Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

πέτας

См. также в других словарях:

  • Πέτας — I Επώνυμο 2 Ελλήνων ζωγράφων. 1. Αντώνιος (1862 – 1917). Αθηναίος ζωγράφος. Σπούδασε στο Πολυτεχνείο της Αθήνας και ειδικεύτηκε στη διακοσμητική, όπου και διακρίθηκε. Με λεπτή τέχνη και καλαισθησία, διακόσμησε πολλά δημόσια και ιδιωτικά μέγαρα… …   Dictionary of Greek

  • Πέτας — Sp Pètas Ap Πέτας/Petas L C Graikija …   Pasaulio vietovardžiai. Internetinė duomenų bazė

  • πετᾶς — πετᾶ̱ς , πετάννυμι fly fut ind act 2nd sg (doric) πετᾶ̱ς , πετάννυμι fly pres ind act 2nd sg (doric) πετᾶ̱ς , πετάω fly pres ind act 2nd sg (doric) πετᾶ̱ς , πετάζω fut ind act 2nd sg (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πετᾷς — πετάννυμι fly fut ind act 2nd sg (epic) πετάννυμι fly pres subj act 2nd sg πετάννυμι fly pres ind act 2nd sg (epic) πετάω fly pres subj act 2nd sg πετάω fly pres ind act 2nd sg (epic) πετάζω fut ind act 2nd sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Πέτας, Ιωάννης — Αγωνιστής της Επανάστασης, από τη Ζάκυνθο. Πήγε στο Παρίσι όπου γράφτηκε στην εκεί ιατρική σχολή. Στην Επανάσταση κατατάχτηκε στον Ιερό Λόχο του Υψηλάντη. Πήρε επίσης μέρος στην πολιορκία της Τρίπολης υπό τον Θ. Κολοκοτρώνη. Το 1822, με το βαθμό… …   Dictionary of Greek

  • πετώ — πετῶ, άω, ΝΜ 1. ίπταμαι, μετακινούμαι κουνώντας ρυθμικά τα φτερά μου («όταν πετά και κελαηδεί») 2. μτφ. κινούμαι ολοταχώς («οι λογισμοί πετάξανε, στον ουρανό εφτάσα», Ερωτ.) 3. βαδίζω γρήγορα, τρέχοντας («επετούσαν προς την οικίαν εκείνην», Παπαδ …   Dictionary of Greek

  • τρίστρατο — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 50 μ.), στην πρώην επαρχία Άργους, του νομού Αργολίδας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Ίναχου. * * * το, Ν σταυροδρόμι, συμβολή τριών οδών («Γιατί μέ δέρνεις, μάνα μου, γιατί μέ παραπαίρνεις / και μέ πετάς στα τρίστρατα σαν …   Dictionary of Greek

  • Άρτης, νομός — Νομός (1.612 τ. χλμ., 78.134 κάτ.) της περιφέρειας Ηπείρου, στο νοτιοανατολικό τμήμα της. Συνορεύει στα Β με τον νομό Ιωαννίνων, στα Δ με τον νομό Πρεβέζης, στα Α με τους νομούς Τρικάλων και Καρδίτσης, στα Ν με τον νομό Αιτωλοακαρνανίας και… …   Dictionary of Greek

  • Παραλογγοί — Oρεινός οικισμός (υψόμ. 800 μ.) στην πρώην επαρχία Γορτυνίας του νομού Αρκαδίας. Είναι έδρα του ομώνυμου δήμου (16 τ. χλμ.), στον οποία υπάγεται ο οικισμός Πέτας (υψόμ. 750 μ.) και ο οικισμός Άγ. Νικόλαος …   Dictionary of Greek

  • Petas — Sp Pètas Ap Πέτας/Petas L C Graikija …   Pasaulio vietovardžiai. Internetinė duomenų bazė

  • σκουπίδι — το 1. πράγμα ακάθαρτο που ρυπαίνει: Μην πετάς τα σκουπίδια όπου να ναι. 2. φρ., «Με έκανε σκουπίδι», με εξευτέλισε …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»