-
1 αναδέσμη
ἀναδέσμηband for women's hair: fem nom /voc sg (attic epic ionic)ἀ̱ναδέσμη, ἀναδεσμέωtie up: imperf ind act 3rd sg (doric aeolic)ἀναδεσμέωtie up: pres imperat act 2nd sg (doric aeolic)ἀναδεσμέωtie up: imperf ind act 3rd sg (doric aeolic)——————ἀναδέσμηband for women's hair: fem dat sg (attic epic ionic) -
2 ἀναδέσμη
Βλ. λ. αναδέσμη -
3 ἀναδέσμῃ
Βλ. λ. αναδέσμη -
4 ἀναδέσμη
ἀναδέσ-μη, ἡ,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀναδέσμη
-
5 ἀναδέσμη
ἀνα - δέσμη ( ἀναδέω): head - band, πλεκτή, Il. 22.469†.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > ἀναδέσμη
-
6 άνδεμα
-
7 ἄνδεμα
-
8 αναδεσμάν
-
9 ἀναδεσμᾶν
-
10 αναδεσμών
ἀναδέσμηband for women's hair: fem gen plἀναδεσμέωtie up: pres part act masc nom sg (attic epic doric) -
11 ἀναδεσμῶν
ἀναδέσμηband for women's hair: fem gen plἀναδεσμέωtie up: pres part act masc nom sg (attic epic doric) -
12 αναδέσμην
-
13 ἀναδέσμην
-
14 αναδέσμης
ἀναδέσμηband for women's hair: fem gen sg (attic epic ionic)ἀ̱ναδέσμης, ἀναδεσμέωtie up: imperf ind act 2nd sg (doric aeolic)ἀναδεσμέωtie up: imperf ind act 2nd sg (doric aeolic) -
15 ἀναδέσμης
ἀναδέσμηband for women's hair: fem gen sg (attic epic ionic)ἀ̱ναδέσμης, ἀναδεσμέωtie up: imperf ind act 2nd sg (doric aeolic)ἀναδεσμέωtie up: imperf ind act 2nd sg (doric aeolic) -
16 αναδέσμου
-
17 ἀναδέσμου
-
18 αναδέσμω
-
19 ἀναδέσμῳ
-
20 αναδήμασιν
- 1
- 2
См. также в других словарях:
αναδέσμη — ἀναδέσμη, η (Α) [ἀναδέω] κορδέλα που δένει και συγκρατεί τα μαλλιά ή διακοσμητικό δίχτυ γι’ αυτά, φιλές … Dictionary of Greek
ἀναδέσμη — band for women s hair fem nom/voc sg (attic epic ionic) ἀ̱ναδέσμη , ἀναδεσμέω tie up imperf ind act 3rd sg (doric aeolic) ἀναδεσμέω tie up pres imperat act 2nd sg (doric aeolic) ἀναδεσμέω tie up imperf ind act 3rd sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναδέσμῃ — ἀναδέσμη band for women s hair fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναδεσμᾶν — ἀναδέσμη band for women s hair fem gen pl (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναδεσμῶν — ἀναδέσμη band for women s hair fem gen pl ἀναδεσμέω tie up pres part act masc nom sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναδέσμην — ἀναδέσμη band for women s hair fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναδέσμης — ἀναδέσμη band for women s hair fem gen sg (attic epic ionic) ἀ̱ναδέσμης , ἀναδεσμέω tie up imperf ind act 2nd sg (doric aeolic) ἀναδεσμέω tie up imperf ind act 2nd sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνάδεμα — ἀναδέσμη band for women s hair neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ανάδημα — ἀνάδημα, το (Α) [ἀναδέω] η αναδέσμη* … Dictionary of Greek
αναδέω — ἀναδέω (ΑΜ) Ι. (ενεργ. και μέσ.) (για τα μαλλιά) δένω επάνω, στολίζω με κορδέλα, στεφάνι κ.ά. ΙΙ. μέσ. 1. κερδίζω στεφάνια νίκης, ή απλώς, κερδίζω, αποκτώ μσν. μέσ. παίρνω και βάζω στο κεφάλι μου αρχ. Ι. ενεργ. 1. στολίζω τα μαλλιά κάποιου με… … Dictionary of Greek
ζώστρα — η (Α ζώστρα) [ζώννυμι] νεοελλ. 1. ζώνη, ζωστήρας, ζωνάρι 2. ναυτ. καθεμιά από τις παχύτερες εσωτερικές εντερονίδες ξύλινου σκάφους οι οποίες αποτελούν μέρος τής εσωτερικής επενδύσεώς του, ζωνάρι αρχ. ταινία, δεσμός, αναδέσμη … Dictionary of Greek