-
1 κροκόδιλος
A hzard, acc. to Hdt.2.69, etc.; κ. τριπήχεες χερσαῖοι, of the desert monitor, genus Varanus, Id.4.192; of other lizards, Arist.Fr. 362, LXX Le.11.30, Ael.NA1.58; κ. μικρός, in a fountain at Chalcedon, Str.12.4.2; cf. [full] κροκύδιλος Hippon.119 (- δειλ- Eust.; [full] κρεκύδειλος Et.Gen.in Indogerm.Forsch.15.7).2 crocodile found in the Nile, Hdt.2.68 sq.; also in Indian rivers, Id.4.44, cf. Ael.NA12.41;ὁ κ. ὁ ποτάμιος Arist.HA 492b24
, cf. 558a18. (Correctly written [full] κροκόδιλος PCair.Zen.354.13, 443.4 (iii B. C.), PTeb.63.25 (ii B. C.), etc.; later [suff] κροκό-δειλος PAmh.2.45.8 (ii B. C.), etc., freq. in codd.; [full] κορκόδιλος PCair.Zen.379.5 (iii B. C.); [full] κορκότιλος Stud.Pal.20.75 ii 16 (iii/iv A. D.); [full] κορκόδριλλος and [var] Dim. [full] κορκοδρίλλιον, Gloss.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κροκόδιλος
См. также в других словарях:
κροκόδειλος — και κροκόδιλος και κορκόδειλος (AM κροκόδειλος και κορκόδειλος, Α και κροκόδιλος και κορκόδριλλος και κορκότιλος και κροκύδιλος) σαρκοφάγο και μεγάλων διαστάσεων ερπετό τής τάξης κροκοδείλια αρχ. διάφορα είδη σαύρας. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. κροκό διλος πιθ … Dictionary of Greek