Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

μεσαίτατος

См. также в других словарях:

  • μεσαίτατος — μεσαίτατος, άτη, ον (ΑM, Μ και μέσιος, ία, ον) υπερθ. τού μέσος μσν. το ουδ. ως ουσ. τὸ μεσαίτατον το μέσο ακριβώς. [ΕΤΥΜΟΛ. < μέσος (για τη μορφή μεσαι βλ. μεσ[ο] ) + κατάλ. υπερθ. τατος (πρβλ. παλαίτατος)] …   Dictionary of Greek

  • μεσαίτατος — μέσος b masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»