Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

χιονοβόλος

См. также в других словарях:

  • χιονοβόλος — snowy masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χιονοβόλος — α, ο / χιονοβόλος, ον, ΝΜΑ, θηλ. και ος Ν αυτός που ρίχνει χιόνι, που χιονίζει νεοελλ. φρ. «χιονοβόλος ημέρα» ημέρα κατά την οποία χιονίζει. [ΕΤΥΜΟΛ. < χιών, χιόνος + βόλος (< βόλος < βάλλω), πρβλ. φυλλο βόλος, χαλαζο βόλος] …   Dictionary of Greek

  • χιονόβολος — ον, Α χιονόβλητος*, χιονισμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < χιών, χιόνος + βολος (< βόλος < βάλλω), πρβλ. κεραυνό βολος. Η προπαροξυτονία προσδίδει στον τ. παθ. σημ.] …   Dictionary of Greek

  • χιονοβόλον — χιονοβόλος snowy masc/fem acc sg χιονοβόλος snowy neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χιονοβολία — η, Ν χιονοβολή. [ΕΤΥΜΟΛ. < χιονοβόλος. Η λ. μαρτυρείται από το 1812 στον Κ. Κούμα] …   Dictionary of Greek

  • χιονοβολούμαι — χιονοβολοῡμαι, έομαι, ΝΑ, και τ. ενεργ. χιονοβολώ, έω, Ν καλύπτομαι με χιόνι νεοελλ. (το ενεργ.) ρίχνω χιόνι, καλύπτω με χιόνι. [ΕΤΥΜΟΛ. < χιονοβόλος. Η λ. στη νεοελλ. στον λόγιο ενεργ. τ. χιονοβολῶ, έω, μαρτυρείται από το 1887, στην εφημερίδα …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»