Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

θυμοῦσθαι

См. также в других словарях:

  • θυμοῦσθαι — θῡμοῦσθαι , θυμόω make angry pres inf mp …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ιάπτω — ἰάπτω (Α) 1. ρίχνω εναντίον, εκσφενδονίζω («τόξοις ἰάπτειν μητέτ εἰς ἡμᾱς βέλη», Αισχύλ.) 2. πλήττω, χτυπώ («πρόσθε πυλᾱν κεφαλὰν ἰάψειν» μπροστά στις πύλες θα χτυπήσει το κεφάλι του, Αισχύλ.) 3. (για όπλο) τραυματίζω, διατρυπώ 4. βλάπτω, ζημιώνω …   Dictionary of Greek

  • μυθούμαι — (I) μυθοῡμαι, έομαι (Α) [μύθος] 1. λέγω, ομιλώ 2. διηγούμαι 3. εκφωνώ 4. κάνω λόγο για κάποιον, συζητώ για κάποιον 5. προφέρω 6. καλώ κάποιον με το όνομά του, μνημονεύω («πρὶν μὲν γὰρ Πριάμοιο πόλιν μέροπες ἄνθρωποι πάντες μυθέσκοντο πολύχρυσον… …   Dictionary of Greek

  • σπερύνειν — Α (κατά τον Ησύχ.) «σπείρειν, θυμοῡσθαι, ἀπειλεῑν, διώκειν». [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. σπερ τού σπείρω, κατά τα ρ. σε ύνω] …   Dictionary of Greek

  • gʷer-2, gʷerǝ-, gʷerǝu-, gʷerī- —     gʷer 2, gʷerǝ , gʷerǝu , gʷerī     English meaning: heavy     Deutsche Übersetzung: ‘schwer”     Material: O.Ind. guru ḥ “ heavy, wichtig, ehrwũrdig” (compounds gárīyün, Sup. güriṣ ṭ ha ḥ), ágru “ledig”, gru muṣṭí ḥ “ heavy handful… …   Proto-Indo-European etymological dictionary

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»