Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

πλάστιγξ

См. также в других словарях:

  • πλάστιγξ — scale of a balance fem nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλαστίγγων — πλάστιγξ scale of a balance fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλάστιγγα — πλάστιγξ scale of a balance fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλάστιγγας — πλάστιγξ scale of a balance fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλάστιγγε — πλάστιγξ scale of a balance fem nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλάστιγγες — πλάστιγξ scale of a balance fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλάστιγγι — πλάστιγξ scale of a balance fem dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλάστιγγος — πλάστιγξ scale of a balance fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλάστιγξι — πλάστιγξ scale of a balance fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλάστιγξιν — πλάστιγξ scale of a balance fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλάστιγγα — η / πλάστιγξ, ιγγος, ΝΜΑ, ιων. τ. πλήστιγξ Α ο καθένας από τους δίσκους τού ζυγού, τής ζυγαριάς νεοελλ. 1. είδος ζυγού μεγάλων διαστάσεων κατάλληλου για το ζύγισμα βαρέων σωμάτων 2. φρ. «η πλάστιγγα κλίνει» ή «η πλάστιγγα γέρνει» λέγεται στις… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»