Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

(πέλεκυν

См. также в других словарях:

  • πέλεκυν — πέλεκυς axe fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • брады — БРАД|Ы (4*), ЬВЕ с. Холодное оружие, топор: Лоусии изби всѣмъ голени брадъвами Пр XIII XIV (1), 78в; то же Пр 1383, 107в; единъ бѣсъ. ре(ч)... се дь˫аволъ идеть к тобѣ в подобьи оц҃а твоего. имыи брадовь в кошѣ своемь хотѩ оувити [вм. оубити] тѩ …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • Labrys — An ornamented golden Minoan labrys Labrys (λάβρυς in Greek, lábrys) is the term for a symmetrical doubleheaded axe originally from Crete in Greece, one of the oldest symbols of Greek civilization; to the Romans, it was known as a bipenn …   Wikipedia

  • Labrys — El término labrys designa a un hacha de doble filo, conocida entre los antiguos griegos con el nombre de pelekys (πέλεκυς)[1] o sagaris, y entre los romanos como bipennis (en español bipenne). Este no es el primer uso del que se tiene constancia …   Wikipedia Español

  • βάφω — και βάφτω (AM βάπτω) 1. εμβαπτίζω, βυθίζω κάτι σε νερό ή άλλο υγρό (α. «έβαψα το ψωμί μου στο λάδι» β. «βάπτω εἰς ὕδωρ» γ.»βάπτω τἄρια θερμῷ» βυθίζω τα μαλλιά σε ζεστό νερό) 2. (για σιδερένιο ή άλλα εργαλείο) σκληρύνω, στομώνω («βάφω το σκεπάρνι» …   Dictionary of Greek

  • επικόπτω — ἐπικόπτω (Α) [κόπτω] 1. χτυπώ πάνω σε κάτι για να τό σκοτώσω, σκοτώνω με χτύπημα («πέλεκυν... ὀξὺν ἔχων ἐν χειρὶ παρίστατο, βοῡν ἐπικόψων», Ομ. Οδ.) 2. κλαδεύω δέντρα, κόβω τις κορυφές 3. (για θάμνους) κόβω για να καθαρίσω το έδαφος 4. κόβω,… …   Dictionary of Greek

  • ξυλοτόμος — ο (Α ξυλοτόμος, ον) το αρσ. ως ουσ. ο ξυλοτόμος ο υλοτόμος, ο ξυλοκόπος αρχ. αυτός που κόβει ξύλα («πέλεκυν ἔχοντας ξυλοτόμον», Ξεν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ξύλον + τόμος (< τέμνω), πρβλ. λιθο τόμος] …   Dictionary of Greek

  • σκέπαρνο — το / σκέπαρνον, ΝΑ, και σκέπαρνος, ὁ, Α το σκεπάρνι αρχ. 1. ξυλουργικό εργαλείο με διπλή αμφίπλευρη κοπτική αιχμή, τής οποίας η μία πλευρά είναι μεγάλη και η άλλη μικρή («σκέπαρνον τὸν ἀμφίστομον πέλεκυν», Ησύχ.) 2. είδος χειρουργικού επιδέσμου 3 …   Dictionary of Greek

  • φαρμάσσω — και αττ. τ. φαρμάττω και μτγν. τ. φαρμάζω Α 1. εμβαπτίζω, βουτώ μέταλλο, κυρίως πυρακτωμένο σίδηρο, σε νερό, στομώνω, βάφω («ὡς δ ὅτ ἀνὴρ χαλκεὺς πέλεκυν... εἰν ὕδατι ψυχρῷ βάπτῃ μεγάλα φαρμάσσων», Ομ. Οδ.) 2. βάφω, χρωματίζω («λέγεται δὲ καὶ… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»