., έπειτα από αλλεπάλληλες μεταναστεύσεις, έφτασαν στην Ιβηρική χερσόνησο, στα Βρετανικά νησιά και στην Ιταλία (κατάληψη… … Dictionary of Greek
μαθηματικά — Η επιστήμη των αριθμών, των σχημάτων και των φυσικών μεγεθών, που μελετά τις μεταξύ τους σχέσεις καθώς και τις σχέσεις τους στον χώρο και στον χρόνο. Η έκταση και τα ενδιαφέροντα των μ., μίας από τις αρχαιότερες επιστήμες, παρουσιάζουν τόση… … Dictionary of Greek