-
1 οβελίσκοι
-
2 ὀβελίσκοι
-
3 ἀγυιεύς
ἀγυιεύς, έως, ὁ, Apollo als Schirmherr der Straßen, Eur. Phoen. 634; Orac. bei Dem. 43, 66, vgl. 21, 52; dessen Altäre und rohe Bildsäulen, ὀβελίσκοι, vor den Hausthüren aufgestellt waren; γεῖτον Ἀγυιεῦ τοὐμοῠ προϑύρου Ar. Vesp. 875; vgl. Th. 489; ὦ δέσποτ' Ἀγυιεῠ Phereer. bei Schol. Ar. Vesp.; dessen Altar βωμὸς ἀγ., Soph. frg. 301; Harpocr. erkl. οἱ πρὸ τῶν οἰκιῶν βωμοί, κίων εἰς ὀξὺ λήγων, ὃν ἱστᾶσι πρὸ τῶν ϑυρῶν; an diesem brachte man Opfer dar, was κνισᾶν ἀγυιᾶς heißt, Ar. Av. 1233; vgl. Dem. 21, 51 (wo ἀγυιάς steht, vgl. Harpocr., der auch beide Accentuationen anführt).
-
4 ὀβελίσκος
ὀβελίσκος, ὁ, eigtl. dim. von ὀβελός, ein kleiner Spieß, Bratspieß; Ar. Nubb. 471 Av. 388 u. öfter; τῆς μαχαίρας, Pol. 6, 23, 7, die Degenklinge; auch von der eisernen Spitze am römischen pilum, D. Hal. 5, 46. – Nach Plut. Lys. 17 Fab. Max. 27 haben ὀβελίσκοι, νομίσματα σιδηρᾶ ἢ χαλκᾶ, entweder wirklich spießförmige od. mit einem Spieße geprägte Münzen, die Veranlassung zu dem Namen ὀβολός gegeben.
-
5 ταφος
I(ᾰ) ὅ [θάπτω]1) реже pl. похороны, погребение(τιμᾶν τάφῳ τινά Aesch.; ὅ τ. ἐγένετο ἐν τῷ χειμῶνι Thuc.)
δαινύναι τάφον Hom. — справлять погребальный пир2) тж. pl. место погребения, гробница, могила(τάφον καὴ σῆμα ποιῆσαί τινος Hes.; τάφοι πατρώϊοι Hom.; τ. πετραῖος Soph. и λάϊνος Eur.; ὀβελίσκοι περὴ τὸν τάφον Arst.)
τάφοι κεκονιαμένοι NT. см. κονιάωII -
6 μονόλιθος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μονόλιθος
-
7 ἀγυιεύς
ἀγυιεύς, Apollo als Schirmherr der Straßen; dessen Altäre und rohe Bildsäulen, ὀβελίσκοι, vor den Haustüren aufgestellt waren; dessen Altar βωμὸς ἀγ.; an diesem brachte man Opfer dar, was κνισᾶν ἀγυιᾶς heißt -
8 ὀβελίσκος
ὀβελίσκος, ὁ, ein kleiner Spieß, Bratspieß; τῆς μαχαίρας, die Degenklinge; auch von der eisernen Spitze am römischen pilum; ὀβελίσκοι, νομίσματα σιδηρᾶ ἢ χαλκᾶ, entweder wirklich spießförmige od. mit einem Spieße geprägte Münzen, die Veranlassung zu dem Namen ὀβολός gaben
См. также в других словарях:
ὀβελίσκοι — ὀβελίσκος small spit masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… … Dictionary of Greek
OBICES ferrati portarum — apud Amm. Marcellin. l. 21. qui Graecis σεσιδηρωμένοι μοχλοὶ, iidem sunt cum claustris, quae foribus praeducta dicit Germanicus, in paraphrasi Arati, ubi de sidere Cassiopeae, Qualis ferratos obicit clavicula dentes, Succutit et foribus praeducti … Hofmann J. Lexicon universale
Νάος — Ο χώρος που είναι αφιερωμένος στη λατρεία του θεού, η κατοικία του θεού. Η έννοια του ν. συνδέεται γενικά με την έννοια του ιερού που, πιθανότατα, προηγείται και που σημαίνει έναν χώρο, συνήθως φυσικό, όπου η θεότητα εκδηλώνει την παρουσία και τη … Dictionary of Greek
αρχιτεκτονική — Επιστήμη που αναφέρεται στην τέχνη της οικοδομικής και στους διάφορους ρυθμούς της. Ο όρος, στην ευρύτερη έννοιά του, σημαίνει την τεχνική και την επιστήμη της κατασκευής. Όπως δείχνει η ετυμολογία του, ο όρος αρχιτέκτονας προϋπέθετε, ήδη στην… … Dictionary of Greek
αστρονομία — Επιστήμη συγγενική με τη φυσική και τα μαθηματικά, που ερευνά τα φαινόμενα των αστέρων· η επιστήμη που μελετά τη φυσική κατάσταση, τη θέση, την κίνηση, τη σύσταση και την εξέλιξη των αστέρων. Η λέξη αστέρες λαμβάνεται εδώ στην όσο το δυνατόν… … Dictionary of Greek
ιπποδρόμος — Το συγκρότημα των εγκαταστάσεων που προορίζονται για τις ιπποδρομίες, για τους αγώνες καλπασμού ή τροχασμού και περιλαμβάνει έναν ή περισσότερους στίβους, χώρο για το κοινό που διαιρείται σε θέσεις, γραφεία για τους κριτές και το προσωπικό,… … Dictionary of Greek
ιππόδρομος — Το συγκρότημα των εγκαταστάσεων που προορίζονται για τις ιπποδρομίες, για τους αγώνες καλπασμού ή τροχασμού και περιλαμβάνει έναν ή περισσότερους στίβους, χώρο για το κοινό που διαιρείται σε θέσεις, γραφεία για τους κριτές και το προσωπικό,… … Dictionary of Greek
κρήνη — Κατασκευή που από τα παλαιότερα χρόνια χρησίμευε για τη λήψη, τη συγκέντρωση και τη φύλαξη του νερού, του στοιχείου αυτού, το οποίο, ως φορέας της ζωής και της διατήρησής της, κατέκτησε ιδιαίτερη θέση στη ζωή και στη σκέψη των ανθρώπων. Η κ.,… … Dictionary of Greek
ναός — Ο χώρος που είναι αφιερωμένος στη λατρεία του θεού, η κατοικία του θεού. Η έννοια του ν. συνδέεται γενικά με την έννοια του ιερού που, πιθανότατα, προηγείται και που σημαίνει έναν χώρο, συνήθως φυσικό, όπου η θεότητα εκδηλώνει την παρουσία και τη … Dictionary of Greek
Αξώμη ή Αξούμ — (Aksum).Πόλη (34.300 κάτ. το 2002) της βόρειας Αιθιοπίας, στην επαρχία Τιγκρέ, σε υψόμετρο 2.125 μ., 15 χλμ. ΝΔ της πόλης Άντουα. Είναι σημαντικό κέντρο διάθεσης γεωργικών προϊόντων (δημητριακά, καφές κ.ά.), με αξιόλογες βιοτεχνίες υφαντών,… … Dictionary of Greek