Перевод: со всех языков на английский

с английского на все языки

κερδύφιον

См. также в других словарях:

  • κερδύφιον — κερδύφιον, τὸ (Α) (υποκορ. τού κέρδος) μικρό κέρδος, ασήμαντη ωφέλεια. [ΕΤΥΜΟΛ. < κέρδος + υποκορ. κατάλ. ύφιον (πρβλ. δενδρ ύφιον, ζω ύφιον)] …   Dictionary of Greek

  • κέρδος — Η διαφορά του κόστους από τα έσοδα που αποφέρει μια οικονομική δραστηριότητα, σύμφωνα με τη λογιστική έννοια, ή η αμοιβή της επιχειρηματικότητας ως συντελεστή παραγωγής, σύμφωνα με την οικονομική θεωρία. Στη λογιστική, το κ. καταγράφεται στην… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»