Перевод: со всех языков на английский

с английского на все языки

δῆσαι

См. также в других словарях:

  • δῆσαι — δέομαι lack aor imperat mp 2nd sg δέω 1 bind aor imperat mid 2nd sg δέω 1 bind aor inf act δέω 2 lack aor imperat mid 2nd sg δέω 2 lack aor inf act …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • вѧзати — ВѦ|ЗАТИ1 (35), ЖОУ, ЖЕТЬ гл. Вязать, связывать кого л., что л.: Аже паробъка господа вѩжють. бьють ѹкрадъшаго что любо. достоить стави(т). [в дьяконы] КН 1280, 530в; и ово ѹбо жгѹще ово рѣжюще и вѩжюще. (ἐπιδεσμοῦσι) ПНЧ 1296, 95 об.; ѹ твоемь… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • NERVUS — Festo ferreum fuit vinculum, quô pedes impediebantur; aliis ex ligno fuit, unde Ξυλοπέδη Plauto: qui eô etiam cervices vinciri solitas esse, docet. Mentio eius in Legg. XII. Tabb. ubi de eo, qui solvendo non erat, Vincito aut Nervô, aut… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • PARENTES — a PARIENDO dicti, magno in honore ubique habiti sunt. Cum enim natura exiguam hominibus vitae periodum circumscripserit, eiusque usuram dederit, tamquam pecuniae, nullâ praestitutâ die, facile suis exhauriretur civitas civibus, nisi cives… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • SATURNUS — Oceani ac Tethyos fil. Plato in Tinaeo: Γῆς τε καὶ Οὐρανοῦ παῖδες Ω᾿κεανός τε καὶ Τηθὺς ἐγενέςθ ην, ἐκ τούτων δὲ Φόρκυχ τε καὶ Κρόνος, καὶ Ρ῾έα, καὶ ὅσοι μετὰ τούτων. At Hesiod. in ortu Deorum, v. 44. cum Caeli uxorem Terram fuisse cecinisset,… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • εξασφαλίζω — (AM ἐξασφαλίζω) [ασφαλίζω] 1. καθιστώ ασφαλή, κατοχυρώνω («ἐξασφαλισάμενος τὰ καθ αὐτόν», Φιλόδ.) 2. επιδιώκω ή κατορθώνω να προφυλάξω κάτι που μού ανήκει («εξασφαλίστηκα με υποθήκη») 3. (σε παρωχημ. χρόνο) έχω τακτοποιήσει οικονομικά το μέλλον… …   Dictionary of Greek

  • πείρινς — ινθος, ἡ, και επικ. τ. πείρινθα και πείρινθος, ὁ, Α μεγάλο πλεχτό καλάθι, τετράγωνο ή κυκλικό, πλεγμένο από κλάδους ιτιάς ή σχοίνων ή από καλάμια, το οποίο προσδενόταν πάνω σε άμαξα ή σε άρμα και χρησίμευε ως κάθισμα ή για την τοποθέτηση τροφίμων …   Dictionary of Greek

  • συμπετάννυμι — Α εκτείνω μαζί, απλώνω συγχρόνως, ανοίγω συγχρόνως («χρὴ δύο ἁμαξῶν τοὺς ῥυμοὺς εἰς τὸ αὐτὸ δῆσαι συμπετάσαντα κατὰ τὸ ἕτερον μέρος τῆς ἁμάξης», Αιλ. Τακτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + πετάννυμι «απλώνω, ανοίγω, εκτείνομαι»] …   Dictionary of Greek

  • χειροπέδη — η, ΝΜΑ, και βοιωτ. τ. χειριπέδα Α συν. στον πληθ. οι χειροπέδες και αἱ χειροπέδαι συσκευή δέσμευσης τών χεριών χρησιμοποιούμενη στις συλλήψεις και αποτελούμενη από δύο περικάρπιους δακτυλίους, συνδεόμενους με μικρή αλυσίδα (α. «τού πέρασαν αμέσως …   Dictionary of Greek

  • ὀπαδῆσαι — ὀπᾱδῆσαι , ὀπαδέω follow aor inf act (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»