-
1 Κερδών
-
2 Κερδῶν
-
3 κερδών
κέρδοςgain: neut gen pl (attic epic doric)κερδαίνωgain: pres part act masc nom sg (attic epic doric)κερδώthe wily one: fem gen pl -
4 κερδῶν
κέρδοςgain: neut gen pl (attic epic doric)κερδαίνωgain: pres part act masc nom sg (attic epic doric)κερδώthe wily one: fem gen pl -
5 κέρδος
A gain, profit, Od.23.140, etc.; ἐνόησεν ὅππως κ. ἔῃ how some advantage can be gained, what is best to be done, Il.10.225;οὔ τοι τόδε κ. ἐγὼν ἔσσεσθαι ὀΐω ἡμῖν Od.16.311
, etc.; ποιέεσθαί τι ἐν κέρδεϊ, c. inf., Hdt.2.121.δ', 6.13;κ. νομίσαι τι Th.7.68
; ὅτι .. Id.3.33;ἤν τι.. δάσωνται κ. ἡγεῖσθαι X.Cyr.4.2.43
;ἐκ πονηροῦ πράγματος κ. λαβεῖν Men.697
; μέγ' ἐστὶ κ., ἢν .. Id.Mon. 359; πρὸς τὸ κ. βλέπειν ib. 364; part.,πᾶν κ. ἡγοῦ ζημιουμένη φυγῇ E.Med. 454
; κ. ἐστί μοι, c. inf., τί δῆτ' ἐμοὶ ζῆν κ.; A.Pr. 747; τί κ. ἦν αὐτῷ διαβάλλειν ἐμέ; Lys.8.13, cf. Ar.Ec. 607, 610: pl., gains, profits,περιβαλλόμενος ἑωυτῷ κέρδεα Hdt.3.71
; τὰ δειλὰ (v.l. δεινὰ)κ. S.Ant. 326
;τὰ κ. μείζω φαίνεσθαι τῶν δεινῶν Th.4.59
;τὰ πονηρὰ κ. Antiph.270
:— κ. (metaph.) opp. ζημία (damage), Arist.EN 1132a12, (lit.) opp. ζημἱα (damages), ib.14;ζημίαν λαβεῖν ἄμεινόν ἐστιν ἢ κ. κακόν S.Fr. 807
.2 desire of gain,κέρδει καὶ σοφία δέδεται Pi.P.3.54
;ἄνδρας τὸ κ. πολλάκις διώλεσεν S.Ant. 222
;εἰς τὸ κ. λῆμ' ἔχων ἀνειμένον E.Heracl.3
: pl.,κερδῶν ἄθικτος A.Eu. 704
; ;μὴ 'πὶ κέρδεσιν λέγων Id.Ant. 1061
, cf. E.Hec. 1207; of persons, ἡμέτερα κ. τῶν σοφῶν ( = ἡμῶν τῶν σ.) you of whom we wise men make gain, Ar.Nu. 1202.II in pl., cunning arts, wiles,ὃς δέ κε κ. εἰδῇ Il.23.322
, cf. 709, al.; κέρδεσιν, οὔ τι τάχει γε παραφθάμενος ib. 515;φρένας ἐσθλὰς κέρδεά θ' Od.2.118
, cf. 88; ;ἐνὶ φρεσὶ κέρδε' ἐνώμας 18.216
; κακὰ κ. βουλεύουσιν 'they mean mischief', 23.217. (Cf. OIr. cerd 'art', 'craft', Welsh cerdd 'craft' or 'music'.) -
6 φθονέω
A , JHS46.45 (Athens, iii/iv A.D.), AP5.303, 7.607 (Pall.), Nonn.D.3.159:—[voice] Med., [tense] fut. in pass. senseφθονήσομαι D.47.70
:—[voice] Pass., futφθονηθήσομαι X.Hier.11.15
: [tense] aor.ἐφθονήθην E.El.30
, X.Mem.4.2.33, etc.: [tense] pf. part.ἐφθονημένος J.AJ6.11.10
, Vett.Val.330.2: ([etym.] φθόνος):— bear ill-will or malice, grudge, be envious or jealous,I abs.,εἴ περ γὰρ φθονέω τε καὶ οὐκ εἰῶ διαπέρσαι, οὐκ ἀνύω φθονέουσα Il.4.55
,56; κρείττων δόξα τῶν φθονούντων too high for envy, D.3.24; εἰ πέφυκε φθονεῖν τὸ θεῖον (cf.φθονερός 1.2
) Arist.Metaph. 982b32: c. acc. etinf., οὔτε τινὰ φθονέω δόμεναι I do not grudge that any should give thee, Od. 18.16;οὐ φθονῶ σ' ὑπεκφυγεῖν S.Ant. 553
; ;ἐφθόνησαν [οἱ θεοὶ] ἄνδρα ἕνα βασιλεῦσαι Hdt.8.109
; ἔφη (sc. ὁ Σωκράτης)φθονεῖν τοῦς ἐπὶ ταῖς φίλων εὐπραξίαις ἀνιωμένους X.Mem.3.9.8
; .2 c. dat. pers.,πτωχὸς πτωχῷ φθονέει καὶ ἀοιδὸς ἀοιδῷ Hes.Op.26
;οὐ φ. ἀγαθοῖς Pi. P.3.71
; ;τισὶ φ. καὶ δυσμενῶς ἔχειν Isoc.12.241
, cf. 8.13; freq. with part. added, φ. τινὶ εὖ πρήσσοντι to envy him for his good fortune, Hdt.7.236, 237;παιδικοῖς φ. οὐσίαν κεκτημένοις Pl.Phdr. 240a
, cf. Lys.27.11; without a Noun expressed, καλῶς πράττουσι, πλουτοῦντι φ., Isoc.1.26, Lys.21.15, etc.: c. dat. rei,φ. τοῖς ἀγαθοῖς τινος X.Cyr.2.4.10
(v.l. ἐπὶ τοῖς ἀγ., cf. Isoc. 1.26;ἐφ' οἷς ἕτεροι ποιήσαντες ἐτιμήθησαν φ. D.20.151
): c. gen. rei, ; οὐδέ τί σε χρὴ ἀλλοτρίων φθονέειν to be envious because of other men's goods Od.18.18: c. dat. pers. et gen. rei, bear a grudge against a person on account of a thing, E.HF 1309.3 resent, c. gen.,τῆς δοκήσεως τῶν κερδῶν Th.3.43
: c. dat. rei, feel righteous indignation at,ταῖς εὐπραγίαις τινῶν Isoc.8.124
; also c. dat. pers., Id.4.184, D.28.18.b φ. τινὶ folld. by ει .., or ἐάν .. take it ill or amiss that.., Hdt.3.146, X.HG2.4.29; μή μοι φθονήσητ', ει .. Ar.Ach. 496: abs., φ. ἐάν τις .. Lys.3.9; φθονεῖς ἄπαις οὖσ', εἰ .. E. Ion 1302; also φ. τινὶ ὅτι .., X.Cyr.3.1.39; φ. ὅτι .. Lys. 24.3, dub.l. in 18.16.II refuse from feelings of envy or ill-will, grudge, c. inf.,οὐκ ἂν φθονέοιμι ἀγορεῦσαι Od.11.381
;μὴ φθόνει κιρνάμεν Pi.I.5(4).24
;φράσαι E.Med.63
;σαυτὸν ἐπιδοῦναι Ar.Th. 249
; μὴ φθονήσῃς is freq. in dialogue, do not refuse to do a thing,μὴ φ. διδάξαι Pl.R. 338a
, cf. Hp.Mi. 372e, Smp. 223a; alsoμὴ φθόνει μοι ἀποκρίνασθαι Id.Grg. 489a
; μὴ φθονήσῃς alone, Id.Prt. 320c; ;οὐδενὶ πώποτε ἐφθόνησα Id.Ap. 33a
: c. part.,μηδέ μοι φθόνει λέγων A.Th. 480
(nisi leg. λόγων): c. acc. et inf.,τί φθονέεις.. ἀοιδὸν τέρπειν; Od.1.346
: c. dat. et inf.,τῇ δ' οὐκ ἂν φθονέοιμι.. ἅψασθαι 19.348
; .2 grudge, refuse to grant a thing,φθονήσας μήτ' ἀπ' οἰωνῶν φάτιν, μήτ' εἴ τινα.. μαντικῆς ἔχεις ὁδόν S.OT 310
: c. dat. pers. et gen. rei,οὔ τοι ἡμιόνων φθονέω Od.6.68
; (lyr.), cf. E.Hec. 238;μή μοι φθονήσῃς τοῦ μαθήματος Pl.Euthd. 297b
, cf. X.Cyr.8.4.16;φ. τοῖς ἑαλωκόσι τῆς σωτηρίας Plb.6.58.5
: c. gen. rei only, to be grudging of a thing, πέπλων, καρποῦ, E.HF 333, Pl.Mx. 238a; μηδ' ὀλίγης φθονέσῃς γαίης JHS l. c.III [voice] Pass., to be envied or begrudged, Hdt.3.52, S.Fr. 188, E.El.30;διὰ σοφίαν φ. ὑπό τινος X.Mem.4.2.33
;ἐπ' ἐσθλοῖς E.Fr. 814
(lyr.);φθονηθέντα ὑπὸ Μοίρης JRS18.30
([place name] Phrygia): c. gen., to be grudged a thing,φ. τοῦ γάμου ὑπὸ δαιμονίου τινός Plu.2.772b
. -
7 ἄθικτος
ἄθικτος, ον,A untouched: mostly c. gen., untouched by a thing,ἀκτῖνος ἄ. S. Tr. 686
;ἄ. ἡγητῆρος Id.OC 1521
, etc.; κερδῶν ἄθικτον βουλευτήριον untouched by gain, i.e. incorruptible, A.Eu. 704, cf. Plu.Cim.10: c. dat.,νόσοις ἄ. A.Supp. 561
;ἄ. ὑπὸ τοῦ χρόνου Plu. Per.13
.2 chaste, virgin, κόραι Ion Trag.11; , cf. Arar.14;ἄ. ἅμματα παρθενίης Epigr.Gr.248.8
(Phryg.);ἄ. εἰς Κυθηρίην σφρηγίς Herod.1.55
: of substances, ἄ. θεῖον, virgin sulphur, Ps.-Democr.Alch.p.45B.3 not to be touched, holy, τὸν ἄ. γᾶς ὀμφαλόν, of Delphi, S.OT 897; ἄ. οὐδ' οἰκητὸς [ὁ χῶρος] Id.OC39; ἄθικτα holy things, A.Ag. 371, S.OT 891.4 not to be touched, abominable, EM25.10.II [voice] Act., not touching, c. gen., Call.Dian. 201.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἄθικτος
-
8 ἐφίημι
Aἐφίητι Pi.I.2.9
, [dialect] Ion. [ per.] 3pl.ἐπιεῖσι Hdt.4.30
: [tense] fut.ἐφήσω Od. 13.376
: [tense] aor. 1 ind. ἐφῆκα, [dialect] Ep.ἐφέηκα 9.38
, lon.ἐπῆκα Hdt.5.63
; in other moods [tense] aor. 2 forms were used, imper.ἔφες Il.5.174
; [dialect] Ep. subj.ἐφείω 1.567
, [ per.] 2sg. , opt.ἐφείην Il.18.124
; [dialect] Ion. inf.ἐπειναι Hdt.2.100
; part. (v.l.), etc.:—[voice] Med., [tense] pres. inf. ; part.ἐφιέμενος Od.13.7
: [tense] fut.ἐφήσομαι Il.23.82
: [tense] aor. 2 :—[voice] Pass., [tense] pf. ἐφέωται andἐφεῖται Hsch.
: [ ἐφῐημι [dialect] Ep., ἐφῑημι [dialect] Att.; yet Hom. always uses ἐφιείς, ἐφίει, ἐφῑέμενος with [pron. full] [ῑ], exc.ἐφῐει Od.24.180
]:— send to one,Πριάμῳ.. Ἶριν ἐφήσω Il.24.117
; μ' ἐφέηκε.. καλέειν sent me to call, A.R.1.712.2 in Hom., c. inf., set on, incite to do,ἠλεός, ὅς τ' ἐφέηκε πολύφρονά περ μάλ' ἀεῖσαι Od.14.464
; so ἐ. τινὰ ἐχθοδοπῆσαι, χαλεπῆναι, στοναχῆσαι, Il.1.518, 18.108, 124.3 of things, throw or launch at one,ὅς τοι πρῶτος ἐφῆκε βέλος 16.812
;ἄλλοις ἐφίει βέλεα Od.24.180
, etc.; [ἔγχος], μελίην, Il.20.346, 21.170;οἰστὸν ἐπί τινι E.Med. 632
(lyr.); ἐ. χεῖράς τινι to lay hands on him,μνηστῆρσιν ἀναιδέσι χεῖρας ἐφήσω Od.20.39
, cf.Il.1.567, etc.4 of events, destinies, etc., send upon one, , etc.; , cf. 21.524;μνηστήρεσσιν ἄεθλον τοῦτον ἐφήσω Od. 19.576
; νόστον.., ὅν μοι Ζεὺς ἐφέηκε which he hath laid upon me, 9.38; soπάντ' ἐφήσω μόρον A.Eu. 502
(lyr.);τέκνοις ἀρὰς ἐ. Id.Th. 786
(lyr.).5 send against, in hostile sense,τῷ στρατοπέδῳ τὴν ἵππον Hdt.5.63
;τὴν ἵππον ἐπὶ τοὺς Ἕλληνας Id.9.49
;ἡνίοχοι ἐφίεσαν ὠκέας ἵππους Hes.Sc. 307
;στρατὸν ἐς πεδία E.Heracl. 393
.6 let in, freq. of water,ἐπεῖναι τὸν ποταμὸν ἐπὶ τὴν χώρην Hdt.7.130
, cf. 2.100;τὸ ὕδωρ ἐπὶ τὴν ἔσοδον Id.7.176
; alsoἐ. ἀκτῖνα Θήβαισι E.Ph.5
;ἀγέλας ἐπὶ τὰ χωρία X.Cyr.1.1.2
; ἄγαν ἐφῆκας γλώσσαν did'st let loose, E. Andr. 954;ὀργήν τινι ἐ. Pl.Lg. 731d
.II let go, loosen, esp. the rein,ἐ. καὶ χαλάσαι τὰς ἡνίας τοῖς λόγοις Pl.Prt. 338a
; οὐρία ἐφέντα (abs.) ibid.; πᾶσαν ἐφεὶς ὀθόνην [τῷ ἀνέμῳ] AP10.1 (Leon.), cf.A.R.2.934.b give up, yield,τινὶ τὴν ἡγεμονίαν Th.1.95
;πάντ' ἐφέντες ἡδονήν E.Fr. 564
; allow,τἆλλα τοῖς δούλοις Arist.Pol. 1264a21
.c c. inf., permit, allow,τινὶ ὀνειδίσαι Hdt.1.90
, cf.3.113;σοί γ' ἐφῆκα πᾶν λέγειν S.El. 631
; ἢν ἐφῇς μοι (sc. λέγειν) ib. 554, cf. 556, 649: c. acc. et inf.,τοὺς νεωτέρους ἐ. διώκειν X.Cyr.4.2.24
(v.l. for ἀφ-):—[voice] Pass., ἐφεθήσεταί τινι c. inf., Luc.Pr.Im.24.2 give up, leave as a prey, , cf. 495 (v.l.);τὴν ἀποσκευὴν ἐ. τοῖς στρατιώταις διαρπάσαι D.S.14.75
; intr. (sc. ἑαυτόν), give oneself up to,ἰσχυρῷ γέλωτι Pl.R. 388e
; [ παιδιᾷ] Id.Ti. 59c.IV as law-term, leave to another to decide, refer,δίκας ἐ. εἴς τινας D.40.31
; εἰς δικαστήριον ibid.; ἐ. τινὰ εἰς τὸ δικαστήριον refer him to.., Id.34.21; (sc. ἑαυτόν) appeal,εἰς τοὺς δικαστάς Id.29.59
;ἐπί τινα Luc.
Bis Acc.4;εἰς ἕτερον δικαστήριον Id.Herm.30
;ἀπό τινος D.C.64.2
: abs., Id.37.27.B [voice] Med., lay one's command or behest upon, , cf. Il.23.82, 24.300; ; πρός τι τοῦτ' ἐφίεσαι; S.OT 766: c. inf.,ἐ. τινὶ ἀγγεῖλαι Id.El. 1111
, cf. Ar.V. 242; χαίρειν τἀλλ' ἐγώ σ' ἐ. I bid thec have thy will, S.Aj. 112, cf. A.Ch. 1039: abs.,ὡς ἐφίεσαι Id.Pers. 228
(troch.), cf.E.IT 1483; ἐ. ἐς Λακεδαίμονα send or ders to.., Th.4.108.II c. gen., aim at, καλῶν lsoc.2.25;ἀγαθοῦ τινος Arist.EN 1094a2
, etc.; in fighting, τῶν προσώπων, τῶν ὅψεων, Plu.Pomp.71, Caes.45.2 long for, desire, τί μοι τῶν δυσφόρων ἐφίῃ; S.El. 143 (lyr.); τί.. ἐφίεσαι φιλοτιμίας; E.Ph. 531;τῶν ἀλλοτρίων Antipho 5.79
; τῶν κερδῶν, ἀρχῆς, Th.1.8, 128;τῶν ἐν Σικελίᾳ ἀγαθῶν Id.4.61
; : c. gen. pers., X.Mem.4.1.2: c. inf.,ὧν.. σου τυχεῖν ἐφίεμαι ἄκουσον S.Ph. 1315
;ἐ. ἄρξειν Th.6.6
codd. (leg. ἄρξαι): c. acc. et inf., S.OT 1055. -
9 κέρδος
Grammatical information: n.Meaning: `gain, profit, desire to gain, cunning, wiles' (Il.); in plur. also `good advice' (Hom.).Compounds: rarely as 1, member, e. g. κερδο-φόρος `bringing gain' (Artem.), as 2. member in αἰσχρο-κερδής `full lowly desire to gain, greedy' (IA).Derivatives: Diminutives κερδάριον, κερδύφιον (gloss.); κερδοσύνη `ruse' (Hom., Cleanth. Hymn. 1, 28; Porzig Satzinhalte 226, Wyss - συνη 27), κερδώ f. "the cunning", i. e. `the fox' (Ar., Babr.); Κέρδων, - ωνος PN (D., Argolis; from here Lat. cerdō `ordinary artisan'), also Κερδέων surn. of Hermes and Κερδείη Πειθώ (Herod. 7, 74); Κερδῳ̃ος `bringing gain' surn. of Apollon (Thessal., Lyc.; after Λητῳ̃ος), also of Hermes (Plu., Luc.), also from the fox (Babr.); κερδητικός `greedy' (gloss.). - Further κερδαλέος `greedy' (Il.) and κερδαίνω, aor. κερδῆναι, - δᾶναι, - δῆσαι `gain, have profit' (Pi., IA); hardly from an old \/ n-l\/-stem (Schwyzer 484). - Compar. forms κερδίων `more profitable' (Il.), κέρδιστος `the most cunnting' (Hom.), cf. Seiler Steigerungsformen 84.Origin: IE [Indo-European]X [probably] [579], PGX [probably a word of Pre-Greek origin] * kerd- `gain, clever, cunning'Etymology: The only connections outside Greek are a few Celtic words: OIr. cerd (IE. * kerdā) `art, handwork', also `aerarius, figulus, poeta', Welsh cerdd `song'. - The doubtful H.-glosse κήρτεα τὰ κέρδη does hardly allow conclusions for the morphology (cf. Schwyzer 512 n. 3). See Bq, and W.-Hofmann s. cerdō; also E. Lewy FS Dornseiff 226f. Sophie Minon conects (RPh. LXXIV (2000) 271 κορδύς πανοῦργος H., which is of course not certain (s.v.). Or do κερδύφιον, κερδώ point to a Pre-Greek word?Page in Frisk: 1,829Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > κέρδος
См. также в других словарях:
Κερδῶν — Κερδώ the wily one fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κερδῶν — κέρδος gain neut gen pl (attic epic doric) κερδαίνω gain pres part act masc nom sg (attic epic doric) κερδώ the wily one fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εταιρεία — (Νομ.). Σύμφωνα με τον ελληνικό Aστικό Kώδικα (Α.Κ.) είναι μια ιδιότυπη αμφοτεροβαρής σύμβαση, με την οποία δύο ή περισσότερα πρόσωπα αναλαμβάνουν μεταξύ τους την υποχρέωση να επιδιώξουν ένα κοινό σκοπό, καταβάλλοντας ίσες –αν δεν έχει οριστεί… … Dictionary of Greek
φορολογία — η, ΝΜΑ [φορολόγος] ο φόρος, το ποσό που καταβάλλεται ως φόρος (α. «αυξήθηκε η φορολογία τού εισοδήματος» β. «οὐκ ὀλίγην κατ ἔτος φορολογίαν τῷ ἱερωτάτῳ ταμείῳ εἰσφέρει», πάπ.) νεοελλ. 1. η επιβολή φόρου 2. φρ. α) «αναλογική φορολογία» (νομ. οικον … Dictionary of Greek
αποθεματικό — To μέρος των καθαρών κερδών που δεν διανέμεται στους μετόχους αλλά παραμένει στην επιχείρηση για να χρησιμοποιηθεί μελλοντικά. Το α. είναι τακτικό ή νόμιμο, όταν επιβάλλεται από ρητή διάταξη του νόμου, ή έκτακτο, όταν σχηματίζεται με βάση διάταξη … Dictionary of Greek
εργασία — Με τον όρο ε. εννοούμε κάθε ανθρώπινη ενέργεια που έχει σκοπό την παραγωγή αγαθών, υπηρεσιών ή πληροφοριών που χρειάζονται στους ίδιους τους ανθρώπους. Στην ιστορία του ανθρώπου η ε. εμφανίζεται ως κοινωνική ενέργεια, που προσφέρεται δηλαδή από… … Dictionary of Greek
ισολογισμός — Λογιστικό έγγραφο, που παρουσιάζει την περιουσιακή κατάσταση μιας επιχείρησης ή ενός προσώπου σε μια ορισμένη χρονική στιγμή. ι. επιχείρησης. Ο ι. επιχείρησης είναι το λογιστικό έγγραφο που απεικονίζει την περιουσιακή κατάσταση μιας επιχείρησης… … Dictionary of Greek
συνεταιρισμός — Ως γενικότερη έννοια, σ. είναι κάθε οργανωμένη σύμπραξη πολλών προσώπων που επιδιώκουν τον ίδιο, συγκεκριμένο σκοπό. Την ελευθερία της συγκρότησης τέτοιων ομάδων συνεργασίας για την επιδίωξη νόμιμων σκοπών εγγυούνται τα συντάγματα όλων των… … Dictionary of Greek
οικονομικός κύκλος — Σειρά εναλλασσόμενων φάσεων ανάπτυξης και συστολής της οικονομικής δραστηριότητας από άποψη κέρδους και απασχόλησης. Για πρώτη φορά στην οικονομική φιλολογία διατύπωσε σκέψεις σχετικά με τον ο.κ., το 1828, ο Ουίλαρντ Φίλιπς· μόνο όμως το 1860… … Dictionary of Greek
αεριτζής — ο (θηλ. ού και ίνα) 1. εκείνος που συμμετέχει σε κερδοσκοπικές επιχειρήσεις χωρίς να διακινδυνεύει προσωπικό κεφάλαιο, εκείνος δηλαδή που αμείβεται με «αέρα» 2. (ειδικότ.) εκείνος που παίζει με «αέρα» (προσυμφωνημένη αμοιβή ή ποσοστά επί τών… … Dictionary of Greek
αποθεματικός — ή, ό 1. ο σχετικός με το απόθεμα, αυτός που φυλάσσεται ως απόθεμα 2. το ουδ. ως ουσ. μέρος των κερδών τα οποία δεν διανέμονται στους μετόχους των εταιρειών που χρησιμοποιείται για την αύξηση του κεφαλαίου της εταιρείας και όχι του μετοχικού… … Dictionary of Greek