-
1 ορεινός
-
2 ὀρεινός
-
3 ὀρεινός
ὀρεινός, bergig, gebirgig; χώρη, Her. 1, 110; Xen. u. Folgde; τὸ ὀρεινὸν τῆς φύσεως, Plat. Crat. 394 e; ὁδός, im Ggstz von πεδινή, Xen. Cyr. 1, 6, 43; ὀρεινὸν καὶ ὑπόλιϑον γήδιον, Luc. Tim. 31; a. Sp., auch = in den Gebirgen wild wachsend, im Ggstz von ἥμερος, Ios.; vgl. Arist. H. A. 9, 40; Θρᾷκες, im Gebirge wohnend, Thuc. 2, 96. – Bei Arist. H. A. 8, 3 heißt eine Art αἰγιϑαλός so, διὰ τὸ διατρίβειν ἐν τοῖς ὄρεσιν.
-
4 ορεινος
31) гористый(χώρη Her.; Ἀρκαδία Arst., γῄδιον Luc.)
2) обитающий в горах, горный(Θρᾷκες Thuc.; αἰγίθαλος Arst.)
3) свойственный горцамτὸ ὀρεινὸν τῆς φύσεως Plat. — характер или нрав жителя гор
-
5 ὀρεινός
A mountainous, hilly,χώρη Hdt.1.110
, cf. 2.34 ; opp. πεδινός, X.Cyr.1.6.43 ; opp. πεδιάς, J.BJ3.3.4 ;ὀρεινὴν οὖσαν [τὴν Ἀρκαδίαν] Arist.Mete. 351a3
; hill-country,Id.
HA 556a4, al.II of or from the mountains, dwelling on the mountains,οἱ ὀ. Θρᾶκες Th.2.96
, X.An.7.4.11 ; of birds, Arist.HA 592b19 ; of plants, Thphr.HP6.8.3 ; τὸ ἄγριον καὶ τὸ ὀ. his wild and mountain nature, Pl.Cra. 394e : metaph., ὀ. ἱμάτιον, = ἄκναπτον, Com.Adesp. 328.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὀρεινός
-
6 ὀρεινός
-
7 ὀρεινός
ὀρεινός, ή, όν (ὄρος) hilly, mountainous (so Hdt.+; ins, pap, LXX, EpArist, Philo, Joseph.) ἡ ὀρεινή (sc. χώρα, which is added in Hdt. 1, 110; X., Cyr. 1, 3, 3; SIG 633, 78.—ἡ ὀρεινή alone e.g. in Aristot., HA 5, 28, 4 and oft. in LXX; Philo, Aet. M. 63) hill country, mountainous region πορεύεσθαι εἰς τὴν ὀρ. go into the hill country Lk 1:39 (cp. Jos., Bell. 4, 451); ἀνέβη ἐν τῇ ὀρ. GJs 22:3. ἐν ὅλῃ τῇ ὀρ. τῆς Ἰουδαίας in all the hill country of Judea vs. 65 (Jos., Ant. 5, 128 ὀρ. τῆς Χαναναίας; 12, 7 ἀπὸ τ. ὀρεινῆς Ἰουδαίας). GJs 16:2 v.l. (for ἔρημον).—DELG s.v. ὄρος. M-M. -
8 ὀρεινός
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > ὀρεινός
-
9 ορεινός
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > ορεινός
-
10 ορεινός
-
11 ὀρεινός
гористый, горный.Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > ὀρεινός
-
12 ὀρεινός
-ή,-όν + A 4-17-2-1-18=42 Gn 14,10; Nm 13,29; Dt 2,37; 11,11; Jos 2,16mountainous, of mountains Dt 11,11; ἡ ὀρεινή (sc. χώρα) mountainous country, hill country Gn 14,10 -
13 ορεινός
[оринос] επ горный, гористый. -
14 ορεινός
montagneux -
15 ορεινός
górzysty przym. -
16 ορεινός
hornatý -
17 ορεινός
mountainousΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > ορεινός
-
18 ορεινά
ὀρεινόςmountainous: neut nom /voc /acc plὀρεινά̱, ὀρεινόςmountainous: fem nom /voc /acc dualὀρεινά̱, ὀρεινόςmountainous: fem nom /voc sg (doric aeolic) -
19 ὀρεινά
ὀρεινόςmountainous: neut nom /voc /acc plὀρεινά̱, ὀρεινόςmountainous: fem nom /voc /acc dualὀρεινά̱, ὀρεινόςmountainous: fem nom /voc sg (doric aeolic) -
20 ορεστερος
См. также в других словарях:
ὀρεινός — mountainous masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ορεινός — ή, ό (Α ὀρεινός, ή, όν) 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στα όρη («ορεινό κλίμα») 2. αυτός που κατοικεί στα όρη, βουνήσιος («ἐν τοῑς ὀρεινοῑς Θραξὶ πλησίον κατεσκήνησαν», Ξεν.) 3. (για τόπο) γεμάτος όρη νεοελλ. 1. (το αρσ. και το θηλ. ως ουσ.) ο… … Dictionary of Greek
ορεινός — ή, ό 1. αυτός που ανήκει στο όρος ή είναι του όρους: Ορεινό κλίμα. 2. αυτός που έχει πολλά βουνά: Ορεινή χώρα. 3. αυτός που μένει στα όρη, αλλ. ορεσίβιος, βουνίσιος: Ορεινοί κάτοικοι της περιοχής … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Κεντρικός Ορεινός Όγκος ή Κεντρικό Υψίπεδο — (MassifCentral). Εκτεταμένη ορεινή περιοχή της νοτιοκεντρικής Γαλλίας. Ορίζεται από τη λεκάνη του Παρισιού στα Β, τη λεκάνη της Ακουιτανίας στα Δ και από τις κοιλάδες του Σον και του Ροδανού στα Α. Πρόκειται για παλαιοζωικό ορεινό όγκο, ο οποίος… … Dictionary of Greek
ὀρεινά — ὀρεινός mountainous neut nom/voc/acc pl ὀρεινά̱ , ὀρεινός mountainous fem nom/voc/acc dual ὀρεινά̱ , ὀρεινός mountainous fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Βοσκοχώρι — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 770 μ., 169 κάτ.) του νομού Κοζάνης. Βρίσκεται στα ανατολικά του νομού και υπάγεται πλέον διοικητικά στον δήμο Ελλησπόντου. Ορεινός βοσκότοπος κοντά στο Μπουρούντι της Αφρικής … Dictionary of Greek
Καλλιάνι — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 520 μ., 401 κάτ.) στην πρώην επαρχία Γορτυνίας του νομού Αρκαδίας. Βρίσκεται στο βορειοδυτικό τμήμα του νομού, 86 χλμ. ΒΔ της Τρίπολης. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Τροπαίων. Ο ορεινός οικισμός Καλλιάνι … Dictionary of Greek
Κλημέντι — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 960 μ., 323 κάτ.) του νομού Κορινθίας. Βρίσκεται στο δυτικό τμήμα του νομού, 47 χλμ. Δ της Κορίνθου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Σικυωνίων. Ο ορεινός οικισμός Κλημέντι της Κορινθίας … Dictionary of Greek
Λάκκοι — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 500 μ., 356 κάτ.) στην πρώην επαρχία Κυδωνίας του νομού Χανίων. Βρίσκεται σχεδόν στο κέντρο του νομού, 24 χλμ. ΝΔ της πόλης των Χανίων. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Μουσούρων. Ιστορία. Τον Οκτώβριο του 1527 οι Λ.… … Dictionary of Greek
Λιδορίκι — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 560 μ, 881 κάτ.) στην πρώην επαρχία Δωρίδος του νομού Φωκίδος. Βρίσκεται σχεδόν στο κέντρο του νομού, στις νοτιοδυτικές απολήξεις του όρους Γκιώνα, 47 χλμ. Δ της Άμφισσας. Αποτελεί έδρα του ομώνυμου δήμου. Ιστορία. Το Λ.… … Dictionary of Greek
Λογγάστρα — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 540 μ., 294 κάτ.) στην πρώην επαρχία Λακεδαίμονος του νομού Λακωνίας. Βρίσκεται στο βορειοδυτικό τμήμα του νομού, 11 χλμ. ΒΔ της Σπάρτης. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Μιστρά. Ο ορεινός οικισμός Λογγάστρα, στις ανατολικές… … Dictionary of Greek