-
1 παντ-αμάρτητος
παντ-αμάρτητος, in Allem sündig?
-
2 πολυ-αμάρτητος
πολυ-αμάρτητος, sehr sündig, Sp.
-
3 φιλ-αμάρτητος
φιλ-αμάρτητος, = Vorigem, Timario.
-
4 ἀν-αμάρτητος
ἀν-αμάρτητος, der nicht gesündigt hat, τινί, gegen jemand, Her. 5, 39; πρός τινα, Dem. 23, 125; der nicht Schuld ist, πόλις ἀν. τῶν πρότερον καὶ νῠν ἑστεώτων, an dem Vergangenen, Her. 1, 155; aber συμφορά, ein unverschuldetes Unglück, Antiph. 3, β, 11; frei von Irrthum, Plat. Theaet. 146 a; Rep. I, 339 b dem οἷοί τι ἁμαρτεῖν entgegengesetzt, also, unfehlbar, der uicht irren kann; unwandelbar, τάξις, von der Weltordnung, neben ἀκήρατος Xen. Cyr. 8, 7, 22. – Adv. ἀναμαρτήτως, ohne zu wanken, unveränderlich, Xen. Mem. 4, 3, 14.
-
5 ἐν-αμάρτητος
ἐν-αμάρτητος, dem Irren ausgesetzt, sündhaft, Sp.
-
6 αναμαρτητος
21) ничем не провинившийся, невиновный(τινι Her. и πρός τινα Dem.)
ἀ. τινος Her. — невиновный в чем-л.2) поступающий безошибочно, непогрешимый Plat., Plut.3) безукоризненный, безупречный(ἥ τῶν ὅλων τάξις Xen.; πολιτεῖαι Arst.)
-
7 δυσαμάρτητος
δῠσ-ᾰμάρτητος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δυσαμάρτητος
-
8 ἀδιαμάρτητος
ἀδι-αμάρτητος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀδιαμάρτητος
-
9 ἀναμάρτητος
ἀν-αμάρτητος, der nicht gesündigt hat, τινί, gegen jemand; der nicht Schuld ist; frei von Irrtum, unfehlbar, der nicht irren kann; unwandelbar, τάξις, von der Weltordnung. Adv. ohne zu wanken, unveränderlich -
10 ἐναμάρτητος
ἐν-αμάρτητος, dem Irren ausgesetzt, sündhaft -
11 πανταμάρτητος
-
12 πολυαμάρτητος
-
13 φιλαμαρτήμων
φιλ-αμαρτήμων, ονος, u. φιλ-αμάρτητος, u. φιλ-άμαρτος, die Sünde liebend
См. также в других словарях:
πολυαμάρτητος — ον, ΜΑ αυτός που υπέπεσε σε πολλές αμαρτίες, ο πολύ αμαρτωλός. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + ἁμαρτάνω (πρβλ. αν αμάρτητος, δυσ αμάρτητος)] … Dictionary of Greek
φιλαμάρτητος — ον, Α φιλαμαρτήμων*. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + αμάρτητος (< ἁμαρτάνω), πρβλ. ἀν αμάρτητος] … Dictionary of Greek
εν — (I) (AM ἐν, Α ποιητ. τ. ἐνί, εἰν, εἰνί) πρόθ. (με δοτ.) Ι. (για τόπο) 1. μέσα, εντός («νήσω ἐν ἀμφιρύτῃ», Ομ. Οδ.) 2. δηλώνει τη στάση σε τόπο («εν Αθήναις») 3. με κύρια ή προσηγορικά ονόματα ελλειπτικά με παράλειψη ουσ. (δόμοις, οίκω, μεγάρω,… … Dictionary of Greek
ολιγαμάρτητος — ὀλιγαμάρτητος και ὀλιγοαμάρτητος, ον (Μ) αυτός που έχει λίγες αμαρτίες. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀλιγ(ο) (βλ. λ. λιγο ) + ἁμαρτάνω, πρβλ. φιλ αμάρτητος] … Dictionary of Greek
πανθαμάρτητος — και πανταμάρτητος, ον, Α πάρα πολύ αμαρτωλός. [ΕΤΥΜΟΛ. < παντ(ο) * + ἁμαρτάνω (πρβλ. δυσ αμάρτητος)] … Dictionary of Greek