Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

δωδεκάωρος

См. также в других словарях:

  • δωδεκάωρος — of twelve hours masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δωδεκάωρος — η, ο (AM δωδεκάωρος, ον) 1. αυτός που διαρκεί δώδεκα ώρες 2. το ουδ. ως ουσ. το δωδεκάωρο(ν) χρονικό διάστημα δώδεκα ωρών …   Dictionary of Greek

  • δωδεκάωρος — η, ο 1. αυτός που διαρκεί δώδεκα ώρες: Είχα δωδεκάωρη βάρδια. 2. το ουδ. ως ουσ., δωδεκάωρο χρονικό διάστημα δώδεκα ωρών: Δούλεψα συνεχώς ένα δωδεκάωρο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • δωδεκάωρον — δωδεκάωρος of twelve hours masc/fem acc sg δωδεκάωρος of twelve hours neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δωδεκαώρου — δωδεκάωρος of twelve hours masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δωδεκαώρῳ — δωδεκάωρος of twelve hours masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»