-
1 άμαξαν
-
2 Αμαξαν
-
3 Ἄμαξαν
-
4 αμαξάν
-
5 ἁμαξᾶν
-
6 ἄμαξαν
Βλ. λ. άμαξαν -
7 ἅμαξαν
Βλ. λ. άμαξαν -
8 εἰστίθημι
A put into, place in,τι ἔς τι Th.4.100
, cf. Hdt.1.123 ; τινὰ ἐς τὰς χεῖράς τινι ib. 208, etc. ;νεκρὸν ἐς ἅμαξαν Id.9.25
.2 esp. put on board ship, πάντα ἐσθέντες (sc. ἐς τὰς πεντηκοντέρους) Id.1.164 :—[voice] Med., ἐσθέμενοι τέκνα καὶ γυναῖκας ibid., cf.4.179, E.Hel. 1566, X.HG1.6.20 ; to take,ἐς φορεῖον App.BC4.19
.3 [voice] Pass., to be entered, of a judgement in court, PPetr.3p.39 (iii B.C.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > εἰστίθημι
-
9 εὔτροχος
Aἐΰτροχα An. Ox.1.271
: ([etym.] τροχός):— well-wheeled,ἐΰτροχον ἅρμα καὶ ἵππους Il.8.438
, Hes.Sc. 463; ἄμαξαν ἐΰ. Od.6.72, Il.24.150, etc.; σατίναι ἐΰ. Sapph.Supp. 20a.13;εὔ. κύκλος E. Ion19
.II ([etym.] τρέχω) smoothlyrunning, Pl.Ti. 37c; running easily, of a cord put through loops, X. Cyn.2.4; εὔ. γλῶσσα a ready, glib tongue, E.Ba. 268;γλῶσσα εὔ. ἐν τῷ διαλέγεσθαι Plu.Per.7
; of style, D.H.Comp.20; τὸ τῆς φύσεως, τῆς διανοίας εὔ., Ph.1.240, Dam.Isid.80, cf. 32; τὸ σφαιροειδὲς ἡμῶν οὐκ εὔ. Plot.2.2.2. Adv. - χως, ἀναγινώσκειν to read fluently, Ph.1.303.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > εὔτροχος
-
10 λαλέω
A talk, chat, prattle,ἕπου καὶ μὴ λάλει Ar.Ec. 1058
, cf. V. 1135;ἡ μὲν χελιδὼν τὸ θέρος.. λαλεῖ Philem.208
;λαλεῖς.. ἀμελήσας ἀποκρίνασθαι Pl.Euthd. 287d
: c. dat., talk to one,λαλῶν ἐν ταῖς ὁδοῖς σεαυτῷ Ar.Eq. 348
;αὑτοῖς Philem.11
;πρὸς αὑτούς Alex.9.10
;λ. περί τινος Pherecr.2
, Ar.Lys. 627;ὑπέρ τινος Posidipp.26.3
; opp. λέγω, λαλεῖνἄριστος, ἀδυνατώτατος λέγειν Eup.95
; λαλῶν μὲν.., λέγων δέ .. D.21.118 (s.v.l.);λαλεῖν τι ἡμῖν ὅπως ἂν ἡμᾶς ὕπνος λάβῃ Thphr.Char.7.10
: hence,b generally, talk, speak, S.Ph. 110 (v.l.for λακεῖν); καινὴν διάλεκτον λ. Antiph.171
;Ἀττικιστὶ λ. Alex.195.4
. c. metaph., ζωγραφία λαλοῦσα (of poetry), opp. ποίησις σιωπῶσα (of painting), Simon. ap.Plu.2.346f.2 talk of, τινα Alciphr.Fr.5.2;ἀλλήλαις λαλέουσι τεὸν γάμον αἱ κυπάρισσοι Theoc.27.58
;ἅμαξαν Stoic.2.92
:—[voice] Pass.,πρᾶγμα κατ' ἀγορὰν λαλούμενον Ar.Th. 578
.3 in later writers, = λέγω, speak, : freq. in LXX, Ge.12.4, al.;βασιλέως ἐναντίον Ezek.Exag. 118
;πρός τινα Act.Ap.3.22
, cf. Luc.Vit.Auct.3, etc.;περὶ τῆς λέξεως Phld.Po.5.32
, cf. Rh.1.189 S., al.; χειρσὶν ἅπαντα λαλήσας, of a pantomime, IG14.2124: abs.,εἴ τι μὴ λίθος, τοὔργον, ἐρεῖς, λαλήσει Herod.4.33
, cf. 6.61;ἐλάλησεν ὁ κωφός Ev.Matt.9.33
:—[voice] Pass., λαληθήσεταί σοι ὅ τι σε δεῖ ποιεῖν it shall be told thee.., Act.Ap.9.6.II chatter, opp. articulate speech, as of locusts, chirp, Theoc.5.34; μεσημβρίας λαλεῖν τέττιξ (sc. εἰμί), a very grasshopper to chirp at midday, Aristopho 10.6;ἀνθρωπίνως λ. Strato Com.1.46
.III of musical sounds,αὐλῷ λαλέω Theoc.20.29
; of trees, v.supr.1.2;δι'[αὐλοῦ ἢ σάλπιγγος] λ. Arist. Aud. 801a29
; of Echo, D.C.74.14: also c.acc. cogn., μάγαδιν λαλεῖν sound the μάγαδις, Anaxandr.35. -
11 λώεσσαν
λώεσσαν· τὴν ἅμαξαν, Hsch. (also [full] λώλεσσαν). [full] λωϊσμόν· χῶμα ἢ κλωσμένον, Id. [full] λωΐτερος,A v. λωΐων. [full] λωϊτήνη· συμφερωτέρα, Id.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > λώεσσαν
-
12 πήγνυμι
Aπηγνύουσι Hdt.4.72
(v.l.), Thphr.HP6.6.9, butπηγνῦσι Hdt.
l.c. codd. plur., Hp.Vict.2.60 ; opt. codd. ; inf.πηγνύειν X.Cyn.6.7
, Dsc.4.95: [tense] impf. ([etym.] περι-), Nonn.D.5.50 : late form of [tense] pres. [full] πήσσω (q. v.): [tense] fut.πήξω Il.22.283
; [dialect] Dor.πάξω Pi.O.6.3
: [tense] aor. ἔπηξα, [dialect] Ep.πῆξα Od.12.15
, etc. ; [dialect] Aeol. part.πάξαις Pi.O.10
(II).45 : [tense] pf. πέπηχα, only [tense] plpf.ἐμ-πεπήχεσαν D.C.40.40
:—[voice] Med. in trans. sense, : [tense] fut.πήξομαι Gal. 10.388
: [tense] aor. , Hdt.6.12, etc.:—[voice] Pass. πήγνῠμαι : [tense] fut. , Th.4.92 ; πήξομαι (as [voice] Pass.) Hp.Aër.8: [tense] aor. 1 ἐπήχθην, [dialect] Ep. [ per.] 3pl.πῆχθεν Il.8.298
, [dialect] Dor. subj.παχθῇ Theoc.23.31
, part. : more freq. [tense] aor. 2 ἐπάγην [pron. full] [ᾰ], [dialect] Ep. πάγην, [dialect] Ep. [ per.] 3pl.πάγεν Il.11.572
; part. , E.IA 395 : [tense] pf. πέπηγμαι ([etym.] κατα-, συμ-) D.H.5.46, Arr.An.2.21.1: [tense] plpf.ἐπέπηκτο Jul. Or.3.123b
; but in the best authors, πέπηγα is used as the [tense] pf. [voice] Pass., Il.3.135, etc. ; [dialect] Aeol.πέπᾱγα Alc.34
; opt.πεπαγοίην Eup.435
: [tense] plpf.ἐπεπήγειν Il.13.442
, Th.3.23 :I stick or fix in, ἐν δὲ μετώπῳ πῆξε [τὴν αἰχμήν] Il.4.460, etc. ;ἔνθα οἱ ἔγχος ἔπηξε 13.570
;ἐν γαίῃ π. ἐρετμόν Od.23.276
(orγαίῃ 11.129
) ;π. ἐπὶ τύμβῳ ἐρετμόν 11.77
(orτύμβῳ 12.15
) ; [γύην] ἐν ἐλύματι π. Hes.Op. 430;ἔπαξε διὰ φρενῶν ξίφος Pi.N.7.26
; fix in the earth, plant, , cf. Aj. 821 ; σκηνήν, σκηνὰς π., pitch a tent, And.4.30, Pl.Lg. 817c (in [voice] Med., σκηνὰς πηξάμενοι pitching themselves tents, Hdt.6.12); σταύρωμα π. Th.6.66;τὰς σχαλίδας π. ὑπτίας X.Cyn.6.7
; plant seeds or cuttings, Thphr.HP6.6.9, 7.4.10 : intr. [tense] pf. and [voice] Pass., δόρυ δ' ἐν κραδίῃ ἐπεπήγει the spear stuck fast in his heart, Il.13.442 ;[δοῦρα] ἐν χροῒ πήγνυτο 15.315
;[ὀϊστοὶ] ἐν χροῒ πῆχθεν 8.298
;δοῦρα ἐν σάκεϊ πάγεν 11.572
;[ξίφος] πέπηγεν ἐν γῇ S.Aj. 819
;σκηνὴ ἔσκε πεπηγυῖα ἑτοίμη Hdt.7.119
; κυρβασίας ὀρθὰς πεπηγυίας ib.64, cf. 70 :—[voice] Med., ἐν ἀλλήλοις χείλεα πηξάμενοι, of kissing, AP5.254 (Paul. Sil.).2 stick or fix on,κεφαλὴν ἀνὰ σκολόπεσσι Il.18.177
;σκόλοψι δέμας E.IT 1430
; :—[voice] Pass., ἀμφὶ βουπόροισι πηχθέντας μέλη ὀβελοῖσι having their limbs fixed on spits, Id.Cyc. 302 ; ὑπὸ ῥάχιν παγέντες impaled, A.Eu. 190.3 fix upon an object, κατὰ χθονὸς ὄμματα π. Il.3.217 : intr. [tense] pf., d, cf. Jul. l. c. ([voice] Pass.);πεπηγυῖα τὰς τῶν ὀμμάτων βολὰς ἐς τὰ τῆς ψυχῆς ἀπόρρητα Philostr.Jun.Im.11
: c. inf., ἡ σοφία ἀρέσκειν πέπηγε is bent upon pleasing, Pl.R. 605a : abs., τὸ πεπηγὸς ὄμμα immovable eye, fixed gaze, Hp.Prorrh.1.46, cf. Gal.16.610.II fasten [different parts] together, fit together, build,νῆας πῆξαι Il.2.664
; ἴκρια π. Od.5.163 :—[voice] Med., πήξασθαι ἄμαξαν build oneself a wagon, Hes. Op. 455 ;νέας πηξάμενοι Hdt.5.83
:—[voice] Pass., to be joined or put together,ψυχὴ καὶ σῶμα παγέν Pl.Phdr. 246c
.III make solid or stiff, esp. of liquids, freeze,θεὸς.. πήγνυσι πᾶν ῥέεθρον A.Pers. 496
; τοὺς ποταμοὺς ἔπηξε (sc. ὁ θεός) Ar.Ach. 139 ;βορρᾶς πηγνὺς τοὺς ἀνθρώπους X. An.4.5.3
; curdle,γάλα Dsc.4.95
:—[voice] Med., τυροὺς πήγνυσθαι to make oneself cheese (by curdling the milk), Luc.VH1.24:—[voice] Pass. and intr. [tense] pf., become solid, stiffen,γοῦνα πήγνυται Il.22.453
;ἄρθρα πέπηγέ μου E.HF 1395
(but also, become firm or set, of limbs, Ael.NA2.11 ;πεπηγυῖα ὑγιεινὴ κατάστασις Gal.Thras.7
) ; of liquids, freeze,ἡ θάλασσα πήγνυται Hdt.4.28
; ἅλες πήγνυνται salt crystallizes, ib.53, cf.6.119 ;φόνος πέπηγεν A.Ch.67
(lyr.);πεπάγαισιν ὐδάτων ῤόαι Alc.34
, cf. X.An.7.4.3 ; κρύσταλλος ἐπεπήγει οὐ βέβαιος was not frozen so as to bear, Th.3.23 ;ἁνίκα [χιὼν] παχθῇ Theoc.23.31
; ὄστρακον [ᾠοῦ] π. Arist.GA 752a35; γάλα π. Id.PA 676a14 ; ὀφθαλμῶν οἱ μὲν ὑγιεῖς, οἱ δὲ πεπηγότες blind, of buds, Thphr.CP5.12.10 : metaph., to be petrified, struck dumb, Antiph.166.7.IV metaph., fix,ὅρους τοῖς βαρβάροις Lycurg.73
, cf. Aristopho 9.7 : Astrol., fix, determine a nativity, Sch. Ptol.Tetr. 103 :—[voice] Med., ὄφρα ἐν φρασὶ πάξαιθ', ὅπως .. that he might keep it fixed in his heart, Pi.N.3.62 ; establish,χορούς Him.Or.16.6
:— [voice] Pass. and intr. [tense] pf., to be irrevocably fixed, established,εἷς ὅρος ἡμῖν παγήσεται Th.4.92
; πῆγμα (Aurat. for πῆμα)γενναίως παγέν A.Ag. 1198
;κακῶς παγέντας ὅρκους E.IA 395
;ὀρθὰς παγείσας φρένας Carc. 6.2
;μὴ γὰρ ὡς θεῷ νομίζετ' ἐκείνῳ τὰ παρόντα πεπηγέναι πράγματα ἀθάνατα D.4.8
;τὰ καλῶς πεπηγότα τῇ φύσει Id.25.90
. (Cf. Lat. pango.)Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πήγνυμι
-
13 τρίβω
Aτρίβεσκον A.R.2.480
: [tense] fut. , ([etym.] ἀπο-) Od.17.232: [tense] aor.ἔτριψα Pherecr.181
; inf.τρῖψαι Od.9.333
, etc.: [tense] pf.τέτρῐφα M.Ant.9.10
, ([etym.] συν-) Eub.62:—[voice] Med., [tense] fut. τρίψομαι ([etym.] προς-) Antipho 4.2.8: [tense] aor.ἐτριψάμην Call.Lav.Pall.25
, A.D. Synt.210.26:—[voice] Pass., [tense] fut.τριφθήσομαι App.BC4.65
, etc.;τρῐβήσομαι Plu. Dio25
, ([etym.] ἐκ-) S.OT 428, ([etym.] κατα-) X.HG5.4.60; also τετρίψομαι ([etym.] ἐπι-) Ar. Pax 246; [tense] fut. [voice] Med. in pass. sense, Th.6.18, 7.42: [tense] aor.ἐτρίφθην Id.2.77
, Hp.Epid.5.6, Antiph. 102; ([etym.] δια-) D.19.164: more freq. [tense] aor. 2 ἐτρίβην [pron. full] [ῐ] Arist.Pr. 893b40; ([etym.] δι-) Th.1.125; ([etym.] ἐκ-) Hdt.7.120; ([etym.] ἐπ-) freq. in Ar., Th. 557, al.; ([etym.] κατ-) Pl.Lg. 678d; ([etym.] συν-) Ar. Pax 71, etc.: [tense] pf. ; [dialect] Ion. [ per.] 3pl.τετρίφᾰται Hdt.2.93
. [[pron. full] ῐ only in [tense] pf. [voice] Act. and [voice] Pass., and [tense] fut. and [tense] aor. 2 [voice] Pass.]:—rub, τριβέμεναι κρῖ, i. e. thresh, thresh it out, because this was done by trampling under the feet of oxen, Il.20.496; μοχλὸν τρῖψαι ἐν ὀφθαλμῷ work round the stake in his eye, Od.9.333; χρυσὸν -όμενον βασάνῳ rubbed on a touchstone, so as to test its purity, Thgn.450; τ. τὸ σκέλος rub the leg, Pl.Phd. 60b;τὰς τῆς ψώρας ἰάσεις τῷ τρίβειν Id.Phlb. 46a
;τὸν ὀφθαλμόν Arist.Pr. 957a38
; ἀμφορέως τὸν πύνδακα ib. 938a14; τ. τὴν κεφαλήν, in sign of perplexity, Aeschin.2.49;ταῖς χερσὶ [τὰς τρίχας] τ. X.Eq.5.5
;τὸν πόδα μύροις τ. Eub.108
(hex.); of a masseur, Gal.6.151, 187; in blood-letting, Id.15.784:—[voice] Med., χρηστηρίοις ἐν τοῖσδε.. τρίβεσθαι μύσος rub one's pollution upon the shrines, pollute them with it, A.Eu. 195:—[voice] Pass., ; ὕλη τριφθεῖσα ὑπ' ἀνέμων πρὸς αὑτήν, so as to catch fire, Th.2.77;ὀδόντες τριβόμενοι πρὸς ἀλλήλους Arist. PA 661b22
.2 bruise, pound, knead, κεδρίδας, [κώνειον], Ar. Th. 486, Pl.Phd. 117b;ἑλλεβόρου ἅμαξαν Id.Euthd. 299b
;ποίαν IG 42(1).122.121
(Epid., iv B. C.); καταπλαυτόν, [μάζας], Ar.Pl. 717, Pax 8,16; κάρυα καὶ ἀμύγδαλα εἰς θυείαν τ. Chrysipp. Tyan. ap. Ath.14.648a, cf. Sor.1.62, grind,D.
18.258:—[voice] Pass.,θυμιήματα τετριμμένα Hdt.2.86
;ἄρτοι σφόδρα τετριμμένοι Arist.Pr. 929a17
, cf. b8;μηδὲν τετριμμένον, ἀλλὰ τεθλας μένων ὁ χυλός Diocl.Fr.138
.II wear out clothes (cf. τρίβων (A)),τῶν ὑποδημάτων τὰ τριβόμενα Plu.2.680a
;τελαμῶνες μὴ λίαν τετριμμένοι Sor.1.83
; of a road, wear or tread it smooth, ἀτραπὸς τετριμμένη ἡ διὰ θυείας, with a play on pounding in a mortar, Ar.Ra. 123;τὴν τετρ. ὥσπερ ὁδὸν ἐπὶ τὸν μακάριον βίον Phld.Rh.1.260
S.; τρίβει οὐρανόν goes his way through heaven (cf. τρίβος), Arat.231; τ. κύματα, of a ship, AP9.34 (Antiphil.);πόδας τρίβειν Theoc.7.123
.2 of Time, wear away, spend,δυστυχῆ τ. βίον S.El. 602
;νησιώτην τ. βίον E.Heracl.84
; (lyr.);ὀδυνηρότερον τρίψεις βίοτον Id.Pl. 526
(anap.); τ. πόλεμον prolong a war, Plb.2.63.4: abs., waste time, tarry, A.Ag. 1056, D.23.173 vulg. (διατρ. cod. S):—[voice] Pass.,ἐν τούτοις τρίβεται χρόνος ἐνίοτε μακρός Gal.16.578
; ἀμφισβήτησις.. τρειβομένη πολλῶν ἐτῶν prolonged, OGI502.3 (Aezani, ii A. D.).III of persons, wear out,σκολιῇσι δίκῃσι ἀλλήλους τρίβουσι Hes.Op. 251
; τρίβεσθαι κακοῖσι to be worn out by ills, Il.23.735; (anap.); τ. ἀμφοτέρους wear them both out, Th.8.56, cf. 7.48, Plu.Caes.40:—[voice] Med., τρίψεσθαι αὐτὴν περὶ αὑτήν wear itself out by internal struggles, Th.6.18, cf. 7.42:—[voice] Pass., oppressed,Hdt.
2.124; l. c.; τρίβεσθαι μάτην τερὶ ( ἐπὶ codd.)τὴν δίωξιν Plu.Pomp.41
.2 of money and property, waste, squander it, .3 use constantly,κατώμοσα.. μὴ πολὺν χρόνον θεοὺς ἔτι σκῆπτρα τἀμὰ τρίψειν Ar.Av. 636
(lyr.);κοινὰ ὀνόματα καὶ τετριμμένα D.H.Comp. 25
;ἡ τετρ. καὶ κοινὴ διάλεκτος Id.Th.23
;τετρ. σχηματισμός
in common use,A.D.
Pron.115.16, cf. S.E.M.1.229.4 [voice] Pass., to be much busied or engrossed with a thing,πολέμῳ Hdt.3.134
; ἀμφ' ἀρετῇ τ. practise oneself in, use oneself to it, Thgn.465;τρίβεσθαι περὶ τοὺς δυνατούς Philostr.VA4.41
: esp. in [tense] pf. part. [voice] Pass. τετριμμένος, practised, expert,ἔμπειροι καὶ τ. Phld.Rh.2.281
S.;οἱ ἐν ποήμασι τ. Id.Po.5.21
; τ. ἀκοή a trained, expert ear, ib.24;πολεμικὸς καὶ τετρ. δι' ὅπλων Plu.Eum.11
;ἀνὴρ φιλοπόνως ἐπὶ τῶν ἔργων τετρ. Gal.15.585
, cf. 623. -
14 τρίζω
τρίζω, Od.24.5,7, Hp.Morb.2.55, Arist.HA 504a19, al.; but [tense] pf. τέτριγα is more freq. in [tense] pres. sense, [dialect] Ep. part. τετριγῶτες, for τετριγότες, Il.2.314:—prop. of sounds uttered by animals (cf. τριγμός, τρύζω),A utter a shrill cry, of young birds, Il.2.314; of bats, Od.24.7, cf. Hdt.3.110; of theΤρωγοδύται, τετρίγασι κατά περ αἱ νυκτερίδες Id.4.183
; of partridges, Arist.HA 536b14; of the ἴυγξ, ib. 504a19; of locusts, Id.Mir. 844b26; of young swallows, Luc.Tim.21; of the elephant, Id.Zeux.10; of mice, Arat.1132, Babr.108.23, etc.; of the fish called σελάχη, Arist.HA 535b25: also applied to the noise made by ghosts, 'squeak and gibber', Il.23.101, Od.24.5,9; ἔτριζον δίκην ἀσπίδων ([etym.] αἱ ψυχαί) Herm. ap. Stob.1.49.44.2 of other sounds, τετρίγει ([dialect] Ep. [tense] plpf.) δ' ἄρα νῶτα θρασειάων ἀπὸ χειρῶν the wrestlers' backs creaked, Il.23.714; so τρίζει, crepitates, of a broken collar-bone, Sor.Fract.13; grinds,Epich.
21; τὸ τρίζειν ἀκουσίως involuntary gnashing, Gal.7.150;τ. τοὺς ὀδόντας Ev.Marc.9.18
;τοῖς ὀδοῦσι Hippiatr.86
; of a musical string, give a crack, AP6.54 (Paul. Sil.); of an axle, creak,ἄξων τετριγὼς ὑπ' ἄμαξαν Call.Hec.1.4.14
; so of a cart-wheel, Babr.52.2; of a shoe, Philostr.Ep.37 ( τρύζοι codd.);ἡ κοιλίη τ. Hp.Morb.2.55
; of singing in the ears, τὰ ὦτα τέτριγε ib.15; of the hissing or crackling of a person burnt in the fire, Eup.120. -
15 ἀναπαύω
ἀνα-παύω, poet. and [dialect] Ion. [pref] ἀμπ-, [tense] fut. [voice] Med. ἀναπαύσομαι: [tense] aor. ἀνεπαυσάμην [dialect] Att. and Hellenistic (butAἀνεπαύθημεν LXX La.5.5
): later, [tense] aor. [voice] Pass.ἀναπάη IG14.158
: [tense] fut. [voice] Pass. ἀναπαήσομαι v.l. Apoc.14.13, al.: [tense] pres. [voice] Med.ἀναπάεται IG14.1717
, cf. PTeb. 264:—make to cease, stop or hinder from a thing,χειμῶνος.. ὅς ῥά τε ἔργων ἀνθρώπους ἀνέπαυσεν Il.17.550
; ἀ. τινὰ τοῦ πλάνου give him rest from wandering, S.OC 1113; τοὺς λειτουργοῦντας ἀ. (sc. τῶν ἀναλωμάτων) to relieve them from.., D.42.25, cf. 42.2 c. acc. only, put an end to, ; more freq. rest, make to halt,ἀ. στράτευμα X.Cyr.7.1.4
;κατὰ μέρος τοὺς ναύτας ἀ. Id.HG6.2.29
;κάματον ἵππων ἀ. A.Fr. 192
(lyr.); ; εἴδωλον ἀ. ἐπὶ ἅμαξαν lay it in a reposing posture, Ael.VH12.64, cf. NA7.29: abs., give me rest,Luc.
Tyr.21.4 rarely intr. in sense of [voice] Med., take rest,ἀναπαύοντες ἐν τῷ μέρει Th.4.11
;ἡσυχίαν εἶχε καὶ ἀνέπαυεν X.HG 5.1.21
.5 of land, cause to lie fallow, PSI400.10 (iii B. C.), PTeb. 105.3 (ii B. C.).II in [voice] Med. and [voice] Pass., take rest, ἀναπαύου κακῶν take rest from.., Cratin.297; ἀπὸ ναυμαχίας ἀ. rest after a sea-fight, Th.7.73;ἐκ μακρᾶς ὁδοῦ Pl.Criti. 106a
; ἀπ' ἄγρας κεκμακὼς ἀμπαύσεται [Πάν] Theoc.1.17; esp. of troops, halt, rest, X.Cyr.2.4.3, etc.; ἀναπεπ. τῶν εἰσφορῶν to be relieved from.., Isoc.8.20.2 abs., take one's rest, sleep, Hdt.1.12, 2.95, al., E.Hipp. 211, v.l. in Ar.Pl. 695, cf. Lys. 13.12, etc.b of land, lie fallow, Pi.N.6.11.c of the dead,ἀμπ. σὺν φιλίῃ ξυνῶς ἀλόχῳ Epigr.Gr.520.5
([place name] Thessalonica);ὧδε ἀναπάεται IG14.1717
, cf. Call.Epigr.15.1;ἀ. τοῦ βίου Heraclit. All.68
, Hdn.3.15.2; ἀ. alone, die, Id.1.4.7, cf. Plu.2.110f;ἀ. τὸν βίον POxy.1121.12
(iii A. D.).d regain strength, dub. l. in X.Cyr. 6 1.11.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀναπαύω
-
16 ἁμαμιθάδες
ἁμαμιθάδες, αἱ,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἁμαμιθάδες
-
17 ἄρκτος
ἄρκτος, ἡ,A bear, esp. Ursus arctos, brown bear, Od.11.611, h.Merc. 223, h.Ven. 159, Hdt.4.191, etc.: the instances of the masc. are dub. (Arist.Col. 798a26 is inconclusive), the fem. being used even when both sexes are included, Id.HA 539b33.2 Ἄρκτος, ἡ, the constellation Ursa Major,Ἄρκτον θ', ἣν καὶ Ἄμαξαν ἐπίκλησιν καλέουσιν Il.18.487
, Od.5.273, cf. Heraclit.120, E. Ion 1154, etc.;τὰ ὑπὸ τὴν Ἄ. ἀοίκητα Hdt.5.10
;Ἄρκτου στροφάδες κέλευθοι S.Tr. 131
(lyr.);Ἄρκτου στροφάς τε καὶ Κυνὸς ψυχρὰν δύσιν Id.Fr.432.11
: in pl., the Greater and Lesser Bears, Arat.27; Ἄ. μικρά, μεγάλη, Str.2.5.35, 36, cf. Cic.ND2.41.105.3 the north,πρὸς ἄρκτον τετραμμένος Hdt. 1.148
, cf. E.El. 733 (lyr.), Aeschin.3.165, etc.;ἀπὸ ἄ. IG5(2).444.11
([place name] Megalopolis), al.: pl., Hp.Aër.5 and 19, Pl.Criti. 118b, etc.II ἄρκτος, ἡ, at Athens a girl appointed to the service of Artemis Brauronia or Ἀρχηγέτις, E. Hyps.Fr.57, Ar.Lys. 645.III a kind of crab, prob. Scyllarus arctus, Arist.HA 549b23, cf. Speus. ap. Ath.3.105b, Mnesim.4.45, Archestr.Fr.56.IV ἄρκτου δένδρον, = ἀκτῆ, Ps.-Dsc.4.173. (Cf. Skt. ṛk[snull ]as, Lat. ursus, etc.) -
18 ἐξαίρω
ἐξαίρω, [dialect] Ep. [full] ἐξᾰείρω Hom. (v. infr.), also in [dialect] Ion. Prose, Hp.Fract. 21, cf. ἀείρω, αἴρω: [tense] aor.1A , etc.:—lift up, lift off the earth,ἐκ μὲν ἄμαξαν ἄειραν Il.24.266
;ἐκ δὲ κτήματ' ἄειραν Od.13.120
(elsewh. Hom. uses only [voice] Med., v. infr.);ἐξάρας [αὐτὸν] παίει ἐς τὴν γῆν Hdt.9.107
; ἐ. χεῖρας in prayer, Plb.3.62.8;κοῦφον ἐξάρας πόδα S.Ant. 224
; βάθρων ἐκ τῶνδέ μ' ἐξάραντες having bidden me rise (from suppliant posture), Id.OC 264, cf. Tr. 1193; τίς σ' ἐξῆρεν οἴκοθεν στόλος; made thee start, Id.OC 358;ἡδοναῖς ἄμοχθον ἐ. βίον Id.Tr. 147
; ἐ. θώρακα take it out (of its case), Ar.Ach. 1133; :—[voice] Pass., ib.22.6.b seemingly intr., rise from the ground, of a bird, D.S.2.50;ἐ. τῷ στρατεύματι
start,Plb.
2.23.4, cf. LXXNu.2.9.2 raise in dignity, exalt, magnify, Κλεισθένης [τὴν οἰκίην] ἐξῆρε (v.l. -ήγειρε) Hdt.6.126;ἐξάρας με ὑψοῦ καὶ τὴν πάτρην Id.9.79
; ἄνω τὸ πρᾶγμα ἐ. exaggerate it, Aeschin.2.10;ἐπὶ μεῖζον ἐ. τὰ γενόμενα D.H.8.4
;ὑψηλὸν ἐ. αὑτὸν ἐπί τινι Pl.R. 494d
;ἐ. ὑπόθεσιν Procl.in Prm.p.522S.
; Rhet., treat in elevated style, Hermog.Id.2.3;τὸν τῆς ἑρμηνείας τύπον ἐ. παρὰ τὸ εἰωθός Procl.in Prm.p.484S.
;ἐπιστολαὶ μικρὸν ἐξηρμέναι Demetr.Eloc. 234
; of music,ἐξηρμένον καὶ τεθαρρηκός Heraclid.Pont.
ap. Ath.14.624d.3 arouse, stir up,θυμὸν ἐς ἀμπλακίην Thgn.630
; ; ἐ. σε θανεῖν excites thy wish to die, E.Hipp. 322;ἐ. φρένα λακεῖν Id.Alc. 346
;ἐ. χάριν χορείας Ar.Th. 981
.5 remove,ἔπιπλα PLond.1.177.21
(i A. D.); make away with, get rid of,ἐξάρατε τὸν πονηρὸν ἐξ ὑμῶν αὐτῶν 1 Ep.Cor.5.13
:—[voice] Pass., to be carried away, of a dam, PRyl.133.19 (i A. D.).II [voice] Med. (Hom. only in [ per.] 3sg. [tense] aor. ἐξήρατο), carry off for oneself, earn,δοιοὺς μισθούς Od.10.84
; ; ἐξάρατο ἕδνον won it as a dower, Pi.O.9.10;θοῶν ἐξήρατ' ἀγώνων.. κειμήλια Theoc.24.122
. (In Hom. ἐξήρατο may have displaced ἐξήρετο, [tense] aor. of ἐξάρνυμαι, v. ἀείρω.)2 ἐξαίρεσθαι νόσον take a disease on oneself, catch it, S.Tr. 491.III [voice] Pass., to be raised, [τὸ τεῖχος] ἐξῄρετο διπλήσιον τοῦ ἀρχαίου Hdt.6.133
; rise up, rise,ἐξαιρόμενον νέφος οἰμωγῆς E.Med. 106
;φλόξ Plb.14.5.1
;κονιορτός Id.3.65.4
.2 swell, dub. in Hp. VC15; ἐξαειρόμενα (- εύμενα codd.) ὑπὸ τῆς πιέξιος swellings caused by compression, Id.Fract.21.4 ἐξηρμένος prob. f.l. in Plb.4.4.5. -
19 ἐπίκλησις
A surname, additional name; used by Hom. only in acc. abs., like ἐπίκλην, and mostly ἐπίκλησιν καλέειν, as Ἀστυάναξ, ὃν Τρῶες ἐπίκλησιν καλέουσιν Astyanax, as they call him by surname (his name being Scamandrius), Il.22.506; Ἄρκτος, ἣν καὶ Ἄμαξαν ἐ. καλέουσι which they call also the Wain, 18.487, cf. 7.138, 22.29; Τιτῆνας ἐ. καλέεσκεν.. τιταίνοντας ἀτασθαλίῃ μέγα ῥέξαι ἔργον named them Titans, after their endeavouring.. ([etym.] ἐπὶ τῷ τιταίνειν), Hes.Th. 207; so in Hdt.,ἐ. δὲ ἡ κρήνη ἐπικαλέεται Ἡλίου 4.181
; Ἀθηναίης ἐ.Ἀσσησίης 1.19
; also, in name only, nominally, [Μενέσθιον] τέκε Πολυδώρη Σπερχειῷ, αὐτὰρ ἐ. Βώρῳ she bare him to Spercheius (really), but nominally to Borus, Il.16.177;τὸν τοῦ βουκόλου ἐπίκλησιν παῖδα Hdt.1.114
; κατ' ἐ. Apollod.1.3.2; opp. ὄνομα, D.H.5.21.2. after Hom., in other cases, surname, name, Th.1.3, etc.3. imputation, charge, Id.7.68, PLille29.27 (iii B.C.);ἐ. ἔχει κακὸς ἐ̄ιναι X.Lac.9.4
.4. title, D.C.37.6, etc.; βασιλέα ἄξιον τῆς ἐ.Jul.Or.2.70c.5. announcement of result of an election, OGI458.82 (i B.C., pl.).II. calling upon, invocation,Ἀφροδίτης Luc.Salt.
II;δαιμόνων D.C.78.4
: abs., prayer,ἐ. καὶ εὐχαί LXX 2 Ma.15.26
;μεμιγμένας ἀπειλαῖς ἐπικλήσεις D.H.5.21
.2. call to an office, Astramps. Orac.84.9.3. judicial appeal, Vett.Val.281.14; esp. = Lat.appellatio, appeal to the Tribunes, Plu.Marc.2, Cat.Mi.33,al.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπίκλησις
-
20 ἐπισπάω
A draw or drag after one, Hdt.2.121.δ; ἦγ' ἐπισπάσας κόμης by the hair, E.Hel. 116, cf. Tr. 882, Andr. 710:— [voice] Med., X.An.4.7.14:—[voice] Pass., ἐπισπασθῆναι τῇ χειρί with the hand, Th.4.130.2. metaph., bring on, cause,τοσόνδε πλῆθος πημάτων A.Pers. 477
.3. pull to,τὴν θύραν X.HG6.4.36
; cf. ἐπισπαστήρ: ἐπισπασθέντος τοῦ βρόχου being drawn tight, D.24.139.4. attract, gain, win, :—freq. in [voice] Med.,ἐπισπᾶσθαι κέρδος Hdt.3.72
;εὔνοιαν Plb.3.98.9
; (Magn. Mae., ii B.C.);ἔχθραν AP11.340
(Pall.); welcome, Ph.1.384; ἐπισπᾶσθαι πώγωνα get one a beard, Luc.JTr.16; induce,ὕπνον ἐκπώμασιν Lib.Or.56.26
; attract,σίδηρον Phld.Sign.1
.5. draw on, allure, persuade, :—[voice] Med.,ὁ λόγος.. ἂν ἐπισπάσαιτο Th.3.44
, cf. 5.111; ἐ. ἡ πέρδιξ [τὸν θηρεύοντα] Arist.HA 613b19; θάτερον παρεμπῖπτον ἐπεσπάσατο.. τὸ ἕτερον ἐπινόημα induced, provoked, Epicur.Nat. 137 G.: c.inf., induce to do, ἐπισπάσασθαι [ἂν] αὐτοὺς ἡγεῖτο προθυμήσεσθαι he thought it would induce, invite them to make the venture, dub. l. in Th.4.9; ἐπισπᾶσθαί τινα ἐμπλησθῆναιδακρύων τὰ ὄμματα X.Cyr.5.5.10
;ἐ. τοὺσπολεμίους ἐφ' ἑαυτόν Plu.Phil. 18
, cf. Mar.11, 21, 26; but τοὺς πολεμίους εἰς τόπους allure, entice, Plb. 3.110.2, etc.:—[voice] Pass., ἐπισπώμενον εἰς τἀναντία πολλάκις ἅμα though often he is being drawn in opposite directionsatonce, Pl.Lg. 863e; φοβοῦμαι μὴ πάντες.. ἐπισπασθῶσιν πέρα τοῦ συμφέροντος [πολεμῆσαι] D. 5.19; (iii B.C.); ἐπεσπάσθηνφιλονεικεῖν Demetr.Lac.Herc.1055.23F.
6. [voice] Med., absorb, τὰ σιτία- σπᾶται τὴν ὑγρότητα Arist.Pr. 868b30
;τὰ ἐριναστὰ [σῦκα] ἐ. τὸν ὀπόν Thphr.CP2.9.12
; quaff, of a drinker, ἀπνευστὶ ἐ. Gal.15.500, cf. Luc. DDeor.5.4; of infants, suck,γάλα Sor.1.88
; of cupping instruments, Hp.VM22; draw in,πνεῦμα Phld.D.3.13
:—[voice] Pass., of air, to be sucked in, Arist.Pr. 931b22.7. [voice] Med., draw in, call in,Πύρρον Plb.1.6.5
; φυλακὴν καὶ βοήθειαν παρά τινος ib.7.6;μάρτυρας -ᾶται τοὺς μουσικούς Phld.Po.5.1425.8
:—[voice] Pass., to be called in, forced to work,εἴς τι PTeb. 27.4
(ii B.C.).8. in [voice] Pass., of the sea, ἐπισπωμένη βιαιότερον returning with a rush after having retired, Th.3.89.II. overturn: hence proverb., ὅλην τὴν ἅμαξαν ἐπεσπάσω you have `upset the apple-cart', Luc.Pseudol.32.III. [voice] Med., draw the prepuce forward, become as if uncircumcised,μὴ ἐπισπάσθω 1 Ep.Cor.7.18
; of the nurse, ἐπισπάσθωτὴν ἀκροποσθίαν Sor.1.113
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπισπάω
- 1
- 2
См. также в других словарях:
ἁμαξᾶν — ἄμαξα frame work fem gen pl (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἄμαξαν — Ἄμαξα fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄμαξαν — ἄμαξα frame work fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἅμαξαν — ἄμαξα frame work fem acc sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
PLAUSTRUM — currus quatuor rotis constans, Car. du Fresne Glossar. Sic vero ab imperitis vocari, testatur Valerius Probus; Plostra legendum putavit, licet usus Plaustra obtineat. Unde lepida illa apud Sueton. fabella, c. 22. ubi, cum Vespasianus moneretura… … Hofmann J. Lexicon universale
Gordian Knot — For other uses, see Gordian Knot (disambiguation). Alexander cuts the Gordian Knot, by Jean Simon Berthélemy (1743–1811) The Gordian Knot is a legend of Phrygian Gordium associated with Alexander the Great. It is often used as a metaphor … Wikipedia
εύτροχος — εὔτροχος, ον (ΑΜ), επικ. και λυρ. τ. ἐΰτροχος, ον (Α) μσν. αυτός που κινείται ελεύθερα αρχ. 1. αυτός που έχει ωραίους τροχούς ή που οι τροχοί του λειτουργούν καλά («ὃς κ ἰθύνοι ἡμιόνους καὶ ἅμαξαν ἐΰτροχον», Ομ. Ιλ.) 2. κυκλικός, ολοστρόγγυλος… … Dictionary of Greek
λώεσσαν — ή λώλεσσαν (Α) (κατά τον Ησύχ.) «τὴν ἅμαξαν» … Dictionary of Greek
οπλέω — ὁπλέω (Α) [όπλον] (ποιητ. τ.) οπλίζω, ετοιμάζω («ἅμαξαν ὥπλεον», Ομ. Οδ.) … Dictionary of Greek
πείρινς — ινθος, ἡ, και επικ. τ. πείρινθα και πείρινθος, ὁ, Α μεγάλο πλεχτό καλάθι, τετράγωνο ή κυκλικό, πλεγμένο από κλάδους ιτιάς ή σχοίνων ή από καλάμια, το οποίο προσδενόταν πάνω σε άμαξα ή σε άρμα και χρησίμευε ως κάθισμα ή για την τοποθέτηση τροφίμων … Dictionary of Greek
πράττω — ΝΜΑ, πράσσω ΜΑ, ιων. τ. πρήττω, ιων. επικ. τ. πρήσσω, κρητ. τ. πράδδω, Α 1. εκτελώ, διενεργώ, κάνω (α. «έπραξε το καθήκον του» β. «οἱ μὲν δὴ ταῡτ ἔπραξάν τε καὶ ἔλεξαν», Ξεν. γ. «τοῡ πράττειν πάντα, Δέσποτα, τὰ τῆς οἰκείας γνώμης», Πρόδρ.) 2. (το … Dictionary of Greek