-
1 διαβητης
-
2 διαβήτης
διαβήτηςcompass: masc nom sg -
3 διαβήτης
Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > διαβήτης
-
4 διαβήτης
ο1) циркуль; измеритель; 2) мед. диабет -
5 διαβήτης
[дьявитис] ουσ α циркуль-измеритель, (штр.) диабет. -
6 διαβήτης
2 carpenter's or stonemason's rule,ξύσας ὀρθὸν πρὸς διαβήτην IG12(2).11.20
([place name] Lesbos), cf. ib.2.1054.10, Pl.Phlb. 56b, Plu.2.802f, Sch.Il.2.765.III Medic., the disease diabetes, Aret.SD2.2, Philagr. ap. Orib.5.19.9, Gal.8.394.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > διαβήτης
-
7 διαβήτης
-
8 διαβήτης
şeker hastalığı, diyabet -
9 διαβήτης
1) compas2) diabète -
10 διαβήτης
1) busola (f) rzecz.2) cukrzyca (f) rzecz.3) cyrkiel (m) rzecz.4) kompas (m) rzecz. -
11 διαβήτης
1) cukrovka2) kompas3) kružítko -
12 διαβήτης
1) compass2) diabetesΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > διαβήτης
-
13 διαβήτη
-
14 διαβήταις
διαβήτηςcompass: masc dat pl -
15 διαβήτου
διαβήτηςcompass: masc gen sg -
16 διαβήτας
διαβήτᾱς, διαβήτηςcompass: masc acc plδιαβήτᾱς, διαβήτηςcompass: masc nom sg (epic doric aeolic) -
17 δια-βάτης
-
18 δίψακος
-
19 αναγωγικός
η, όν1) относящийся к превращению в простое, в эквивалентное;αναγωγική μέθοδος мат. — метод приведения;
αναγωγικός διαβήτης — делительный циркуль;
αναγωγική κλίμαξ — линейный масштаб;
2) хим. раскисляющий, восстанавливающий; -
20 σακχαρώδης
- 1
- 2
См. также в других словарях:
διαβήτης — compass masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαβήτης — I (Ιατρ.). Όρος που αναφέρεται σε μια ετερογενή ομάδα παθολογικών καταστάσεων, που έχουν κοινό γνώρισμα την υπερβολική αποβολή ούρων. Ο όρος αναφέρεται συνήθως στον σακχαρώδη δ. που είναι και η πιο συχνή από τις καταστάσεις αυτές. Ο σακχαρώδης δ … Dictionary of Greek
διαβήτης — ο 1. όργανο με δύο σκέλη που χαράζει κύκλους ή συγκρίνει μικρά διαστήματα: Ένας τέλειος κύκλος γίνεται μόνο με διαβήτη. 2. (ιατρ.), είδος αρρώστιας: Ο αριθμός αυτών που πάσχουν από ζαχαρώδη διαβήτη αυξάνεται διαρκώς … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
διαβητῶν — διαβήτης compass masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαβῆται — διαβήτης compass masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαβήταις — διαβήτης compass masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαβήτη — διαβήτης compass masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαβήτου — διαβήτης compass masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαβήτῃ — διαβήτης compass masc dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καρκίνος — Αχαλίνωτη ανάπτυξη και επέκταση ανώμαλων κυττάρων η οποία μπορεί να εμπλέκει κάθε ιστό και όργανο του σώματος. Χαρακτηριστικό του κ. είναι η τάση να εξαπλώνεται κατά συνέχεια ιστού και αιματογενώς ή λεμφογενώς δίνοντας απομακρυσμένες μεταστάσεις· … Dictionary of Greek
παγκρεατικός — ή, ό 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο πάγκρεας (α. «παγκρεατική έκκριση» β. «παγκρεατική αρτηρία») 2. φρ. α) «παγκρεατικός διαβήτης» ιατρ. διαβήτης που εμφανίζεται ως συνέπεια ολικής παγκρεατεκτομής β) «παγκρεατικό υγρό» (βιοχ.) υγρό που… … Dictionary of Greek