Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ὡρέων

См. также в других словарях:

  • Ὡρέων — Ὥρα fem gen pl (epic ionic) Ὡρέων , Ὧραι fem gen pl (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὠρέων — ὤρα care fem gen pl (epic ionic) ὠ̱ρέων , ὦρος sleep neut gen pl (epic doric ionic aeolic) ὠρέω pres part act masc nom sg (epic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὡρέων — ὥρα sura. fem gen pl (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Μουσείο, Αρχαιολογικό Ωρεών (Εύβοιας) — Η αρχαιολογική συλλογή των Ωρεών στεγάζει τα ευρήματα από τους Ωρεούς και την Ιστιαία, δύο πόλεις που συνδέονταν στενά από την αρχαιότητα. Η αρχαία κώμη Ωρεός ήταν το επίνειο της Ιστιαίας, μέχρι την καταστροφή της τελευταίας από τους Αθηναίους το …   Dictionary of Greek

  • ώρα — Στην αρχαία ελληνική, ώ. σήμαινε εποχή. Σήμερα, σημαίνει χρονική διάρκεια ίση με το ένα εικοστό τέταρτο του ημερονυχτίου και συνεκδοχικά την κατάλληλη στιγμή, τον καιρό, την ακμή. Η ώ. διαιρείται σε 60 πρώτα λεπτά και το κάθε λεπτό σε 60 δεύτερα… …   Dictionary of Greek

  • κὠρέων — ὀρέων , ὄρος implement for pressing grapes neut gen pl (epic doric ionic aeolic) ὀρέων , ὀρεύς mule masc gen pl ὀρέω̆ν , ὀρεύς mule masc gen pl ὠρέων , ὤρα care fem gen pl (epic ionic) ὠ̱ρέων , ὦρος sleep neut gen pl (epic doric ionic aeolic)… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Liste der Gemeinden Griechenlands (1997–2010) — Die folgende Tabelle umfasst alle griechischen Gemeinden, die im Zuge des Kapodistrias Programms von 1997 aus knapp 6.000 kleineren kommunalen Einheiten geschaffen wurden und im Zuge des Kallikratis Gesetzes von 2010 zum 1. Januar 2011… …   Deutsch Wikipedia

  • ήκω — ἥκω (AM) (ο ενεστ. ήκω με σημ. παρακμ., ο πρτ. ήκον με σημ. υπερσυντ. και ο μέλλ. ήξω με σημ. συντελ. μέλλ.) 1. έχω έλθει, έχω φθάσει, είμαι παρών (α. «οὔπω ἥκει ἡ ὥρα μου», ΚΔ β. «ἥκασι καιροί τῆς ἀνταποδόσεως», Νικ. Χων.) 2. εξαρτώμαι από… …   Dictionary of Greek

  • κράση — (Γραμμ.). Όρος της αρχαίας ελληνικής γραμματικής, που δηλώνει τη συγχώνευση του τελικού φωνήεντος ή διφθόγγου μιας λέξης με το αρχικό φωνήεν ή δίφθογγο της επόμενης σε ένα μακρό φωνήεν ή σε δίφθογγο (παραδείγματος χάριν, τα άλλα > τλλα, το… …   Dictionary of Greek

  • Αγάπιος — I Όνομα λογίων και φιλοσόφων. 1. Αιρετικός, μαθητής του Μάνητα (3ος αι. μ.Χ.). Σύμφωνα με τον Φώτιο, έγραψε δύο έργα όπου εξέθετε μανιχαϊκές δοξασίες. 2. O Αλεξανδρεύς (5ος αι. μ.Χ.). Γιατρός και λόγιος από την Αλεξάνδρεια. Δίδαξε ιατρική στην… …   Dictionary of Greek

  • Άγιος Κωνσταντίνος — I Μικρό νησί στον Κρισσαίο κόλπο, μπροστά στο λιμάνι της Ιτέας. Στο νησί αυτό ίδρυσε το 1720 σχολείο ο Νικόλαος Λογοθέτης, στο οποίο δίδαξαν ο ιερομόναχος Καβρίκος από την Αγία Ευφημία της Ευρυτανίας και ο Πρωτόπαπας από τα Άγραφα. To σχολείο… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»