Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

δια-πέτομαι

См. также в других словарях:

  • πέτομαι — και πέταμαι, ΝΜΑ (για πτηνά, έντομα, τον νου και τη σκέψη) πετώ νεοελλ. επαίρομαι, κομπάζω, καυχιέμαι (τη δύναμή του επέτετο πολλά τον καυκησάρης», Ερωτόκρ.) αρχ. μσν. φτερουγίζω, γυρίζω άσκοπα εδώ κι εκεί αρχ. 1. (για τη φήμη) διαδίδομαι γρήγορα …   Dictionary of Greek

  • πίπτω — ΝΜΑ και αιολ. τ. πίσσω Α ρίχνω τον εαυτό μου κάτω, πέφτω (α. «αὐτὸν πρηνέα δὸς πεσέειν», Ομ. Ιλ. β. «βάρβαροι γυναῑκες, οὕτως ἐκπεπληγμέναι φόβῳ πρὸς πέδῳ πεπτώκατ », Ευρ). νεοελλ. (η μτχ. αρσ. πληθ. αόρ. ως ουσ.) οι πεσόντες οι νεκροί σε πεδία… …   Dictionary of Greek

  • διαπετής — διαπετής, ές (Α) απλωμένος, ανοιχτός. [ΕΤΥΜΟΛ. < διά + πετής < πέτομαι*] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»