Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

Βάκχια

См. также в других словарях:

  • Βακχία — Βακχίᾱ , Βάκχιος of fem nom/voc/acc dual Βακχίᾱ , Βάκχιος of fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βακχία — βακχίᾱ , Βάκχειος of fem nom/voc/acc dual βακχίᾱ , Βάκχειος of fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Βακχίας — Βακχίᾱς , Βάκχιος of fem acc pl Βακχίᾱς , Βάκχιος of fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βακχίας — βακχίᾱς , Βάκχειος of fem acc pl βακχίᾱς , Βάκχειος of fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Βακχίαν — Βακχίᾱν , Βάκχιος of fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βακχίαν — βακχίᾱν , Βάκχειος of fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Βάκχι' — Βάκχια , Βάκχιος of neut nom/voc/acc pl Βάκχιε , Βάκχιος of masc voc sg Βάκχιαι , Βάκχιος of fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βάκχι' — βάκχια , Βάκχειος of neut nom/voc/acc pl βάκχιε , Βάκχειος of masc voc sg βάκχιαι , Βάκχειος of fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Βακχείον — Βακχεῑον, το (Α) 1. ο ναός του Βάκχου 2. η βακχική μανία 3. πληθ. Βακχεῑα και Βάκχια, τα τα βακχικά όργια …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»