Перевод: со всех языков на английский

с английского на все языки

πείρινθα

См. также в других словарях:

  • πείρινθα — ἡ, Α βλ. πείρινς …   Dictionary of Greek

  • πείρινθα — πείρῑνθα , πείρινς wicker basket fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πείρινς — ινθος, ἡ, και επικ. τ. πείρινθα και πείρινθος, ὁ, Α μεγάλο πλεχτό καλάθι, τετράγωνο ή κυκλικό, πλεγμένο από κλάδους ιτιάς ή σχοίνων ή από καλάμια, το οποίο προσδενόταν πάνω σε άμαξα ή σε άρμα και χρησίμευε ως κάθισμα ή για την τοποθέτηση τροφίμων …   Dictionary of Greek

  • PLOXIMUM — Italis Transpadanis olim dicebatur capsum: Unde Catullus, Epigr. 98. v. 6. Gingivas ploximi habet veteris. Origine Graecâ, a πλέξις enim τρῶξις, πλέξιμον, ut a τρώξιμον; ex πλέξιμον autem ploximum fecêre Latini. Et quidem πλέγμα eiusmodi carrorum …   Hofmann J. Lexicon universale

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»