Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

χειρὸς

См. также в других словарях:

  • χειρός — χείρ b. fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Μιᾶς γὰρ χειρὸς ἀσθενὴς μάχη. — См. Один в поле не воин …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • τρυφερόχειρ — χειρος, ὁ, ἡ, Μ αυτός που έχει απαλά χέρια. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρυφερός + χειρ (< χείρ, χειρός), πρβλ. μαλακό χειρ] …   Dictionary of Greek

  • χρυσόχειρ — χειρος, ὁ, ἡ, Α αυτός που φορεί χρυσά δαχτυλίδια και βραχιόλια. [ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο) * + χειρ (< χείρ, χειρός), πρβλ. ῥοδό χειρ] …   Dictionary of Greek

  • παραντίχειρ — χειρος, ἡ, Α το μετά τον αντίχειρα δάκτυλο, ο δείκτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + ἀντίχειρ «το μεγάλο δάκτυλο τού χεριού»] …   Dictionary of Greek

  • χειρ — η / χείρ, χειρός, ΝΜΑ, και χείρα Ν, και αιολ. τ. χήρ Α 1. το χέρι 2. (ιδίως) το άκρο χέρι 3. συνεκδ. το άτομο τού οποίου το χέρι έκανε κάτι (α. «χειρ Χριστόδουλου Καλλέργη» ο εικονογράφος Χριστόδουλος Καλλέργης β. «χειρ δ ὁρᾷ τὸ δράσιμον», Αισχύλ …   Dictionary of Greek

  • Codex Athous Lavrensis — New Testament manuscripts papyri • uncials • minuscules • lectionaries Uncial 044 Name Athous Laurae Sign Ψ Text Gospels, Acts, Pauline epistles, Gene …   Wikipedia

  • Variantes textuelles du Nouveau Testament — Les variantes textuelles sont les altérations d’un texte qui surviennent par propagation des erreurs (intentionnelles ou accidentelles) des copistes. Ces altérations peuvent être la suppression ou la répétition d’un mot, ce qui arrive lorsque… …   Wikipédia en Français

  • Codex Ephraemi Rescriptus — New Testament manuscripts papyri • uncials • minuscules • lectionaries Uncial 04 Codex Ephraemi Rescriptus, at the Bibliothè …   Wikipedia

  • εργόχειρο — το (AM ἐργόχειρον) 1. υφαντό, πλεχτό κ.λπ., φτιαγμένο στο χέρι, όχι με μηχανή, χειροτέχνημα 2. χειρωνακτική εργασία μοναχού. [ΕΤΥΜΟΛ. < έργον + χειρός (< χειρ «χέρι») πρβλ. ιδιό χειρος, πρό χειρος κ.λπ.] …   Dictionary of Greek

  • θρασύχειρος — θρασύχειρος, ὁ (Α) θρασύχειρ*. [ΕΤΥΜΟΛ. < θρασυ * + χειρος (< χειρ), πρβλ. εξά χειρος, ιδιό χειρος] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»