-
1 δεσπότ'
δεσπότα, δεσπότηςmaster: masc voc sgδεσπότα, δεσπότηςmaster: masc nom sg (epic)δεσπόται, δεσπότηςmaster: masc nom /voc plδεσπότᾱͅ, δεσπότηςmaster: masc dat sg (doric aeolic)δεσπότι, δεσπότιςfem voc sg -
2 δέσποτ'
δέσποτα, δεσπότηςmaster: masc voc sg -
3 δεσπότης
Aδεσπότεα Hdt.1.91
, al., Luc.Syr.D.25:—master, lord, prop. the master of the house,δόμων A.Eu.60
, etc.; : pl., of a family, Id.Ag.32, Ch.53, 82(lyr.); in respect of slaves, Pl.Prm. 133d;δοῦλοι καὶ δ. οὐκ ἄν ποτε γένοιντο φίλοι Id.Lg. 757a
, etc.;δ. καὶ δοῦλος Arist.Pol. 1253b6
, cf. 1278b35;ὦ δέσποτ' ἄναξ Ar. Pax90
(anap.); ὦναξ δέσποτα ib. 389, Fr. 598;δέσποτ' ἄναξ Men. 312.5
.2 despot, absolute ruler, Hdt.3.89, Th.6.77;τύραννος καὶ δ. Pl.Lg. 859a
; of the Roman Emperors, Ph.2.568, D.C.55.12, Hdn.1.6.4;γᾶς καὶ θαλάσσας δ. IG12(2).216
([place name] Mytilene).4 dominant planet, Vett. Val.5.16.II generally, master, lord, owner, κώμου, ναῶν, Pi.O.6.18, P.4.207;μαντευμάτων A.Th.27
;τῶν Ἡρακλείων ὅπλων S.Ph. 262
; ἑπτὰ δεσποτῶν, of the seven Chiefs against Thebes, E.Supp. 636;τοῦ ὄρτυγος Poll.9.108
.—Not in Hom. (for metrical reasons), though he uses δέσποινα in Od. (Prob. for δεμσποτ- 'lord of the house', cf. δόμος.)Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δεσπότης
-
4 δεσποτεία
δεσποτ-εία, ἡ,A the power of a master over slaves, or the relation of master to slaves, Pl.Prm. 133e, Arist.Pol. 1253b18, 1278b32; of husband over wife, Ph.1.40, cf. 151.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δεσποτεία
-
5 δεσπότειος
A = δεσπόσυνος, Lyc.1183.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δεσπότειος
-
6 δεσπότειρα
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δεσπότειρα
-
7 δεσποτεύω
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δεσποτεύω
-
8 δεσποτέω
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δεσποτέω
-
9 δεσποτίδιον
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δεσποτίδιον
-
10 δεσποτικός
A of or for a master, συμφοραί misfortunes that befall one's master, X.Cyr.7.5.64; δίκαιον a master's right, Arist.EN 134b8;ὑπομένειν τὴν δ. ἀρχήν Id.Pol. 1285a22
; ἡ δ., = δεσποτεία, ib. 1259a37;τὸ δ. Pl.Lg. 697c
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δεσποτικός
-
11 δεσποτίσκος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δεσποτίσκος
-
12 δέσποτις
δέσποτ-ις, ἡ,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δέσποτις
-
13 δεσπότρια
δεσπότ-ρια, ἡ,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δεσπότρια
-
14 δεσπότης
δεσπότης, ὁ, acc. δεσπότεα Her. 1, 11. 91, plur. δεσπότεας 1, 111 als v. l., voc. δέσποτα oft comic.; 1) der Gebieter, Hausherr, im Ggstz des Gesindes, der Sclaven, δόμων Aesch. Eum. 60; οἰκίας Plat. Legg. XII, 954 b; = οἰκονόμος Polit. 259 b; Ggstz δοῠλος Parm. 133 d u. öfter; ἐξ οἰκέτου δεσπότης προϊών Luc. Nigr. 20; die Sclaven reden den Herrn an ὦ δέσποτ' ἄναξ, ὦναξ δέσποτα, Ar. Vesp. 875 u. öfter; Ath. XI, 485 a. – 2) Besitzer, Eigenthümer, Herr einer Sache, ἵππου Pind. Ol. 1, 22; μαντευμάτων Aesch. Spt. 27; Ἡρακλείων ὅπλων Soph. Phil. 262; τῆς δυνάμεως Ar. Plut. 201; Xen. Mem. 2, 7, 13 u. Sp. – 3) unumschränkter Herrscher, von den Perserkönigen, Her. 3, 89. Die Griechen nennen nur die Götter so, Eur. Hipp. 88; Xen. An. 3, 2, 8; Οὐλύμπου Pind. N. 1, 13; vgl. Plat. Euthyde 302 Phaed. 65 b; ἔρως Phaedr. 265 c; ἐλευϑερία u. τὸ μηδένα ἔχειν δεσπότην gleich, Dem. 18, 296; das Gesetz ist δεσπότης, Her. 7, 104; ὁ δῆμος δεσπότης καὶ κύριος ἁπάντων Dem. 13, 31. Uebertr., ὕπνος Xen. Ages. 5, 2; ἡδοναί Mem. 4, 5, 4.
-
15 ἀγυιεύς
ἀγυιεύς, έως, ὁ, Apollo als Schirmherr der Straßen, Eur. Phoen. 634; Orac. bei Dem. 43, 66, vgl. 21, 52; dessen Altäre und rohe Bildsäulen, ὀβελίσκοι, vor den Hausthüren aufgestellt waren; γεῖτον Ἀγυιεῦ τοὐμοῠ προϑύρου Ar. Vesp. 875; vgl. Th. 489; ὦ δέσποτ' Ἀγυιεῠ Phereer. bei Schol. Ar. Vesp.; dessen Altar βωμὸς ἀγ., Soph. frg. 301; Harpocr. erkl. οἱ πρὸ τῶν οἰκιῶν βωμοί, κίων εἰς ὀξὺ λήγων, ὃν ἱστᾶσι πρὸ τῶν ϑυρῶν; an diesem brachte man Opfer dar, was κνισᾶν ἀγυιᾶς heißt, Ar. Av. 1233; vgl. Dem. 21, 51 (wo ἀγυιάς steht, vgl. Harpocr., der auch beide Accentuationen anführt).
-
16 Βάκχειος
Βάκχ-ειος or [full] Βακχεῖος, α, ον, also [full] Βάκχιος, α, ον (to suit the metre), fem. ος Luc.Ocyp. 171:—A of or belonging to Bacchus and his rites,βότρυς S.Fr.255.2
; (lyr.);ῥυθμός X.Smp.9.3
, etc.: hence, frenzied, rapt,Β. Διόνυσος h.Hom.19.46
, cf. Hdt.4.79; ὁΒ. θεός S.OT 1105
(lyr.);Βάκχειε δεσπότ' Ar.Th. 988
(lyr.), cf. IG4.558.20 ([place name] Argos), etc.; τὸν Β. ἄνακτα, of Aeschylus, Ar.Ra. 1259.II as Subst., Βάκχιος, ὁ, = Βάκχος, S.Ant. 154 (lyr.), E.Cyc.9:—also, = οἶνος, Id.IT 953, Cyc. 519, Antiph. 237.3 Βακχεῖος (sc. πούς), ὁ, the bacchius, a metrical foot of three syllables, ¯ ¯ ?ΒάκχειοςX, D.H.Comp.17 (opp. ὑποβ. ?ΒάκχειοςX ¯ ¯); but later ?ΒάκχειοςX ¯ ¯, Heph.3 (opp. παλιμβ. ¯ ¯ ?ΒάκχειοςX), etc.; also β. ἀπὸ τροχαίου ( ¯ ?ΒάκχειοςX ?ΒάκχειοςX ¯), ἀπ' ἰάμβου (?ΒάκχειοςX ¯ ¯ ?ΒάκχειοςX), Aristid.Quint. 1.17, cf. Anon.Rhythm.Oxy. 9 iii 12; = ?ΒάκχειοςX ?ΒάκχειοςX ¯ ¯, Bacch.Harm. 101.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > Βάκχειος
-
17 ζωγρέω
A take, save alive, take captive instead of killing,ζώγρει, Ἀτρέος υἱέ, σὺ δ' ἄξια δέξαι ἄποινα Il.6.46
, cf. 10.378, Hdt.1.86, etc.;εἷλε.. καὶ ἐζώγρησε Id.3.52
;τοὺς μὲν ἀπέκτειναν, τινὰς δὲ καὶ ἐζώγρησαν Th.2.92
; ; πλὴν μηδαμῇ μηδαμῶς ζωγροῦντας provided that they do not spare him alive, Pl.Lg. 868c; opp. διαφθείρειν, ἀποκτεῖναι, Plb.3.84.10, LXXNu.31.18: metaph.,ἀνθρώπους ἔσῃ ζωγρῶν Ev.Luc. 5.10
; of ships, :—[voice] Pass., Hdt.1.66,5.77.II restore to life and strength, revive, (quoted by Aret.CA2.3); preserve alive,ζώγρει, δέσποτ' ἄναξ, τὸν σὸν ναετῆρα Epigr.Gr.841.7
(Thrace, ii A.D.). -
18 σέβας
σέβ-ας, τό, only nom., acc., and voc. sg.; pl.A , as if from σέβος, τό: ([etym.] σέβομαι):— reverential awe, which prevents one from doing something disgraceful (cf. σέβομαι), σ. δέ σε θυμὸν ἱκέσθω Πάτροκλον Τρῳῇσι κυσὶν μέλπηθρα γενέσθαι Il.18.178
;αἰδώς τε σ. τε h.Cer. 190
; also awe with a notion of wonder,σ. μ' ἔχει εἰσορόωντα Od.3.123
, 4.75, cf. 142, etc.: generally, reverence, worship, honour,σ. ἀφίσταται A.Ch.54
(lyr.);σ. τὸ πρὸς θεῶν Id.Supp. 396
(lyr.): c. gen. objecti, Διὸς σέβας reverence for him, Id.Ch. 645 (lyr.): c. gen. subjecti,πάγος ἄρειος, ἐν δὲ τῷ σ. ἀστῶν Id.Eu. 690
; so εἰ. περ ἴσχει Ζεὺς ἔτ' ἐξ ἐμοῦ ς. S.Ant. 304.II after Hom., the object of reverential awe, holiness, majesty,σ. Τροΐας Sapph.Supp.5.9
;δαιμόνων σ. A.Supp. 85
(lyr.); γᾶ, πάνδικον ς. ib. 776 (lyr.); θεῶν σέβη ib. 755, cf. E.Med. 752; Ἥλιε,.. Θρῃξὶ πρέσβιστον ς. (as Bothe and Lob. for σέλας) S.Fr. 582; σ. ἐμπόρων, of a funeral mound serving as a land-mark, E.Alc. 999 (lyr.): hence periphr. of reverend persons, ὦ μητρὸς ἐμῆς ς. A.Pr. 1091 (anap.); σ. κηρύκων, of Hermes, Id.Ag. 515;σ. ὦ δέσποτ' Id.Ch. 157
(lyr.), cf. E.IA 633; Πειθοῦς ς. A.Eu. 885; τοκέων ς. ib. 546 (lyr.); Ζηνὸς ς. S.Ph. 1289; of things,σ. μηρῶν A.Fr. 135
; ;σ. ἀρρήτων ἱερῶν Ar.Nu. 302
.2 object of awestruck wonder,σ. πᾶσιν ἰδέσθαι h.Cer.10
: πᾶσι τοῖς ἐκεῖ σέβας, of Orestes, S.El. 685; of the arms of Achilles, Id.Ph. 402 (lyr.). -
19 ἀήρ
A Aër.6,al., Aret. CA2.3; [dialect] Aeol. [full] αὐήρ Sch.Pi.P.2.52; [dialect] Dor. [full] ἀβήρ (i.e. ἀϜήρ) Hsch.:— fem. in Hom. and Hes. (exc. Op. 549), Anaxag. ap. Thphr.Sens.30; from Hdt downwds. masc. (Il.5.776, 8.50, h.Cer. 383 cannot be quoted for the masc. usage, since there πουλύς and βαθύς need not be masc.):—in Hom. and Hes. always mist, haze, not (as Aristarch.) lower air (opp. αἰθήρ, q.v.);[ἐλάτη] μακροτάτη πεφυυῖα δι' ἠέρος αἰθέρ' ἵκανεν Il.14.288
, cf. Anaxag.1, Ar.Nu. 264sq.;περὶ δ' ἠέρα πουλὺν ἔχευεν Il.5.776
, cf. 3.381, 8.50; ;τρὶς δ' ἠέρα τύψε βαθεῖαν 20.446
; rare in Prose, Hp. l.c.2 later, generally, air, Anaxim.1, Emp.17.18, S.El.87, Ar. Av. 187, 694, etc.; πρὸς τὸν ἀέρα διατρίβειν in the open air, Ar.Nu. 198, cf. Teles p.11.3 H., Luc.Anach.24;τὸν ἀέρ' ἕλκειν καθαρόν Philyll.20
, cf. Philem.119;ἔσπασας τὸν ἀ. τὸν κοινόν Men.531.7
;ἀέρα δέρειν 1 Ep.Cor.9.26
; εἰς ἀέρᾳ λαλεῖν ib.14.9:—in pl., Pl.Phd. 98c, 98d; climates, Hp.Aër. tit., cf. Men.Rh.p.383 S.; of mephitic exhalations, Str.5.4.5.3 personified,ὦ δέσποτ' ἄναξ ἀμέτ ρητ' Ἀ. Ar.Nu. 264
;Ἀ. ὃν ἄν τις ὀνομάσειε καὶ Δία Philem.91.4
, cf. Diph.126.6.II hot-air room in baths, Gal.11.14. -
20 ἄναξ
Aϝάναξ IG4.236
([place name] Corinth), etc., cf.ϝάνακες 4.564
([place name] Argos)):—lord, master,1 of the gods, esp. Apollo,ἄγουσι δὲ δῶρα Ἄνακτι Il.1.390
, al.;ὁ Πύθιος ἄναξ A.Ag. 509
; ἄναξ Ἄπολλον ib. 513, Eu.85, etc.;ὦναξ Ἄπ. S.OT80
; ὦναξ without Ἄπολλον, Hdt.1.159, 4.150, al.; of Zeus, Hom. only in voc.,Ζεῦ ἄνα Il.3.351
, 16.233; ;ἄναξ ἀνάκτων.. Ζεῦ Id.Supp. 524
;μὰ τὸν Δία τὸν Ἄνακτα D.35.40
; Poseidon, A.Th. 130; ὦ δέσποτ' ἄναξ, of Ἀήρ, Ar.Nu. 264; of Apollo Ἀγυιεύς, Id.V. 875; ὦναξ δέσποτα, of Πλοῦτος, Id.Pl. 748; esp. of the Dioscuri, cf. Ἄνακες, Ἄνακοι; of all the gods,πάντων ἀνάκτων.. κοινοβωμίαν A.Supp. 222
, cf. Pi.O. 10(11).49.—The irreg. voc. ἄνα (q. v.) is never addressed save to gods; ὦναξ is freq. in Trag. and Com.II of the Homeric heroes, esp. of Agamemnon, as general-in-chiefἄναξ ἀνδρῶν Ἀ. Il.1.442
, al. (so Euphetes 15.532, while Ortilochos is called ):—also as a title of rank, e.g. of Teiresias, Od.11.144, 151, S.OT 284; of the sons or brothers of kings (υἱεῖς τοῦ βασιλέως καὶ οἱ ἀδελφοὶ καλοῦνται ἄνακτες Arist.Fr. 526
, cf. Isoc.9.72, Clearch. 25, and so of Creon, S.OT85, cf. 911), and esp. of kings, as Xerxes, A.Pers.5, Darius, ib. 787, cf. Ag.42, E.Ph.17, Or. 349, etc.; βασιλῆι ἄνακτι lord king, Od.20.194; of the emperors,θεοὶ ἄνακτες IG14.2012A2
, 4.1475 (Epid.).III master of the house,οἴκοιο ἄναξ Od.1.397
;ἀμφὶ ἄνακτα κύνες 10.216
; as denoting the relation of master to slave, freq. in Od.;ἄναξ, θεοὺς γὰρ δεσπότας καλεῖν χρεών E.Hipp.88
; of the Cyclops, as owner of flocks, Od.9.440.
См. также в других словарях:
δεσπότ' — δεσπότα , δεσπότης master masc voc sg δεσπότα , δεσπότης master masc nom sg (epic) δεσπόται , δεσπότης master masc nom/voc pl δεσπότᾱͅ , δεσπότης master masc dat sg (doric aeolic) δεσπότι , δεσπότις fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δέσποτ' — δέσποτα , δεσπότης master masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
DEIPARA — Graece Θεοτόκος, vide infra Mart. in Byzantinorum Impp. nummis, utpote Patrona ac Tutatrix urbis CP. habita, frequenter conspicitur. In eorum enim aereis primum litera M. cum subiecta litera A. Mariam omnino seu Deiparam, denotavit; quam in… … Hofmann J. Lexicon universale
Hospodar, der — Der Hospodār, des en, plur. die en, ein Titel, welchen heut zu Tage noch die von der Pforte abhängenden Fürsten der Moldau und Wallachey führen, und welcher aus dem Griech. δεσποτƞς verderbt ist, so wie das Russische Gospodi, Gott, und Gossodar,… … Grammatisch-kritisches Wörterbuch der Hochdeutschen Mundart
NUBES — in Sacris, a Deo saepius adhibita reperitur, cum Populo suo placuit se manifestare. Inprimis mamorabilis fuit Columna Nubis, quâ Aegyptô egressos Israelitas Deus per desertum duxit. Exod. c. 13. v. 21, 22. Dominus autem praecedebat eos, ad… … Hofmann J. Lexicon universale
δεσπόζω — (AM δεσπόζω) 1. είμαι δεσπότης, απόλυτος κύριος, εξουσιάζω 2. επιβάλλομαι σε κάποια αδυναμία μου, ελέγχω κάποιο ελάττωμά μου νεοελλ. 1. είμαι ο σπουδαιότερος, ο σημαντικότερος («αυτό το θέμα δεσπόζει στις συνομιλίες») 2. (για τόπους) βρίσκομαι… … Dictionary of Greek
καπετανάτο(ν) — το (επί τουρκοκρατίας) 1. το αξίωμα και η δικαιοδοσία τού καπετάνιου, τού οπλαρχηγού 2. η εδαφική περιοχή όπου ασκούσε την εξουσία του ο καπετάνιος 3. ασύδοτη και καταπιεστική διοίκηση («καπετανάτο έχουμε εδώ πέρα;») 4. συν. στον πληθ. τα… … Dictionary of Greek
νιάτα — Μεγάλος ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 320 μ.) στην πρώην επαρχία Επιδαύρου Λιμηράς του νομού Λακωνίας. Βρίσκεται στα Β των Μολάων. * * * και νιότα και νεότα, τα (Μ νιάτα και νεάτα και νιότα) νεανική ηλικία, νεότητα, νιότη νεοελλ. 1. η νεολαία («δεν… … Dictionary of Greek
πρωτάτο — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 38 μ.), στην πρώην επαρχία Σαπών, του νομού Ροδόπης. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Σαπών. * * * το, Ν 1. η πρώτη θέση, το πρωτείο 2. στον πληθ. τα πρωτάτα οι άρχοντες, οι προύχοντες («εκάλεσε την κλεφτουργιά, τα δώδεκα… … Dictionary of Greek
σογκουνάτο — το, Ν 1. η εξουσία και το αξίωμα τού σογκούν 2. το σύστημα τής εξουσίας τού σογκούν, που τυπικά βρισκόταν υπό τον έλεγχο τού αυτοκράτορα και οι αρμοδιότητές του περιορίζονταν στον έλεγχο τών ενόπλων δυνάμεων, αλλά, ουσιαστικά, και με την πάροδο… … Dictionary of Greek
τουρμαρχάτον — τὸ, Μ η διοικητική περιφέρεια τής τούρμας. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρμάρχης + κατάλ. ᾶτον (πρβλ. δεσποτ άτον)] … Dictionary of Greek