-
1 πετάς
πετᾶ̱ς, πετάννυμιfly: fut ind act 2nd sg (doric)πετᾶ̱ς, πετάννυμιfly: pres ind act 2nd sg (doric)πετᾶ̱ς, πετάωfly: pres ind act 2nd sg (doric)πετᾶ̱ς, πετάζωfut ind act 2nd sg (doric)——————πετάννυμιfly: fut ind act 2nd sg (epic)πετάννυμιfly: pres subj act 2nd sgπετάννυμιfly: pres ind act 2nd sg (epic)πετάωfly: pres subj act 2nd sgπετάωfly: pres ind act 2nd sg (epic)πετάζωfut ind act 2nd sg (epic) -
2 πετᾶς
Βλ. λ. πετάς -
3 πετᾷς
Βλ. λ. πετάς -
4 πεταυρισμός
πεταυρισμός, [suff] πετᾰς-ιστής, [suff] πέτᾰς-ον, later forms for πετευρ- found in Phot., Suid., also as vv.ll. and in Latin derivatives ; cf. [full] παίταυρα and [full] πέταυρα, expld. by σίγνα (Lat.A signa), Hsch.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πεταυρισμός
-
5 ὑψιπέτης
A high-flying, soaring,αἰετός Il.12.201
, 219, Od.20.243;ὑψιπετᾶν ἀνέμων Pi.P.3.105
;γενοίμαν αἰετὸς ὑψιπέτας S.Fr. 476
= Ar. Av. 1337 (lyr.): [comp] Comp.- έστερος Herm.
ap. Stob.1.49.45:—some unnamed Gramm. (in opposition to Aristarchus) wrote ὑψιπετῆς ([var] contr. from ὑψιπετήεις), v. Sch. A Il.12.201; the acc. sg. ὑψιπετῆ ὄρνιθα in Ant. Lib.16.2 belongs in sense to this word, in form to the next.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὑψιπέτης
-
6 πέτομαι
Grammatical information: v.Meaning: `to fly' (Il.).Other forms: Aor. πτάσθαι, πτέσθαι (all Il.); to this pres. πέταμαι (poet. since Sapph., Arist.) with aor. πετασθῆναι (Arist., LXX), ἴπταμαι (late; s. v.); aor. act. πτῆναι, ptc. πτάς etc. (poet. Hes., also hell. prose); fut. πτήσομαι (IA.), πετήσομαι (Ar.), perf. κατ-έπτηκα (Men.).Compounds: Very often w. prefix, e.g. ἀνα-, ἀπο-, δια-, εἰσ-, ἐκ-, κατα-, ὑπερ-. Compounds: a. - πέτης, Dor. - πέτας m.., e.g. ὑψι-πέτης, - ας m. `flying high' (Hom., Pi.), enlarged - ήεις (Hom.); b. - πετής, e.g. ὑπερπετ-ής `flying over' (hell.); c. ἐκπετ-ήσιμος `ready to fly' (Ar. a.o.; hypothesis on the formation in Arbenz 60); d. ἀερσι-πότης and - πότη-τος `flying high' (Hes., AP, Norm.); in spite of Fraenkel Nom. ag. 2, 95 rather to ποτάομαι as from ποτή.Derivatives: 1. ποτή f. `flying, flight' (ε 337, h. Merc. 544 [v. l. πτερύγεσσι]); 2. πτῆσις f. `id.' (A., Arist.) with πτήσιμος (Jul.; Arbenz 61); πτῆμα n. `id.' (Suid.). 3. Adj. w. νο-suffix: a. πτηνός, Dor. πτᾱνός `winged, fledged' (Pi., trag., Pl.); b. πετεινός, - ηνός `id.' (Thgn.; Πετήνη Att. shipsname [inscr.]), hardly from *πέτος (cf. Chantraine Form. 196, Benveniste Origines 14), but rather direct from πέτομαι after φαεινός, ὀρεινός a.o.; πετηνός after πτηνός?; c. πετε-ηνός, - εινός `id.' (Il.), w. diektasis (Risch $ 35 d); d. ποτᾱνός `id.' (Pi., Epich., trag. in lyr.; - ηνός ep. poetry in Pl. Phdr. 252 b), prob. rather after ποτάομαι as with Detschew KZ 63, 228 from the rare ποτή. -- 4. Deverbat.: ποτάομαι, - έομαι, also w. ἀμφι-, περι-, ἐκ- a.o., `to fly, to flap' (Il.); πωτάομαι, also w. ἐκ-, ἐπι-, ὑπερ-, `id.' (Μ 287, h. Ap. 442 a.o.; cf. Schwyzer 719 n. 3); to this πωτήεις `flapping' (Nonn.), also πωτήματα pl. `flight' (A. Eu. 250; usu. with Dindorf corrected in ποτ-). -- On πτερόν, πτέρυξ s. vv.Etymology: Beside the thematic πέτ-ο-μαι, πτ-έ-σθαι stands the athematic zero grade root-aorist πτά-σθαι, ἔ-πτα-το, πτά-μενος wie φθά-μενος ( φθί-μενος, φθί-σθαι, ἔ-φθι-το). The corresponding full grade in πτῆ-ναι, ἔ-πτᾱ-ν, πτή-σομαι can be old (s. however below). More doubtful is the originality of the disyll. πέτα-μαι, as analogy to πτά-σθαι after πτέ-σθαι: πέτο-μαι may be considered. Certain innovations are ἴπταμαι (after ἵσταμαι) and πετή-σομαι (after πέτομαι). Details w. lit. in Schwyzer 742 a. 681 w. n. 9. -- With πέτομαι agree formally, partly also semantically, Skt., OIr., Lat. a. Celt. forms, e.g. Skt. pátati, Av. pataiti `fly, fall, attack, hurry etc.', Lat. petō `move somewhere, hurry, look for, desire', OWelsh hedant `volant'; doubtful on the contrary the in any case diff. built Hitt. piddāi- (pittii̯ami, pittāizzi usw.) `run, hurry, flee'. Thus ποτέομαι and Skt. patáyati `fly, hurry' agree; however πωτάομαι is independent of Skt. pātáyati `let fall, throw down'. Further the Greek a. Skt. systems are apart. Beside the zero grade thematic Aorist πτ-έσθαι, ἐ-πτ-όμην stands in Skt. an also zero grade and thematic but reduplicated aor. a-pa-pt-at. The zero grade πτᾰ- in πτά-σθαι is found in forms like pa-pti-ma (pf. 1. pl.) (IE pth₂-); the corresponding full grade ptā- is however not represented in Skt. (so πτῆ-ναι analogical after φθῆ-ναι, στῆ-ναι a.o.?, Schwyzer 742). Thus the disyll. πετᾰ- in πέτα-μαι and pati- (e.g. fut. pati-ṣyáti) go without historical connection side by side. -- Further forms w. rich lit. in WP. 2, 19ff., Pok. 825f., W.-Hofmann s. petō. Cf. πίπτω, not πίτυλος.Page in Frisk: 2,521-522Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > πέτομαι
См. также в других словарях:
Πέτας — I Επώνυμο 2 Ελλήνων ζωγράφων. 1. Αντώνιος (1862 – 1917). Αθηναίος ζωγράφος. Σπούδασε στο Πολυτεχνείο της Αθήνας και ειδικεύτηκε στη διακοσμητική, όπου και διακρίθηκε. Με λεπτή τέχνη και καλαισθησία, διακόσμησε πολλά δημόσια και ιδιωτικά μέγαρα… … Dictionary of Greek
Πέτας — Sp Pètas Ap Πέτας/Petas L C Graikija … Pasaulio vietovardžiai. Internetinė duomenų bazė
πετᾶς — πετᾶ̱ς , πετάννυμι fly fut ind act 2nd sg (doric) πετᾶ̱ς , πετάννυμι fly pres ind act 2nd sg (doric) πετᾶ̱ς , πετάω fly pres ind act 2nd sg (doric) πετᾶ̱ς , πετάζω fut ind act 2nd sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πετᾷς — πετάννυμι fly fut ind act 2nd sg (epic) πετάννυμι fly pres subj act 2nd sg πετάννυμι fly pres ind act 2nd sg (epic) πετάω fly pres subj act 2nd sg πετάω fly pres ind act 2nd sg (epic) πετάζω fut ind act 2nd sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Πέτας, Ιωάννης — Αγωνιστής της Επανάστασης, από τη Ζάκυνθο. Πήγε στο Παρίσι όπου γράφτηκε στην εκεί ιατρική σχολή. Στην Επανάσταση κατατάχτηκε στον Ιερό Λόχο του Υψηλάντη. Πήρε επίσης μέρος στην πολιορκία της Τρίπολης υπό τον Θ. Κολοκοτρώνη. Το 1822, με το βαθμό… … Dictionary of Greek
πετώ — πετῶ, άω, ΝΜ 1. ίπταμαι, μετακινούμαι κουνώντας ρυθμικά τα φτερά μου («όταν πετά και κελαηδεί») 2. μτφ. κινούμαι ολοταχώς («οι λογισμοί πετάξανε, στον ουρανό εφτάσα», Ερωτ.) 3. βαδίζω γρήγορα, τρέχοντας («επετούσαν προς την οικίαν εκείνην», Παπαδ … Dictionary of Greek
τρίστρατο — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 50 μ.), στην πρώην επαρχία Άργους, του νομού Αργολίδας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Ίναχου. * * * το, Ν σταυροδρόμι, συμβολή τριών οδών («Γιατί μέ δέρνεις, μάνα μου, γιατί μέ παραπαίρνεις / και μέ πετάς στα τρίστρατα σαν … Dictionary of Greek
Άρτης, νομός — Νομός (1.612 τ. χλμ., 78.134 κάτ.) της περιφέρειας Ηπείρου, στο νοτιοανατολικό τμήμα της. Συνορεύει στα Β με τον νομό Ιωαννίνων, στα Δ με τον νομό Πρεβέζης, στα Α με τους νομούς Τρικάλων και Καρδίτσης, στα Ν με τον νομό Αιτωλοακαρνανίας και… … Dictionary of Greek
Παραλογγοί — Oρεινός οικισμός (υψόμ. 800 μ.) στην πρώην επαρχία Γορτυνίας του νομού Αρκαδίας. Είναι έδρα του ομώνυμου δήμου (16 τ. χλμ.), στον οποία υπάγεται ο οικισμός Πέτας (υψόμ. 750 μ.) και ο οικισμός Άγ. Νικόλαος … Dictionary of Greek
Petas — Sp Pètas Ap Πέτας/Petas L C Graikija … Pasaulio vietovardžiai. Internetinė duomenų bazė
σκουπίδι — το 1. πράγμα ακάθαρτο που ρυπαίνει: Μην πετάς τα σκουπίδια όπου να ναι. 2. φρ., «Με έκανε σκουπίδι», με εξευτέλισε … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)