-
1 οἰδαίνω
A swell,φρένες οἰδαίνεσκον A.R.3.383
;οἰδαίνουσα θάλασσα Arat.909
;οἰδήναντος στομάχου Androm.
ap. Gal.14.34, cf. Hsch. ;σῶμα.. ἐκ νηπιότητος εἰς ἥβην οἰδαῖνον Max.Tyr.16.5
.II οἰδαίνεσθαι· θυμοῦσθαι, καὶ τὰ ὅμοια, Hsch.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > οἰδαίνω
См. также в других словарях:
οιδώ — οἰδῶ, έω, σπαν. και άω (Α) 1. σχηματίζω οιδήματα, εξογκώνομαι, φουσκώνω, πρήζομαι, είμαι πρησμένος 2. (για φυτό) αναπτύσσομαι 3. (για καρπό) διογκώνομαι, ωριμάζω («ὀπώραν ἐντεταμένην καὶ οἰδῶσαν», Πλούτ.) 4. μτφ. α) (για προσ.) i) είμαι… … Dictionary of Greek