-
1 λυράν
-
2 λυρᾶν
-
3 λύραν
λύρᾱν, λύραlyre: fem acc sg (attic doric aeolic) -
4 Γάιδαρου λύραν έπαιζαν κι αυτός τ'αυτιά του τάραξε
Ослу на лире играли, а он глаза таращил• Метать бисер перед свиньямиИсточник: Собрание пословиц на greek-language.ru, 2012Ελληνικές παροιμίες και ρήσεις (Греческие пословицы и поговорки) > Γάιδαρου λύραν έπαιζαν κι αυτός τ'αυτιά του τάραξε
-
5 λύρα
λῠρα (λύρα, -ᾳ, -αν; -αι, -ᾶν.)1 lyreἐγκωμίων τε μελέων λυρᾶν τε τυγχανέμεν O. 2.47
ἁδύλογοι δέ νιν λύραι μολπαί τε γινώσκοντι O. 6.97
ἁδυεπής τε λύρα γλυκύς τ' αὐλὸς O. 10.93
εἰμὶ δ' ἄσχολος ἀναθέμεν πᾶσαν μακραγορίαν λύρᾳ τε καὶφθέγματι μαλθακῷ P. 8.31
παντᾷ δὲ χοροὶ παρθένων λυρᾶν τε βοαὶ καναχαί τ' αὐλῶν δονέονται P. 10.39
ἐγὼ δὲ κείνων τέ μιν ὀάροις λύρᾳ τε κοινάσομαι N. 3.12
ἀλλ' ὅμως εὔχορδον ἔγειρε λύραν N. 10.21
λύρα δέ σφι βρέμεται καὶ ἀοιδά N. 11.7
λύ]ραι τε καὶ ὑ[μν (supp. Lobel) fr. 215. 9. -
6 ἁρμόζω
ἁρμόζω, [dialect] Att. [full] ἁρμόττω, [dialect] Dor. [full] ἁρμόσδω Theoc.1.53 ([etym.] ἐφ-); part.Aἁρμόσσον Hp.Art.37
: [tense] impf. ἥρμοζον, [dialect] Dor.ἅρμ- Pi.N.8.11
: [tense] fut. (lyr.), Hp.Fract.31, Ar.Th. 263: [tense] aor.ἥρμοσα Il.3.333
, etc., [dialect] Dor.ἅρμοξα Pi.N.10.12
([etym.] συν-): [tense] pf.:— [voice] Med., [dialect] Ep. imper.ἁρμόζεο Od.5.162
,- όζου Philem.187
: [tense] fut.- όσομαι Gal.10.971
: [tense] aor.ἡρμοσάμην Hdt.5.32
, etc., [dialect] Dor.ἁρμοξάμην Alcm.71
: —[voice] Pass., [tense] pf. (lyr.), Pl.La. 193d, [dialect] Ion.ἅρμοσμαι Hdt.2.124
; [dialect] Dor. inf.ἁρμόχθαι Ocell.
ap. Stob.1.13.2; [dialect] Dor. [ per.] 3sg.ἅρμοκται Ecphant.
ap. Stob.4.7.64: [tense] aor. , [dialect] Dor.ἁρμόχθην D.L.8.85
: [tense] fut.ἁρμοσθήσομαι S.OC 908
:—fit together, join, esp. of joiner's work, ἥρμοσεν ἀλλήλοισιν (sc. τὰ δοῦρα) Od.5.247 (also in [voice] Med., put together, ἁρμόζεο χαλκῷ εὐρεῖαν σχεδίην ib. 162;ναυπηγίαν ἁρμόζων E.Cyc. 460
;ἁρμόζειν χαίταν στεφάνοισι Pi.I.7
6).39;ἀρβύλαισιν ἁ. πόδα E.Hipp. 1189
; ἁ. πόδα ἐπὶ γαίας plant foot on ground, Id.Or. 233;ἁ. ποδὸς ἴχνια Simon.182
; ἐν ἁσυχαία βάσει βάσιν ἅρμοσαι ([tense] aor. imper. [voice] Med.) S.OC 198; kiss,E.
Tr. 763; ἁ. ψαλίοις ἵππους furnish them with.., Id.Rh.27 (lyr.).b generally, adapt, accommodate, ἁ. δίκην εἰς ἕκαστον award each his just due, Sol.36.17; σφισὶν βίοτον ἁ. accord them life, Pi.N.7.98; apply a remedy, S.Tr. 687; make ready,τοὐπτάνιον Hegesipp.
Com.1.19:—[voice] Med., accommodate, suit oneself, πρὸς τὴν παροῦσαν πάντοθ' ἁρμόζου τύχην Philem.l.c.;πρός τινα Luc.Merc.Cond.30
; ἁ. σύνεσιν acquire it, Hp. Lex2.2 of marriage, betroth, Hdt.9.108;ἁ. κόρᾳ ἄνδρα Pi.P.9.117
; ἁ. γάμον, γάμους, ib.13, E.Ph. 411:—[voice] Med., betroth to oneself, take to wife,τὴν θυγατέρα τινός Hdt.5.32
,47 (but [voice] Med. = [voice] Act., 2 Ep.Cor.11.2);ἁ. ὡς ἐὰν αἱρῆται γάμῳ POxy.906.7
(ii/iii A. D.):—[voice] Pass., ἁρμόσθαι θυγατέρα τινὸς γυναῖκα have her betrothed or married to one, Hdt.3.137; ὡς ἐκείνῳ τῇδέ τ' ἦν ἡρμοσμένα as troth was plighted between him and her, S.Ant. 570.4 set in order, regulate, govern,στρατ όν Pi.N.8.11
:—[voice] Pass.,[νόμοις] οὐκ ἄλλοισιν ἁρμοσθήσεται S.OC 908
; κονδύλοις ἡρμοττόμην I was ruled or drilled with cuffs, Ar.Eq. 1236.b in the Spartan Constitution, act as harmost,ἐν ταῖς πόλεσιν X.Lac.14.2
, etc.: c. acc.,ἁρμοστὴν ὃς ἥρμοζε τὴν Ἀσίαν Luc.Tox.17
.5 in Music, tune instruments,τὸ σύμφωνον Pl.Phlb. 56a
, etc.:—[voice] Med.,ἁρμόττεσθαι ἁρμονίαν Id.R. 591d
; ἁ. λύραν tune one's lyre, ib. 349e;Δωριστὶ ἁ. λύραν Ar.Eq. 989
;αὐλόν Luc.Harm.1
(but μέλη ἔς τι ἁ. adapt them to a subject, Simon. 184):—[voice] Pass., of the lyre, to be tuned,Pl.
Tht. 144e, cf. Phd. 85e;ἁρμονίαν καλλίστην ἡρμ. Id.La. 188d
; at harmony with itself,Id.
R. 554e.II intr., fit well, of clothes or armour, ἥρμοσε δ' αὐτῷ [θώρηξ] Il.3.333; ;ἐσθὰς ἁρμόζοισα γυίοις Pi.P.4.80
; ἆρ' ἁρμόσει μοι (sc. τὰ ὑποδήματα); Ar.Th. 263; τοῖς τρόποις ἁ. ὥσπερ περὶ πόδα fit like a shoe, Pl. Com.129;θώραξ περὶ τὰ στέρνα ἁρμόζων X.Cyr.2.1.16
.b Math., coincide with, c. dat., Papp.612.14; correspond, Hero Aut.1.4.2 suit, be adapted for, (lyr.), El. 1293, And.4.6; τόδ' οὐκ ἐπ' ἄλλον ἁρμόσει shall not be adapted to another, S.Ant. 1318;κἂν ἐπὶ τῶν θηρίων ἁρμόσειε λόγος Arist.Pol. 1281b19
; εἴς τι, πρός τι, Pl. Plt. 289b, 286d;πρὸς τὰς συνουσίας Isoc.2.34
, cf. D.61.24; of medicines, Dsc.1.2, al.; of an argument, apply, Arist.Ph. 209a9, al.; is applicable,Id.
Rh. 1377a19.3 impers., ἁρμόζει it is fitting, c. acc. et inf.,σιγᾶν ἂν ἁρμόζοι σε S.Tr. 731
: c.inf. only,λόγους οὓς ἁρμόσει λέγειν D.18.42
;πάντα τὰ τοιαῦτα ἁρμόττει καλεῖν Id.21.166
;οὔτε ἁ. μοι οἰκεῖν μετὰ τοιούτων Id.40.57
;τὰ τοιαῦτα ῥηθῆναι μάλιστ' ἂν ἁρμόσειεν Isoc.9.72
.4 part. ἁρμόζων, ουσα, ον, fitting, suitable, Pi.P.4.129; ἡ ἁρμόζουσα ἀπόφασις the appropriate verdict, Archim.Sph.Cyl. 1 Praef.; , al.: c. gen., Plb.1.44.1;πρός τι X.Mem.4.3.5
, etc. -
7 λύρα
λύρα, ἡ, die Lyra, Leier, ein siebensaitiges 8nach D. Sic. 3, 16 ursprünglich vierseitiges) Instrument, das Hermes erfunden u. dem Apollo geschenkt haben soll, λύρῃ κιϑαρίζειν, H. h. Merc. 423 (sonst hat Hom. das Wort nicht, vgl. κιϑάρα u. φόρμιγξ); oft bei Pind., ἀδυεπής, Ol. 11, 97, εὔχορδον ἔγειρε λύραν, N. 10, 21, λυρᾶν βοαί P. 10, 39, u. Tragg., ἄνευ λύρας ὅμως ὑμνῳδεῖ Aesch. Ag. 963, λύρας κτύπος, Eur. Alc. 432, ἔχων κέλαδον ἑπτατόνου λύρας, I. T. 1129; Ar. u. com. oft, wie in Prosa, περὶ κρουμάτων ἐν λύρᾳ, Plat. Alc. I, 107 a. Sie hatte einen tieferen Schallboden als die Kithara und galt als das männlichste unter den Saiteninstrumenten. – Auch das Spielen auf der Lyra, Plat. Legg. VII, 809 c, u. die lyrische Dichtkunst. – Das Sternbild, die Leier, Arat. 268. – Ein Meerfisch aus dem Barbengeschlecht, die Secleier, Arist. H. A. 4, 9.
-
8 ἁρμόζω
ἁρμόζω (ἄρω, ἅρμα, ἁρμός, ἁρμόδιος), attisch praes. meist ἁρμόττω; fügen, ordnen, passen. – Hom. viermal: med. Od. 5, 162 δούρατα ταμὼν ἁρμόζεο χαλκῷ σχεδίην, füge zusammen; act. transit. 5, 247 τέτρηνεν πάντα καὶ ἥρμοσεν ἀλλήλοισιν, vgl. Scholl.; act. intransit. Iliad. 3, 333 ϑώρηκα περὶ στήϑεσσιν ἔδυνεν· ἥρμοσε δ' αὐτῷ, er paßte ihm; 17, 210 Ἔκτορι δ' ἥρμοσε τεύχε' ἐπὶ χροΐ – Bei den Folgd. –: 1) anfügen, zusammenfügen, ναυπηγίαν Eur. Cycl. 459; ἐπὶ γαίας ἁρμόσαι πόδας, die Füßc auf den Boden setzen, Or. 233; τί τινι, Pind. βίοτον σφίσι N. 7, 98; χαίταν στεφάνοις I. 6, 39; umgekehrt, ῥόδον κροτάφοις Anacr. 42, 9; πόδας ἐπὶ γαίας, die Füße auf die Erde setzen, Eur. Or. 233; ποδὸς ἴχνια, hintreten, Simon. 26 (VII, 253); Plat. nur Phil. 56 a τὸ σύμφωνον; ἔπεα, vom Dichter, Pind. P. 3, 114. Bes. ἄνδρα κόρᾳ, verheirathen, Pind. P 9, 121; γάμον 9, 13; ϑυγατέρα τινί, Einem die Tochter verloben, Her. 9, 108; vgl. Poll. 3, 34 ὁ πενϑερὸς ἐγγυᾷ, ἁρμόζει; med., sich vermählen mit, Her. 5, 47 u. öfter; ἅρμοσται τὴν ϑυγατέρα 3, 137, mit ihr vermählt sein; οὐδ' ἥρμοζε νυμφίῳ τινί Eur. El. 24. – 2) ordnen, befehlen, στρατόν Pind. N. 8, 11; bes. von den Lacedämonischen Befehlshabern, den Harmosten, πόλιν, auch ἐν τῇ πόλει, Xen. Lac. 14, 2; Ael. H. A. 13, 21. Von Instrumenten, stimmen, λύραν ἐπίτειν' ἕως ἂν ἁρμόσῃ Mach. Ath. VII, 346, was nachher συμφωνεῖν heißt; wie Plat. auch das med. braucht, λύραν Rep. I, 349 e; Ar. Equ. 984; ἁρμονίαν Plat. Rep. IX, 591 d; λύρα ἡρμοσμένη Phaed. 85 e; aber Lach. 193 b ist ἡρμόσμεϑα pass.; komisch, κονδύλοις ἡρμοττόμην Ar. Equ. 1236, ich wurde mit Faustschlägen gestimmt, d. i. erzogen. – 3) Am gew. intrans., passen, bequem sitzen, von Kleidern u. Waffen, Xen. Cyr. 2, 1, 16 ϑώραξ περὶ τὰ στέρνα ἁρμόζων; ἱμάτια καὶ ὑποδήματα Plat. Soph. 262 d; Ar. Th. 263 u. sonst. Uebh. angemessen sein, καὶ πρέπον εἶναι, Plat. Gorg. 503 e Lach. 188 d; εἰ μὴ τάδε πᾶσιν ἁρμόσει Soph. Ant. 1303; vgl. O. R. 902 Tr. 728. Gew. mit dat.; εἴς τι, Plat. Polit. 289 b; πρός τι, Ar. Av. 567; Dem. 61, 24; Pol. 1, 26, 4, der auch das med. so construirt, sich nach etwas fügen; ἁρμόττει ἐμοὶ εἰπεῖν Dem. 24, 4; vgl. 18, 42; – ἁρμόζων, passend, angemessen, ξείνια Pind. P. 4, 129; λόγοι, = σύμμετροι, Isocr. 4, 83; καιρὸς καὶ τόπος Pol. 5, 98, 11; vgl. 2, 16, 15; auch mit dem gen., 1, 44, 4.
-
9 τε
τε A1 connective,a joining words and phrases.ἐς ἔρανον φίλαν τε Σίπυλον O. 1.38
νέκταρ ἀμβροσίαν τε O. 1.62
βίαν παρθένον τε O. 1.88
ταχυτὰς ποδῶν ἀκμαί τ' ἰσχύος O. 1.96
ἔρεισμ' Ἀκράγαντος εὐωνύμων τε πατέρων ἄωτον O. 2.7
Πυθῶνι Ἰσθμοῖ τε O. 2.50
Κύκνον Ἀοῦς τε παῖδ' Αἰθίοπα O. 2.83
ἄνδρα μᾶλλον εὐεργέταν πραπίσιν ἀφθονέστερόν τε χέρα O. 2.94
τὸ λαλαγῆσαι θέλων κρυφόν τε θέμεν ( τιθέμεν coni. Hermann) O. 2.97 ὑπὸ βουθυσίαις ἀέθ-λων τε πεμπαμέροις ἁμίλλαις O. 5.6
πόνος δαπάνα τε O. 5.15
ζώναν καταθηκαμένα κάλπιδά τ O. 6.40
ἀγῶνας ἔχει μοῖράν τ' ἀέθλων O. 6.79
λύραι μολπαί τε O. 6.97
τῶνδε κείνων τε O. 6.102
Ὀλυμπίᾳ Πυθοῖ τε νικώντεσσιν O. 7.10
παῖδ' Ἀφροδίτας Ἀελίοιό τε νύμφαν O. 7.14
πελώριον ἄνδρα πατέρα τε O. 7.17
ζωοῖσιν ἑρπόντεσσί θ' ὁμοῖα O. 7.52
τεθμὸν Ὀλυμπιονίκαν ἄνδρα τε O. 7.89
παῖς ὁ Λατοῦς εὐρυμέδων τε Ποσειδάν O. 8.31
Θέμις θυγάτηρ τε O. 9.15
πόλεμον μάχαν τε πᾶσαν O. 9.40
Πύρρα Δευκαλίων τε O. 9.43
πόλιν δ' ὤπασεν λαόν τε διαιτᾶν O. 9.66
υἱὸν δ' Ἄκτορος Αἰγίνας τε Μενοίτιον O. 9.70
προξενίᾳ δ' ἀρετᾷ τ O. 9.83
ὡραῖος ἐὼν καὶ καλὸς κάλλιστά τε ῥέξαις O. 9.94
Ἰολάου τύμβος ἐνναλίᾳ τ' Ἐλευσὶς O. 9.98
ὑπὸ στερεῷ πυρὶ πλαγαῖς τε σιδάρου O. 10.37
σὺν Ὀλυμπιάδι πρώτᾳ νικαφορίαισί τε O. 10.59
ἐκ Πυθῶνος Ἰσθμοῖ τ O. 12.18
Εὐνομία κασιγνήτα τε O. 13.6
σταδίου τιμὰν διαύλου θ O. 13.37
Μοίσαις Ὀλιγαιθίδαισίν τ O. 13.97
Δὶ Ἐνυαλίῳ τ O. 13.106
στεφάνοισι ἵπποις τε P. 1.37
ταῦτα νόῳ τιθέμεν εὔανδρόν τε χώραν P. 1.40
ἁγητὴρ ἀνήρ, υἱῷ τ' ἐπιτελλόμενος (cf. A. 4. a infra) P. 1.70ἀνδρῶν ἵππων τε P. 2.2
παρθένος ὅ τ' ἐναγώνιος Ἑρμᾶς P. 2.10
ξεινίαν κοίταν ἄθεμίν τε δόλον P. 3.32
Λατοίδαισιν Πυθῶνί τ P. 4.3
Ἀπόλλων ἅ τε Πυθὼ P. 4.66
νύκτεσσιν ἔν θ' ἁμέραις P. 4.130
“ ἐκ πόντου σαώθη ἔκ τε ματρυιᾶς ἀθέων βελέων” P. 4.162Ζήταν Κάλαίν τ P. 4.182
δήσαις ἐμβάλλων τ P. 4.235
πάχει μάκει τε P. 4.245
ἀπὸ γᾶς ἀπό τε κτεάνων P. 4.290
Ἡρακλέος ἐκγόνους Αἰγιμιοῦ τε P. 5.72
[θ (codd.: om. byz.) P. 5.100] σφὸν ὄλβον υἱῷ τε κοινὰν χάριν ἔνδικόν τ' Ἀρκεσίλᾳ (bis) P. 5.102νόον φέρβεται γλῶσσάν τε P. 5.111
ἐπ' ἔργοισιν ἀμφί τε βουλαῖς P. 5.119
πατρὶ τεῷ, Θρασύβουλε, κοινάν τε γενεᾷ νίκαν P. 6.15
στεροπᾶν κεραυνῶν τε P. 6.24
[τίνα πάτραν, τίνα τ' οἶκον (τ del. Boeckh) P. 7.6κεραυνῷ τόξοισί τ' Ἀπόλλωνος P. 8.18
ποίᾳ Παρνασσίδι Δωριεῖ τε κώμῳ P. 8.20
“ κύμασιν ῥιπαῖς τ' ἀνέμων” P. 9.48καλλίσταν πόλιν ἀμφέπει κλεινάν τ' ἀέθλοις P. 9.70
παντὶ θυμῷ σύν τε δίκᾳ P. 9.96
τέλος ἀρχά τε P. 10.10
θαλίαις εὐφαμίαις τε P. 10.35
ἐν καὶ παλαιτέροις νέαισίν τε παρθένοισι μέλημα P. 10.59
ἑπταπύλοισι Θήβαις χάριν ἀγῶνί τε Κίρρας P. 11.12
τὸ δὲ νέαις ἀλόχοις ἔχθιστον ἀμπλάκιον καλύψαι τ' ἀμάχανον P. 11.26
ἄκρον ἑλὼν ἡσυχᾷ τε νεμόμενος P. 11.55
ἀθανάτων ἀνδρῶν τε P. 12.4
δέξαι στεφάνωμα τόδ' ἐκ Πυθῶνος εὐδόξῳ Μίδᾳ αὐτόν τέ νιν P. 12.6
Σερίφῳ λαοῖσί τε P. 12.12
ἅρμα Νεμέᾳ τ N. 1.7
θάμβει δυσφόρῳ τερπνῷ τε N. 1.56
στεφάνων ἀρετᾶν τε N. 3.8
ἐὼν καλὸς ἔρδων τ' ἐοικότα N. 3.19
Αἰακῷ γένει τε N. 3.28
κυνῶν δολίων θ' ἑρκέων N. 3.51
τετραορίας ἥροάς τ N. 4.29
τεθμὸς ὧραί τ N. 4.34
οὐρανοῦ βασιλῆες πόντου τ N. 4.67
ἐπὶ πάσας ὁλκάδος ἔν τ' ἀκάτῳ N. 5.2
Αἰακίδας ἐγέραιρεν ματρόπολίν τε N. 5.8
Θέτιν Πηλέα θ N. 5.26
ἁ Νεμέα μὲν ἄραρεν μείς τ' ἐπιχώριος N. 5.44
ἀφνεὸς πενιχρός τε N. 7.19
ἐπεὶ ψεύδεσί οἱ ποτανᾷ τε μαχανᾷ σεμνὸν ἔπεστί τι (supp. Hermann: τε om. codd.) N. 7.22τεῶν Διός τ' ἐκγόνων N. 7.50
ξεῖνον ἀδελφεόν τ N. 7.86
ἥβᾳ λιπαρῷ τε γήραι N. 7.99
τρὶς τετράκι τ N. 7.104
Διὸς Αἰγίνας τε N. 8.6
πάτρᾳ Χαριάδαις τ (Sandys: τε codd.) N. 8.46τὰν Ἀδράστου τάν τε Καδμείων ἔριν N. 8.51
πατρίων οἴκων ἀπό τ' Ἄργεος N. 9.14
ὅπλοισιν ἱππείοις τε σὺν ἔντεσιν N. 9.22
σὺν νεότατι γένωνται σύν τε δίκᾳ N. 9.44
Δαναοῦ πόλιν ἀγλαοθρόνων τε πεντήκοντα κορᾶν N. 10.1
Ζεὺς ἐπ' Ἀλκμήναν Δανάαν τε μολὼν N. 10.11
πατρὶ δ' Ἀδράστοιο Λυγκεῖ τε N. 10.12
ποτὶ βουθυσίαν Ἥρας ἀέθλων τε κρίσιν N. 10.23
Θρασύκλου Ἀντία τε N. 10.40
ποδῶν χειρῶν τε (Er. Schmid: ποδῶν τε χειρῶν (τε) codd.) N. 10.48θεὸς ἔμμεναι οἰκεῖν τ' οὐρανῷ N. 10.58
Ἀρισταγόραν πάτραν τ N. 11.20
κωμάσαις ἀνδησάμενός τε N. 11.28
αἶσαν Ἐρχομενοῖό τε πατρῴαν ἄρουραν I. 1.35
καὶ τόθι κλειναῖς τ' Ἐρεχθειδᾶν χαρίτεσσιν ἀραρὼς (τ supp. Bergk, om. codd.: καὶ τόθι. κλειναῖς δ coni. Heyne) I. 2.19φθιμένων ζωῶν τε φωτῶν I. 4.10
κἀν γουνοῖς Ἀθανᾶν ἔν τ' Ἀδραστείοις ἀέθλοις I. 4.26
ἁλὸς ἐξευρὼν θέναρ, ναυτιλίαισί τε πορθμὸν ἡμερώσαις (? c. τε v. 55) I. 4.57 διπλόαν νίκαν ἀνεφάνατο παίδων τε τρίταν (τε supp. Hermann, om. codd.) I. 4.71Κάστορος δ' αἰχμὰ Πολυδεύκεός τ I. 5.33
Αἰακοῦ παιδῶν τε I. 5.35
Ἰσθμοῦ δεσπότᾳ Νηρείδεσσί τε πεντήκοντα I. 6.6
Ἀίδαν γῆράς τε I. 6.15
Κλωθὼ κασιγνήτας τε I. 6.17
αἰνέων δὲ καὶ Ἕκτορα Ἀμφιάρηόν τε I. 7.33
Κλεάνδρῳ τις ἁλικίᾳ τε I. 8.1
υἱέες υἱέων τ' ἀρηίφιλοι παῖδες I. 8.25
Ζεὺς ἀγλαός τ' ἔρισαν Ποσειδὰν I. 8.27
Αἴγιναν σφετέραν τε ῥίζαν I. 8.56
οἷοι δ' ἀρετὰν δελφῖνες ἐν πόντῳ, ταμίαι τε σοφοὶ Μοισᾶν ἀγωνίων τ ἀέθλων (bis) I. 9.7—8. Ἀγαμήδει Τρεφωνίῳ θ fr. 2. 2.Ἐνιαυτὸς ὧραί τε Pae. 1.6
Θρονίας Ἄβδηρε χαλκοθώραξ [Πος]ειδᾶνός τε παῖ Pae. 2.2
Ἀπόλλωνα πάρ τ' Ἀφρο[δίταν Pae. 2.5
πόλεμον Διὸς Ἐννοσίδαν τε Pae. 4.41
κεραυνῷ τριόδοντί τε Pae. 4.43
πλούτου πειρῶν μακάρων τ ἐπιχώριον τεθμὸν ἀπωσάμενος Pae. 4.46
ἔταις τεοῖσιν ἐμαῖς τε τιμαῖς Pae. 6.11
σὺν πατρὶ Μναμοσύνᾳ τε Pae. 6.56
τεκέων ἀλόχων τε Pae. 8.78
καλάμῳ μήδεσί τε φρενὸς Pae. 9.37
κρόταλ αἰθομένα τε δαὶς Δ. 2. 1. στεφάνων τᾶν τ ἐαριδρόπων ἀοιδᾶν fr. 75. 6. πάνδοξον Αἰολάδα σταθμὸν υἱοῦ τε Παγώνδα Παρθ. 2. 1. Ἀγασικλέει ἐσλοῖς τε γονεῦσιν Παρθ. 2.. ἔν τε Πίσᾳ Παρθ. 2.. πέλλαι πίθοι λτ;τε> (supp. Schwartz: τε om. codd. Plutarchi) *fr. 104b. 5.* ἵπποις γυμνασίοισι λτ;τε> (supp. Boeckh, om. codd. Plutarchi) Θρ... τερπνῶν χαλεπῶν τε fr. 131b. 4. σθένει κραιπνοὶ σοφίᾳ τε μέγιστοι ἄνδρες fr. 133. 4. ἄνακτι πατρί τε fr. 140a. 64 (38). πόντον ὠκείας τ' ῥιπάς fr. 140c. 2. μένω[ν Ἀμ]φιτρύωνί τε σᾶμα χέω[ν (τε in lacuna add. Snell) fr. 169. 48. ἀγλαὰ χθὼν πόντου τε ῥιπαὶ fr. 220. 3. θεὸν ἄνδρα τε fr. 224. κάπρων λεόντων τε fr. 238. where τε joins words in apposition,ὁ Βάττου δ' ἕπεται παλαιὸς ὄλβος πύργος ἄστεος ὄμμα τε φαεννότατον P. 5.56
πρόσθα μὲν ἶς Ἀχελωίου τὸν ἀοιδότατον Εὐρωπία κράνα Μέλανός τε ῥοαὶ τρέφον κάλαμον ( τε ποταμου ροαι Π: ποταμοῦ del. Wil.) fr. 70. 2.διδύμας χάριτας εἰ κατέβαν ὑγίειαν ἄγων κῶμόν τ P. 3.73
where the coordination is irregular, cf. A. 4 infra,Οὐλυμπιονίκαν δέξαι Χαρίτων θ' ἕκατι τόνδε κῶμον O. 4.9
Ἰσθμοῖ τά τ' ἐν Νεμέᾳ O. 13.98
ὁ Φοίνιξ ὁ Τυρσανῶν τ' ἀλαλατὸς P. 1.72
ξεστὸν ὅταν δίφρον ἔν θ' ἅρματα πεισιχάλινα καταζευγνύῃ σθένος ἵππιον P. 2.11
παρθενίοις ὑπό τ' ἀπλάτοις ὀφίων κεφαλαῖς P. 12.9
παρθενηίοις παίδων τ' ἐφίζοισα γλεφάροις N. 8.2
Πυθῶθεν Ὀλυμπιάδων τ' ἐξαιρέτοις Ἀλφεοῦ ἔρνεσι φράξαι χεῖρα I. 1.65
ἔπειμι γῆρας ἔς τε τὸν μόρσιμον αἰῶνα I. 7.41
καλῶν μὲν ὦν μοῖράν τε τερπνῶν fr. 42. 3. θεόν, τὸν Βρόμιον, τὸν Ἐριβόαν τε βροτοὶ καλέομεν (τε om. codd. nonnulli) fr. 75. 10.b joining clauses χρυσέαισί τ' ἄν ἵπποις (Er. Schmid: κἀν, ἀν codd.) O. 1.41ὃς Ἕκτορα σφᾶλε Κύκνον τε θανάτῳ πόρεν O. 2.82
κολλᾷ τε O. 5.13
αἰτήσων πόλιν δαιδάλλειν, σέ τ, Ὀλυμπιόνικε, φέρειν γῆρας O. 5.21
ὃς ἄνασσε Φαισάνᾳ λάχε τ' Ἀλφεὸν οἰκεῖν O. 6.34
( Ἑρμᾶν)ὃς ἔχει Ἀρκαδίαν τ' εὐάνορα τιμᾷ O. 6.80
ὅσσα δὲ μὴ πεφίληκε Ζεύς, ἀτύζονται ὅς τ' ἐν αἰνᾷ Ταρτάρῳ κεῖται P. 1.15
ὃς Πριάμοιο πόλιν πέρσεν τελεύτασέν τε πόνους Δαναοῖς P. 1.54
ἤθελον Χίρωνά κε ζώειν βάσσαισί τ' ἄρχειν P. 3.4
“ κέλεται γὰρ ἑὰν ψυχὰν κομίξαι δέρμα τε ἄγειν” P. 4.161, cf. P. 4.294 ὅτι μοι ὑπάν-τασεν μαντευμάτων τ' ἐφάψατο συγγόνοισι τέχναις P. 8.60
εὔχομαι ταύταν ἀρετὰν κελαδῆσαι, ὑπὲρ πολλῶν τε τιμαλφεῖν N. 9.54
εἰ δέ τις μορφᾷ παραμεύσεται ἄλλους, ἔν τ' ἀέθλοισιν ἀριστεύων ἐπέδειξεν βίαν N. 11.14
εἰ γάρ τις πράσσει θεοδμάτους ἀρετὰν σύν τέ οἱ δαίμων φυτεύει δόξαν I. 6.12
οὕνεκα δίδυμαι γένοντο θύγατρες Ζηνί τε ἅδον (Er. Schmid: θ' ἅδον cod.) 1. 8. 18. with irregular coordination,ὕμνον κελάδησε ὅρμον στεφάνων πέμψαντα Θήβαις τ' ἐν ἑπταπύλοις οὕνεκ Ἀμφιτρύωνος κτἑ N. 4.19
, cf. N. 5.26, A. 4 infra.c joining sentences [ τέκε τε (byz.: ἃ τέκε codd.: ἔτεκε Boehmer) O. 1.89]Σικελίας τ O. 2.9
Ἀχιλλέα τ O. 2.79
μετάλλασσέν τε O. 6.62
O. 8.19εὐφράνθη τε O. 9.62
Ἄργει τ' ἔσχεθε O. 9.88
ὁπᾷ τε O. 10.11
μέλει τε O. 10.14
δέξαι τε (δὲ v. l.) O. 13.29Νέμεά τ O. 13.34
ὅσσα τε O. 13.43
εὗρεν δεῖξέν τε O. 13.75
ἀλαθής τε O. 13.98
τά τ' ἐσσόμενα O. 13.103
κλέπτει τε P. 3.29
ἕδνα τε P. 3.94
κυλινδέσκοντό τε P. 4.209
λιτάς τ P. 4.217
καταίνησάν τε P. 4.222
ἔν τ' ὠκεανοῦ P. 4.251
Παιάν τέ σοι τιμᾷ φάος P. 4.270
εὐθύτονόν τε P. 5.90
τίν τ, Ἐλέλιχθον P. 6.50
ἅρπασ, ἔνεικέ τε P. 9.6
“ στάξοισι θήσονταί τε” P. 9.63ὁδοί τε P. 9.68
ἄφωνοί θ P. 9.98
στρατῷ τ P. 10.8
χαίρει γελᾷ θ P. 10.36
δάφνᾳ τε P. 10.40
ἔπεφνέ τε P. 10.46
ἀδελφεοῖσί τ P. 10.69
μάντιν τ' ὄλεσσε (perhaps with μέν v. 31) P. 11.33κατένευσέν τε N. 1.14
ἰδίᾳ τ N. 3.24
κάπρους τ N. 3.47
γόνον τέ οἱ φέρτατον ἀτίταλλεν N. 3.57
πίτναν τ N. 5.11
φράσθη κατένευσέν τε N. 5.34
τόλμαν τε N. 7.59
ἔν τε δαμόταις N. 7.65
πατρί τ (codd.: δ Heyne e Σ.) N. 10.12εἶδ' Ἀπόλλων μιν πόρε τ I. 2.18
ἁδυπνόῳ τε I. 2.25
πέλονται ἔν τ' ἀγωνίοις I. 5.7
ὔμμε τ I. 6.19
εἶπέν τε I. 6.51
τόν τε Θεμιστίου ὀρθώσαντες οἶκον I. 6.65
υἱοῖσί τε I. 6.68
φέρει γὰρ ἄγει τ I. 7.22
μάτρωί τ I. 7.24
ἔσσυταί τε I. 8.61
ἀμφί τε Pae. 2.97
ἐρικυδέα τ' Pae. 5.39
ἔκλαγξέ θ (G—H: τε Π.) Πα. 8A. 10.Εὐρίπου τε Pae. 9.49
ἀλκάεσσά τε Δ. 2. 1. δεῦτ' ἐν χορόν, Ὀλύμπιοι, ἐπί τε κλυτὰν πέμπετε χάριν fr. 75. 2. Διόθεν τε fr. 75. 7. ἐναργέα τ fr. 75. 13. τελευταί τε fr. 108a. 4.2 in enumeration,a AB τε C τε (D τε)ἕδος νέμων, ἀέθλων τε κορυφὰν πόρον τ' Ἀλφεοῦ O. 2.13
ὧν εἷς μὲν Κάμιρον πρεσβύτατόν τε Ἰάλυσον ἔτεκεν Λίνδον τ O. 7.74
ὅ τ' ἐν Ἄργει τά τ ἐν Ἀρκαδίᾳ ἀγῶνές τ Πέλλανά τ· Αἰγίνᾳ τε ἐν Μεγάροισίν τ O. 7.83
—6.ἐπ' Ἀλφεοῦ ῥεέθροισιν Πυθοῖ τ μηνός τε O. 13.38
ὦ πότνἰ Ἀγλαία φιλησίμολπέ τ' Εὐφροσύνα Θαλία τ O. 14.14
—5.Ζηνὸς Ἀλκμήνας θ' ἑλικογλεφάρου Λήδας τε P. 4.172
ὤρεγον χεῖρας, στεφάνοισί τέ μιν ποίας ἔρεπτον, μειλιχίοις τε λόγοις ἀγαπάζοντ P. 4.240
ἔν τ' ὠκεανοῦ πελάγεσσι μίγεν πόντῳ τ ἐρυθρῷ Λαμνιᾶν τ ἔθνει γυναικῶν P. 4.251
—2.ἐπ' Ἀπόλλωνός τε κράνᾳ ἔν τε σοφοῖς P. 4.294
—5.νέμει, πόρεν τε κίθαριν, δίδωσί τε μυχόν τ' ἀμφέπει P. 5.65
ἔν τε πέφανταί θ' ὅσαι τ θεός τε P. 5.114
—7.Μεγάροις δ' ἔχεις γέρας μυχῷ τ ἐν Μαραθῶνος, Ἥρας τ ἀγῶν δάμασσας ἔργῳ P. 8.78
—80.παντᾷ δὲ χοροὶ παρθένων λυρᾶν τε βοαὶ καναχαί τ' αὐλῶν δονέονται P. 10.39
λυγρόν τ' ἔρανον Πολυδέκτᾳ θῆκε ματρός τ ἔμπεδον δουλοσύναν τό τ ἀναγκαῖον λέχος P. 12.14
παρὰ Κασταλίαν τε πόντου τε γέφυρ' βοτάνα τε N. 6.37
—42.παρὰ πεζοβόαις ἵπποις τε ναῶν τ' ἐν μάχαις N. 9.34
ἐκράτησε δὲ καί ποθ' Ἕλλανα στρατὸν Πυθῶνι, τύχᾳ τε μολὼν καὶ τὸν Ἰσθμοῖ καὶ Νεμέᾳ στέφανον, Μοίσαισί τ ἔδωκ ἀρόσαι N. 10.25
—6. “θέλεις λτ;ναίειν ἐμοὶγτ; σύν τ' Ἀθαναίᾳ κελαινεγχεῖ τ Ἄρει” N. 10.84Ποσειδάωνι Ἰσθμῷ τε ζαθέᾳ Ὀγχηστίαισίν τ' ἀιόνεσσιν I. 1.32
ναίει τετίματαί τε Ἥβαν τ' ὀπυίει I. 4.59
Φυλακίδᾳ γὰρ ἦλθον, ὦ Μοῖσα, ταμίας Πυθέᾳ τεκώμων Εὐθυμένει τε I. 6.58
αἵμασσε γεφύρωσέ τ' Ἑλέναν τ ἐλύσατο I. 8.51
στοναχαὶ μανίαι τ' ἀλαλαί τ Δ. 2. 13. τότε βάλλεται ἴων φόβαι, ῥόδα τε κόμαισι μείγνυται, ἀχεῖ τ ὀμφαὶ οἰχνεῖ τε χοροί fr. 75. 16—9 in apposition,βωμοὺς ἐγέραρεν ἁμίλλαις, ἵπποις ἡμιόνοις τε μοναμπυκίᾳ τε O. 5.6
—7.b AB τε καὶ C ( καὶ D)ἀμφέπει Δάματρα λευκίππου τε θυγατρὸς ἑορτὰν καὶ Ζηνὸς Αἰτναίου κράτος O. 6.96
χείρεσσι ποσίν τε καὶ ἅρματι O. 10.62
ἐν τᾷ γὰρ Εὐνομία ναίει κασιγνήτα τε Δίκα καὶ ὁμότροφος Εἰρήνα (v. l. κασίγνηταί) O. 13.6—7. “ τότε γὰρ μεγάλας ἐξανίστανται Λακεδαίμονος Ἀργείου τε κόλπου καὶ Μυκηνᾶν” P. 4.49Λακεδαίμονι ἐν Ἄργει τε καὶ ζαθέᾳ Πύλῳ P. 5.70
Ἐμμενίδαις ποταμίᾳ τ' Ἀκράγαντι καὶ μὰν λτ;γτ;ενοκράτει P. 6.6
ὄφρα Θέμιν ἱερὰν Πυθῶνά τε καὶ ὀρθοδίκαν γᾶς ὀμφαλόν κελαδήσετ P. 11.9
Νεμέας Ἐπιδαυρόθεν τ' ἄπο καὶ Μεγάρων N. 3.84
πῦρ δὲ παγκρατὲς θρασυμαχάνων τε λεόντων ὄνυχας ὀξυτάτους ἀκμὰν καὶ δεινοτάτων σχάσαις ὀδόντων ( καὶ Ahlwardt: τε codd.) N. 4.62—4.Μοῖσά τοι κολλᾷ χρυσόν, ἔν τε λευκὸν ἐλέφανθ' ἁμᾶ καὶ λείριον ἄνθεμον ποντίας ὑφελοῖσ ἐέρσας N. 7.78
σέθεν, Ἀμφιτρύων, παῖδας προσειπεῖν, τὸν Μινύα τε μυχὸν καὶ τὸ Δάματρος κλυτὸν ἄλσος Ἐλευσῖνα καὶ Εὔβοιαν I. 1.56
c AB τε C τε καὶ Dἀείδει μὲν ἄλσος ἁγνὸν τὸ τεὸν ποταμόν τε ὤανον ἐγχωρίαν τε λίμναν καὶ σεμνοὺς ὀχετούς O. 5.11
—12.τῶν ἄνθεσι Διαγόρας ἐστεφανώσατο δὶς κλεινᾷ τ' ἐν Ἰσθμῷ τετράκις εὐτυχέων Νεμέᾳ τ ἄλλαν ἐπ ἄλλᾳ καὶ κρανααῖς ἐν Ἀθάναις O. 7.81
—3.d miscellaneous τε, καὶ connections Ἄργει θ (δ v. l.)ὅσσα ὅσα τ' Πέλλανά τε καὶ Σικύων καὶ Μέγαῤ Αἰακιδᾶν τ εὐερκὲς ἄλσος, ἅ τ Ἐλευσὶς καὶ λιπαρὰ Μαραθών, ταί θ ἅ τ Εὔβοια O. 13.107
—112.Ζῆνα καὶ ῥιπὰς ἀνέμους τ' ἐκάλει νύκτας τε καὶ πόντου κελεύθους ἄματά τ εὔφρονα καὶ μοῖραν P. 4.194
—6.3 in anaphora [ἤρειδε Ποσειδάν, ἤρειδέν τέ μιν (δέ coni. Hermann) O. 9.32]ἐκ πόντου ἔκ τε ματρυιᾶς ἀθέων βελέων P. 4.162
ἀπὸ γᾶς ἀπό τε κτεάνων P. 4.290
κἀν γουνοῖς Ἀθανᾶν ἔν τ' Ἀδραστείοις ἀέθλοις I. 4.26
ὑπὲρ χθονὸς ὑπέρ τ' ὠκεανοῦ Pae. 8.15
χάλκεοι μὲν τοῖχοι, χάλκ[εαί] θ ὑπὸ κίονες ἔστασαν Πα. 8. 68, cf. O. 9.94, [N. 1.37]4a where τε is irregularly connective, almost καὶ ταῦτα. (for irregularly positioned τε, v. A. 1. a, b, sub fin.; μέν τε; B. b.; D: cf. Schr., Pyth. Comm., on P. 1.75) πατρῴαν μάλιστα πρὸς στάθμαν ἔβα, πάτρῳ τ' ἐπερχόμενος ἀγλαίαν ἅπασαν (Bergk: ἔδειξεν ἅπασαν codd.) P. 6.46ἵσταμαι δὴ ποσσὶ κούφοις, ἀμπνέων τε πρίν τι φάμεν N. 8.19
cf. P. 1.70ἀλλ' ἔμπαν μεγαλανορίαις ἐμβαίνομεν, ἔργα τε πολλὰ μενοινῶντες N. 11.45
b where τε is inclusive rather than connective τὶν δ' ἐν Ἰσθμῷ διπλόα θάλλοισ ἀρετά, Φυλακίδα, κεῖται, Νεμέᾳ δὲ καὶ ἀμφοῖν Πυθέᾳ τε, παγκρατίου (ἀμφοτέροις ὑμῖν, σοί τε καὶ τῷ Πυθέᾳ Σ: v. W. Schulze, Q. E., 416; Kl. Schr., 325) I. 5.19c in hendiadysἀνὰ δ' ἡμιόνοις ξεστᾷ τ ἀπήνᾳ P. 4.94
d and, in particularἘμμενίδαις Θήρωνί τ O. 3.39
αἱ δὲ πρώτιστον μὲν ὕμνησαν Διὸς ἀρχόμεναι σεμνὰν Θέτιν Πηλέα θ, ὥς τέ νιν ἁβρὰ Κρηθεὶς Ἱππολύτα δόλῳ πεδᾶσαι ἤθελε N. 5.26
[e dub. ἀρχαῖον ὀτρύνων λόγον, ὡς, ἐπεὶ μόλεν, ὥς τ' οὐ λαθὼν χρυσόθρονον Ἥραν κροκωτὸν σπάργανον ἐγκατέβα (τ del. Hermann, edd. plerique) N. 1.37] B τε τε combined, where the first τε is not connective.a joining words, phrases, sentencesδίφρον τε χρύσεον πτέροισίν τ' ἀκάμαντας ἵππους O. 1.87
εἴη σέ τε πατεῖν, ἐμέ τε ὁμιλεῖν O. 1.115
ἐγκωμίων τε μελέων λυρᾶν τε τυγχανέμεν O. 2.47
Τυνδαρίδαις τε χρύσεον ἁδεῖν καλλιπλοκάμῳ θ' Ἐλένᾳ O. 3.1
αἴτει σκιαρόν τε φύτευμα στέφανόν τ' ἀρετᾶν O. 3.18
ἀκαμαντόποδός τ' ἀπήνας δέκευ Ψαύμιός τε δῶρα O. 5.3
Ζεῦ, Κρόνιόν τε ναίων λόφον τιμῶν τ' Ἀλφεὸν O. 5.18
ὄφρα κελεύθῳ τ' ἐν καθαρᾷ βάσομεν ὄκχον ἵκωμαί τε O. 6.23
ἑορτάν τε τεθμόν τε O. 6.69
[O. 7.5, v. B. b. infra]πατρί τε κόρᾳ τ' ἐγχειβρόμῳ O. 7.43
Δία τε φοινικοστερόπαν σεμνόν τ' ἀκρωτήριον Ἄλιδος O. 9.6
σόν τε, Κασταλία, πάρα Ἀλφεοῦ τε ῥέεθρον O. 9.17
ἔκ τ' Ἄργεος ἔκ τε Θηβᾶν O. 9.68
ἔλσαις ὅλον τε στρατὸν λᾴαν τε πᾶσαν O. 10.43
ἁδυεπής τε λύρα γλυκύς τ' αὐλὸς O. 10.93
ἰδέᾳ τε καλὸν ὥρᾳ τε κεκραμένον O. 10.103
Τερψίᾳ θ' Ἐριτίμῳ τ (θ om. codd. nonnulli.) O. 13.42μῆτίν τε γαρύων πόλεμόν τ O. 13.50
ταί θ' ὑπὲρ Κύμας ἁλιερκέες ὄχθαι Σικελία τ P. 1.18
“ ἁνία τ' ἀντ ἐρετμῶν δίφρους τε νωμάσοισιν” P. 4.18ξυνὸν ἁρμόζοισα θεῷ τε γάμον μιχθέντα κούρᾳ θ' Ὑψέος εὐρυβίᾳ P. 9.13
ἀκόντεσσίν τε χαλκέοις φασγάνῳ τε P. 9.20
Αἰγίνᾳ τε γάρ, φαμί, Νίσου τ' ἐν λόφῳ P. 9.90
πέφνεν τε ματέρα θῆκέ τ' Αἴγισθον ἐν φοναῖς P. 11.37
τὰ μὲν ἐν ἅρμασι καλλίνικοι πάλαι Ὀλυμπίᾳ τ' ἀγώνων πολυφάτων ἔσχον θοὰν ἀκτῖνα σὺν ἵπποις, Πυθοῖ τε ἤλεγξαν Ἑλλανίδα στρατιὰν ὠκύτατι (codd.: τ del. Pauw: Ὀλυμπίαθ Maas) P. 11.47—9.ἤτοι τό τε θεσπέσιον Φόρκοἰ ἀμαύρωσεν γένος λυγρόν τ' ἔρανον Πολυδέκτᾳ θῆκε P. 12.13
—4.ἐγὼ δὲ κείνων τέ μιν ὀάροις λύρᾳ τε κοινάσομαι N. 3.11
οἴκοι τ' ἐκράτει Νίσου τ ἐν εὐαγκεῖ λόφῳ N. 5.45
—6.πόλιός θ' ὑπὲρ φίλας ἀστῶν θ ὑπὲρ τῶνδ N. 8.13
ἔν τε γυμνοῖσι σταδίοις σφίσιν ἔν τ' ἀσπιδοδούποισιν ὁπλίταις δρόμοις I. 1.23
τοὶ μὲν ὦν λέγονται πρόξενοί τ' ἀμφικτιόνων κελαδεννᾶς τ ὀρφανοί ὕβριος I. 4.8
ἱπποτρόφοι τ' ἐγένοντο, χαλκέῳ τ Ἄρει ἅδον I. 4.14
—5.ἔν τε φορμίγγεσσιν ἐν αὐλῶν τε παμφώνοις ὁμοκλαῖς I. 5.27
φέρει γὰρ Ἰσθμοῖ νίκαν παγκρατίου, σθένει τ' ἔκπαγλος ἰδεῖν τεμορφάεις I. 7.22
σώφρονές τ' ἐγένοντο πινυτοί τε θυμόν I. 8.26
κεραυνοῦ τε κρέσσον ἄλλο βέλος διώξει χερὶ τριόδοντός τ I. 8.35
Ἀλκαθόου τ' ἀγὼν σὺν τύχᾳ ἐν Ἐπιδαύρῳ τε νεότας I. 8.67
Οὐρανοῦ τ' εὐπέπλῳ θυγατρὶ Μναμοσύνᾳ κόραισί τ Πα. 7B. 15. θεοί· πολύβατον οἵ τ' ἄστεος ὀμφαλὸν οἰχνεῖτε πανδαίδαλόν τ εὐκλἔ ἀγοράν fr. 75. 3. ζωσαμένα τε πέπλον ὠκέως χερσίν τ' ἐν μαλακαῖσιν ὅρπακ ἀγλαὸν δάφνας ὀχέοισα Παρθ. 2. 6.b with irregular coordination ἔννεπε κρυφᾷ τις ὕδατος ὅτι τε πυρὶ ζέοισαν εἰς ἀκμὰν μαχαίρᾳ τάμον κατὰ μέλη, τραπέζαισί τ' διεδάσαντο (τε = σε, Christ, Wackernagel) O. 1.48 τᾷ μὲν ὁ Χρυσοκόμας πραύμητίν τ' Ἐλείθυιαν παρέστασέν τε Μοίρας ( παρέστασ' ἔν coni. Peek, Phil., 1958, 319) O. 6.42συμποσίου τε χάριν κᾶδός τε τιμάσαις O. 7.5
ἔχω καλά τε φράσαι, τόλμα τε ὀρνύει λέγειν O. 13.11
ἀμφί τε Λατοίδα σοφίᾳ βαθυκόλπων τε Μοισᾶν P. 1.12
τὶν δ' ἐπέοικεν Ἥρας πόσιν τε πειθέμεν κόραν τε γλαυκώπιδα N. 7.95
“ υἱὸν χεῖρας Ἄρεί τ' ἐναλίγκιον στεροπαῖσί τ ἀκμὰν ποδῶν” ( Ἄρει χεῖρας ἐναλ. codd., transp. Hermann, τ add. Boeckh) I. 8.37ἀλλά οἱ παρά τε πυρὰν τάφον θ I. 8.57
ὁ δ' ἀντίον ἀνὰ κάρα τ ἄειρ[ε] ἔρριψεν ἑάν τ ἔφανεν φυὰν (ἄειρ[ε νέᾳ τε] e. g. Snell) Πα. 2. 1. ἵππων τ' ὠκυπόδων πολυγνώταις ἐπὶ νίκαις (deest τε alterum propter lacunam) Παρθ. 2.. ὃς Ζεφύρου τε σιγάζει πνοὰς αἰψηράς, ὁπόταν τε χειμῶνος σθένει φρίσσων Βορέας ἐπισπέρχησ' Παρθ. 2. 16—8.c in apposition.δεῖξέν τε Κοιρανίδᾳ πᾶσαν τελευτὰν πράγματος, ὥς τ' ὥς τ O. 13.75
—6.τῶν μὲν κλέος ἐσλὸν Εὐφάμου τ' ἐκράνθη σόν τε, Περικλύμεν P. 4.175
ἡρώων ἄωτοι περιναιεταόντων ἤθελον κείνου γε πείθεσθ' ἀναξίαις ἑκόντες, οἵ τε κρανααῖς ἐν Ἀθάναισιν ἅρμοζον στρατόν, οἵ τ ἀνὰ Σπάρταν Πελοπηιάδαι N. 8.11
—12. μισθὸς γὰρ ἄλλοις ἄλλος ἐπ' ἔργμασιν ἀνθρώποις γλυκύς, μηλοβότατ' ἀρότᾳ τ ὀρνιχολόχῳ τε καὶ ὃν πόντος τράφει I. 1.48
Τροίας ἶνας ἐκταμὼν δορί Μέμνονός τε βίαν ὑπέρθυμον Ἕκτορά τ' ἄλλους τ ἀριστέας I. 8.54
d in anaphora ὅσσα τ' ἔριξε λευκωλένῳ ἄκναμπτον Ἥρᾳ μένος ἀντερείδων ὅσα τε Πολιάδι Πα. 6. 87—9, cf. O. 13.75—6.e in enumeration,τε τε τε νέαισί θ' ἑορταῖς ἰσχύος τ ἀνδρῶν ἁμίλλαις ἅρμασί τε γλαφυροῖς ἄμφαινε κυδαίνων πόλιν N. 9.11
—2. C τε in combination with other particlesaτε δέ, ἐσθὰς δ' ἀμφοτέρα μιν ἔχεν, ἅ τε Μαγνήτων ἐπιχώριος ἀμφὶ δὲ παρδαλέᾳ στέγετο P. 4.80
ὁ μέν που τεοῖς τε μήδεσι τοῦτ' ἔπραξεν, τὸ δὲ συγγενὲς ἐμβέβακεν ἴχνεσιν πατρὸς P. 10.11
ἴσχει τε γὰρ ὄλβος οὐ μείονα φθόνον. ὁ δὲ χαμηλὰ πνέων ἄφαντον βρέμει P. 11.29
—30. ὁ δ' ἄφ[αρ π]λεκτόν τε χαλκὸν ὑπερη[..].ε τεῖρε δὲ fr. 169. 26—9.b τε δὲ τε, τί ἔρδων φίλος σοί τε, καρτερόβρεντα Κρονίδα, φίλος δὲ Μοίσαις, Εὐθυμίᾳ τε μέλων εἴην fr. 155. 1.c δὲ τε δέ, v. δέ, N. 5.51—4.dτε οὐδέ, Οὐλυμπίᾳ τε Θεόγνητον οὐ κατελέγχεις, οὐδὲ Κλειτομάχοιο νίκαν Ἰσθμοῖ θρασύγυιον P. 8.36
cf. οὔτε οὐδέ.eοὔτε τε οὐ, ἐν σχερῷ δ' οὔτ ὦν μέλαιναι καρπὸν ἔδωκαν ἄρουραι, δένδρεά τ οὐκ ἐθέλει ἄνθος εὐῶδες φέρειν N. 11.40
[f dub., τε ἤ, Δί λτ;τεγτ; μισγομέναν ἢ Διὸς παρ' ἀδελφεοῖσιν (supp. Hermann: Διὶ μισγ. codd.: Ζηνὶ μισγ. Tricl.) I. 8.35]g τε ἠδέ, καὶ τότ' ἐγὼ σαρκῶν τ ἐνοπὰν λτ;γτ; ἠδ ὀστέων στεναγμὸν βαρύν” fr. 168. 5.aνέοις ἐν ἀέθλοις ἐν μάχαις τε πολέμου O. 2.44
ὑπὸ σπλάγχνων ὑπ' ὠδῖνός τ ἐρατᾶς ( ὑπ' ὠδίνεσσ ἐραταῖς coni. Wil., Snell) O. 6.43ἐν Μεγάροισίν τ O. 7.86
ἐν πόντῳ ἐν χέρσῳ τε O. 12.4
ἐν τρόπῳ ἐν μελέταις τ O. 14.18
ἐπ' Ἀπόλλωνός τε κράνᾳ P. 4.294
ἐν δίκᾳ τε N. 5.14
παρὰ Κασταλίαν τε N. 6.37
ἐν σοφοῖςἀνδρῶν ἐν δικαίοις τε N. 8.41
ὑπὲρ πολλῶν τε N. 9.54
ἔν τε φορμίγγεσσιν ἐν αὐλῶν τε παμφώνοις ὁμοκλαῖς I. 5.27
ἐπὶ θρῆνόν τε πολύφαμον ἔχεαν I. 8.58
]ἐν δαιτί τε Πα. 13. a. 21.b after art.τὸν Μινύα τε μυχόν I. 1.56
τίμαθεν γὰρ τὰ πάλαι τὰ νῦν τ' Παρθ. 2. 43.c after voc. Αἶαν, τεόν τ' ἐν δαιτί, Ἰλιάδα (Hermann: Αἰάντειόν τ codd.: Αἰάντεόν τ Boeckh) O. 9.112d v. also A. 1. a, b sub. fin.; A. 4; B. b.; μέν τε. E fragg.θεᾶς θ' Pae. 3.15
ἀγ]λαάν τ ἐς αὐλὰν Pae. 7.3
φωνᾷ τά τ ἐόντα τε κα[ὶ Pae. 8.83
ἥρωί τε βω[ Πα. 13. a. 1. ]ιόν τε σκόπελον Δ. 3. 1. ]ς τε χάρμας Δ. 3. 13. ]εες τ' ἀοιδαί Δ. 3. 1. ]αν λέχεα τ ἀνα[γ]καῖα δολ[ Δ.. 1. ]γένος τε δαιμο[ Δ... ]σι τε ῥοδ[ Δ. 4. c. 2. χάριτάς τ fr. 128. 1. ]ισσαι τε φιλοφροσύναι Θρ.. 1. ]ν ὀρθαι τε Θρ.. 1. ἐπερχόμενόν τε *fr. 140c. 1* λιπαρᾶν τε fr. 196. κακόφρονά τ fr. 211. ξεινοδόκησέν τε fr. 311. Φερσεφόνᾳ ματρί τε ?fr. 346c. 1. -
10 συν-αυλία
συν-αυλία, ἡ, das Zusammenflöten, nach Hesych., der Soph. frg. 79 anführt, ἡ ὑπὸ δυοῖν ἐπιτελουμένη αὔλησις; so Ar. Equ. 9: ἵνα ξυναυλίαν κλαύσωμεν, Οὐλύμπου νόμον, wo der Schol. zu vgl., der auch erkl. ξυναυλία λέγεται ὅταν κιϑάρα καὶ αὐλὸς συμφωνῇ, wie μονῳδιῶν τε καὶ συναυλιῶν ἀρχέτω Plat. Legg. VI, 765 b; bei Ath. XIV, 617 f ἡ αὐλῶν πρὸς λύραν κοινωνία; übertr., Einklang, Uebereinstimtnung, Gemeinschaft, ϑρήνου, πένϑους u. dgl., s. Jacobs Philostr. imagg. p. 275; – Ehestand, Arist. polit. 7, 16 (eigtl. das Zusammenwohnen, s. σύναυλος 2). – Auch συναυλία δορός, Speergemeinschaft, Zweikampf, Aesch. Spt. 821.
-
11 τυγχάνω
τυγχάνω ( Hom. nur einmal im imperf., Od. 14, 231), bildet seine tempp. von τεύχω, fut. τεύξομαι, aor. ἔτυχον, τύχωμι, Il. 7, 243, auch ἐτύχησα, bes. Hom.; perf. τετύχηκα, Il. 17, 748 Od. 10, 88 (intransit.), Xen. Cyr. 4, 1, 2 u. sonst, auch τέτευχα (s. τεύχω), u. auch τέτυχα, Lob. Phryn. 395 (vgl. auch ἀποτυγχάνω); – 1) treffen; bes. mit Schuß- oder Wurfwaffen, ein Ziel treffen, Hom. bes. im aor. I., τὸν δουρὶ τυχήσας, Il. 12, 394; ὅν ῥά ποτ' αὐτὸς ὑπὸ στέρνοιο τυχήσας, 4, 106; κατὰ ζωστῆρα τυχήσας, 12, 189; τὸν ϑηρητὴρ ἐτύχησε βαλών, 15, 581; ἤμβροτες, οὐκ ἔτυχες, 5, 287; καὶ βάλ' ἐπαΐσσοντα τυχὼν κατὰ δεξιὸν ὦμον, 5, 98, u. öfter, auch c. gen. bei leblosen Gegenständen, ὃς δέ κε μηρίνϑοιο τύχῃ, 23, 857; so Xen. Cyr. 8, 3, 28 An. 3, 2, 19; βαλὼν τύχοιμι, Her. 3, 35; – in allgemeinerer Bdtg, τύχε γὰρ ψαμάϑοιο βαϑείης, Iliad. 5, 587; u. so öfters von Sachen, erzielen, erlangen, erreichen, theilhaft werden, ὄφρα τάχιστα πομπῆς καὶ νόστοιο τύχῃς Od. 6, 290, φιλότητος 15, 158, αἰδοῦς 253. 258; μὴ σύ γε κεῖϑι τύχοις, mögest du nicht dahin gelangen, 12, 106; vgl. Hes. Th. 973; προφρόνων Μοισᾶν τύχοιμεν, Pind. I. 3, 61; λυρᾶν τυγχανέμεν, Ol. 2, 47; ἀμφανδὸν τυχεῖν τοπρῶτον εὐνᾶς, P. 9, 41; σκοποῦ, das Ziel treffen, N. 6, 28; τυχόντα στεφάνων, P. 10, 26; τοιούτου τυχεῖν οὐκ ἠξιώϑην, Aesch. Prom. 239; ἐξόν σοι γάμου τυχεῖν μεγίστου, 652; εἰ γὰρ τύχοιεν ὧν φρονοῠσι, Spt. 532; σύ γε μὴν πολλῶν πενϑητήρων τεύξῃ, 1055, u. öfter; τῆς σῆς δ' οὐκ ἐρῶ τιμῆς τυχεῖν, Soph. El. 356; γάμων ἐπαξίων τεύξει, 960, u. sonst oft; selbst mit doppeltem gen., ὧν δέ σου τυχεῖν ἐφίεμαι, Phil. 1299; auch οὐκ ἔστ' ἐπαίνου τοῦτον ἐξ ἐμοῦ τυχεῖν, Ant. 661; Eur., Ar. u. in Prosa; ταφῆς καλῆς, Plat. Menex. 234 c; τοῠ σκοποῦ, Legg. IV, 717 a, u. öfter; auch übertr., οὐ πάνυ ἔτυχες οὗ λέγω, Rep. VII, 523 b, du trafft es nicht; ἀληϑείας, Theaet. 186 c; τῶν ἀξίων, Xen. Cyr. 2, 2, 21, u. sonst; τινὸς παρά τινος, von Einem erlangen, 1, 6, 10. 2, 3, 8; τετευχέναι τιμῶν, D. Sic. 3, 9. Auch im schlimmen Sinne, τραυμάτων Aesch. Ag. 840, καιρίας πληγῆς 1265; κακῶν ἐρᾷς τυχεῖν, Eur. Hec. 1280; βίης τυχεῖν, der Gewalt theilhaftig werden, für »Gewalt leiden«, Her. 9, 108; κρίσεως, Plat. Phaedr. 249 a; κατηγορίας τυχεῖν, Anklage erleiden, wie κυρῆσαι, vgl. Valck. Her. 7, 208; ἰσχυρᾶς ὀργῆς παρὰ τοῦ δήμου, Dem. 24, 133; δίκης, τιμωρίας, ϑανάτων πολλῶν, Plat. Gorg. 472 d Legg. VI, 762 d IX, 869 b. – Selten c. accus., Aesch. Ag. 1203 Ch. 700; ὅσσα μηδεὶς τῶν ἐμῶν τύχοι φίλων, Soph. Phil. 507; αἰτεῖς ἃ τεύξει, O. C. 1108; u. τινός τι, 1170; vgl. Plat. οἶμαί σου τεύξεσϑαι μεϑεῖναί με, Phil. 50 d; τὶ παρά τινος, Luc. Tox. 50. – 2) absolut, das Ziel treffen, seinen Zweck erreichen, Glück haben (einen Treffer haben), οὐκ ἐτύχησεν ἑλίξας, Il. 23, 466, er hatte nicht Glück, es gelang ihm nicht; μήτε τυχήσω, wie ἢν δὲ τυχήσω, Agath. 2. 8 (V, 278. 294). – Bes. bei sagen, das Rechte treffen, Recht haben, τί δ' ἂν εἰπόντες τύχοιμεν ἄν, Aesch. Ch. 412, vgl. Ag. 1206; und ähnlich Soph. Phil. 223, ποίας πάτρας ὑμᾶς ἂν ἢ γένους ποτὲ τύχοιμ' ἂν εἰπών, vgl. 615; Ggstz von διαμαρτάνω, Plat. Theaet. 178 a; ὀρϑῶς πράττειν καὶ τυγχάνειν, Euthyd. 280 a. – Auch zufälligantreffen, begegnen, δῶρα τά οἱ ξεῖνος Λακεδαίμονι δῶκε τυχήσας, Od. 21, 13; Hes. Th. 973; vgl. Od. 14, 334. 19, 291; οἵων ὑμῶν τεύξονται, Lys. 18, 23, was für Leute sie in euch finden werden, wie Xen. ἐρωτᾶτε αὐτούς, ὁποίων τινῶν ἡμῶν ἔτυχον, An. 5, 5, 15; ἦ γὰρ παρ' ἄλλου μ' ἔλαβες οὐδ' αὐτὸς τυχών, Soph. O. R. 1039. Daher ὁ τυχών, der Einem grade in den Wurf kommt, der Erste der Beste, Plat. Rep. VIII, 539 d u. sonst; οἱ τυχόντες, alltägliche Menschen, gemeine, geringe Leute, Dem. 19, 237; vgl. Xen. Mem. 3, 9, 10; τὰ τυχόντα, das Erste das Beste, alltägliche, gemeine Dinge; μικραὶ καὶ αἱ τυχοῦσαι πράξεις, Pol. 1, 25, 6; τοῦ τυχόντος, um jeden beliebigen Preis, bes. bei Sp. häufig, wie Luc. und Plut. – So kann man erklären die bei Plat. und Folgdn nicht seltene Verbindung οἳ ὅ τι ἂν τύχωσι, τοῠτο λέγουσι, Plat. Prot. 353 a, was sie grade treffen, was ihnen nur in den Sinn kommt; ὥςτε ἴσως ὅ τι ἂν τύχω τοῦτο πείσομαι, ich werde bald alles Mögliche leiden müssen, Gorg. 522 c; ὅ τι ἂν τύχωσι τοῦτο πράττειν, Conv. 181 b, vgl. Rep. VIII, 561 d; ὅτι ἂν τύχωσι, τοῦτο πράξουσι, Crito 45 d, d. i. sie werden ganz dem Zufall überlassen sein. Vgl. noch δεῖξαι αὐτῷ, ἂν μὲν τύχῃ, ἐκείνου εἰκόνα, ἂν δὲ τύχῃ, γυναικός, Crat. 430 e. – 3) intrans., sich treffen, sich zufällig ereignen, zufällig da sein, εἴπερ τύχῃσι μάλα σχεδόν, wenn sie zufällig ganz nahe ist, Il. 11, 116; πέτρη ἠλίβατος τετύχηκε διαμπερὲς ἀμφοτέρωϑεν, Od. 10, 88, der Fels war von Natur grade da; πεδίοιο διαπρύσιον τετυχηκώς, Il. 17, 748; εἰ δ' αὖϑ', ὃ μὴ γένοιτο, συμφορὰ τύχοι, Aesch. Spt. 5; Ch. 211; τινί, Einem widerfahren, vom Unglück, ϑέλοιμ' ἂν ὡς πλείστοισι πημονὰς τυχεῖν, Prom. 346; Pers. 692 Ag. 626; οἱ' αὐτοῖς τύχοι, Soph. Phil. 275; ὅτῳ κατ' ἦμαρ τυγχάνει μηδὲν κακόν, Eur. Hec. 628. Dah. τὰ τυγχάνοντα = Zufälle, Eur. Ion 1511. Vgl. noch δισσὰς φωνὰς τὴν μὲν δικαίαν, τὴν δ' ὅπως ἐτύγχανεν, wie es grade sich traf, Eur. Hipp. 929. – Dah. von Handlungen, Unternehmungen, gel i ngen, glücken, καί μοι μάλα τύγχανε πολλά, Od. 14, 231; zu Theil werden, bes. durchs Loos zufallen, οὕνεκά μοι τύχε πολλά, weil mir von der Beute Vieles durchs Loos zufiel, Il. 11, 684. – Oft bei den Folgdn; ὡς ἔτυχεν, wie es eben ging, wie es sich traf, ἂν οὕτω τύχῃ, vielleicht, Plat. Alc. II, 150 c, ᾗ ἔτυχε, ὅπου ἔτυχε, wo sichs grade traf, an jeder beliebigen Stelle; εἰώϑει γάρ, ὁπότε τύχοι, wenn es sich so traf, zuweilen, παίζειν μου εἰς τὰς τρίχας, Phaed. 89 b; τὸ ὅπῃ ἔτυχεν, der blinde Zufall, Phil. 28 d; περιτρέχων ὅπῃ τύχοιμι, Conv. 173 a; ἐφιστάμενοι ὅπου τύχοιεν, Xen. An. 5, 4, 34; Sp. – Daher wird es bei den Attikern häufig so mit dem Participium eines andern Zeitwortes verbunden, daß der im Particip enthaltene Hauptbegriff nur die Nebenbdtg des Ungefähren, Zufälligen erhält, das Particip dah. im Deutschen mit dem Verbum finit. u. τυγχάνω durch ein Adverb., zufällig, grade, von ungefähr, übersetzt werden muß; εἰ δὲ τυγχάνω τοῖς κυρίοισι λέγων, Aesch. Ch. 678; ὅτε δεόμενος τύχοι, Eum. 696; κἀν δόμοισι τυγχάνει τὰ νῦν παρών; Soph. O. R. 757; νῦν γὰρ εὐτυχοῦσα τυγχάνεις, El. 962, u. öfter; wobei aber oft für uns das Zufällige so zurücktritt, daß diese Verbindung eine bloße Umschreibung zu sein scheint, vgl. 576 O. C. 566; Eur. Hec. 963 Or. 864 u. sonst; Ar. u. in Prosa überall: ὡμολογηκὼς τυγχάνεις, du hast zugegeben, Plat. Theaet. 165 e; ἆρ' οὖν ὁ σοφιστὴς τυγχάνει ὢν ἔμπορός τις, ist er etwa, Prot. 313 c; bestimmter heißt es κατὰ ϑεὸν γάρ τινα ἔτυχον καϑήμενος ἐνταῦϑα, Euthyd. 272 e, durch eine göttliche Fügung traf es sich, daß ich da saß; ἔτυχεν ἑστηκώς Xen. An. 1, 5, 8, u. sonst überall. – Zuweilen ist das particip. aus dem Zusammenhang zu ergänzen (bes. in Relativ- u. Bedingungssätzen), ἀνεπαύοντο ὅπου ἐτύγχανον ἕκαστος, sc. ἀναπαυόμενοι, sie ruhten aus, ein Jeder wo ers traf; ὡς ἕκαστοι ἐτύγχανον, ηὐλίζοντο, sie lagerten sich, ein Jeder wo sichs grade traf, Xen. An. 3, 1, 3. 2, 2, 17; ὃν Αϑηναῖοι ϑήσουσιν ὅταν τύχωσιν, Mem. 3, 2, 11. – So steht τυγχάνω ὤν, ich bin grade, von ungefähr, Hes. frg. 22, 13, Ar. Plut. 35, u. τυγχάνω allein für zufällig, grade sein, vgl. Schäf. Bos. ellips. p. 785 u. Lob. Phryn. 277; Phryn. verwirft diese Auslassung des Particips als unattisch, vgl. Porson Eur. Hec. 788; σωτὴρ γένοιτο Ζεὺς ἐπ' ἀσπίδος τυχών, Aesch. Spt. 502; ἀνὴρ γὰρ ἔνδον ἄρτι τυγχάνει, Soph. Ai. 9, wie νῦν δ' ἀγροῖσι τυγχάνεις, El. 305; u. mit adj. auch in Prosa, εἰ σὺ τυγχάνεις ἐπιστήμων τούτων, Plat. Prot. 313 e; εἰ δέ τι τυγχάνει ἀηδὲς καὶ ὠφέλιμον, Gorg. 502 b; Phaedr. 263 d, u. sonst.
-
12 κατ-άγνῡμι
κατ-άγνῡμι (s. ἄγνυμι), auch καταγνύω, Eubul. Ath. X, 450 a Xen. Oec. 6, 5 Arist. H. A. 9, 1, zerbrechen, zerschlagen, zerschmettern; τό (ἔγχος) νυ γὰρ κατεάξαμεν Il. 13, 257; νέα μέν μοι κατέαξε Ποσειδάων Od. 9, 283; περὶ δ' ἐμῷ κάρᾳ κατάγνυται τὸ τεῦχος Soph. frg. 147; γυνὴ κατέαξ' ἐχῖνον Ar. Vesp. 1436; ἀμυγδάλην κατᾶξαι Phrynich. bei Ath. II, 52 c; στάμνου κεφαλὴν κατεαγότος, zerbrochen, Ar. Plut. 545, wie δόρατα κατεηγότα Her. 7, 224; τὰς ναῦς καταγνύναι Thuc. 4, 11; ἐπειδάν τις κατάξῃ τὴν λύραν Plat. Phaed. 86 a; οἱ μὲν ὦτα κατάγνυνται, sie haben zerschlagene Ohren, Prot. 342 b; ἂν καταγῇ ἡ κερκίς Crat. 389 a; κατεάγην τὴν κεφαλήν, mir wurde der Kopf zerschlagen, Andoc. 1, 61; Lys. 3, 14; Eur. Cycl. 680; κατᾱγείη Ar. Ach. 908; aber auch τῆς κεφαλῆς, Vesp. 1428, vgl. Plat. Gorg. 469 d, es ist mir Etwas am Kopfe zerschlagen, so daß man nicht ὀστοῦν zu ergänzen hat; nach Moeris der attische Ausdruck für den gewöhnlichen accus., wonach Luc. Tim. 48 κατέαγα τοῦ κρανίου sagt; κατέαγμαι steht ib. 10. – Uebh. entkräften, schwächen, κατᾶξαι πατρίδα, im Ggstz von αὔξειν, Eur. Suppl. 524; – κατεαγότες ἄνϑρωποι, verweichlicht, entkräftet, geschwächt, fractus, D. Hal. C. V.; Ath. XII, 524 f; ἡ κατεαγυῖα μουσική S. Emp. adv. mus. 14. – In den Modis des aor. I. findet sich öfter die v. l. κατεάξαι u. ä. ( κατεάξαντες steht Lys. 3, 42 bei Bekk., der aber ib. 40 καταγείς für die vulg. κατεαγείς nach codd. geschrieben), wie bei Sp. κατεάξεις, z. B. N. T. Matth. 12, 19. – Καυάξαις bei Hes. O. 668. 695 ist alte Form für κατάξαις, aus dem diesem Verbum eigenen Digamma hervorgegangen.
-
13 βοή
βοή, ἡ, 1) das Geschrei, der Ruf, βοὴν βοᾶν Ar. Nub. 1138; ἀϋτεῖν Eur. Hec. 1092; κελαδεῖν Hel. 375; ἀνολολύζειν Troa. 999; ϑωΰσσειν Soph. Ai. 335; bes. bei Hom. Schlachtgeschrei, Schlachtgetümmel, βοὴν ἀγαϑός, tüchtig zum lauten Schlachtruf, zur Schlacht selbst, Beiwort des Menelaus u. anderer Helden, βοὴν ἀγαϑὸς Μενέλαος Iliad. 2, 408, βοὴν ἀγαϑὸς Διομήδης 5, 347, βοὴν ἀγαϑὸς Αἴας 15, 249, βοὴν ἀγαϑὸν Πολίτην 24, 250, Ἕκτωρ βοὴν ἀγαϑός 13, 123; von einem Heere, Aesch. Spt. 88; u. übh. von verworrenem Geschrei, bes. der Klage, ϑόρυβος καὶ βοή Plat. Tim. 70 e; ἄμουσοι βοαὶ πλήϑους Lgg. III. 700 c; κλαυμοναὶ καὶ βοαί VII, 792 a. Uebtr., von leblosen Dingen, vom Brausen des Meeres, vgl. Od. 24, 48; von Flöten, βοὰν ἔχειν, = βοᾶν, Iliad. 18, 495 ἐν δ' ἄρα τοῖσιν αὐλοὶ φόρμιγγές τε βοὴν ἔχον; αὐλῶν, καλάμοιο, λυρᾶν, Pind. Ol. 3, 8 N. 5, 38 P. 10, 39; Πιερίδων 1, 13; σάλπιγγος Aesch. Spt. 376; ξύναυλος ὕμνων βοά Ar. Ran. 212; ἐν Φρυγίαις βοαῖς Eur. Bacch. 159; ὄρνις ἀποῤῥοιβδεῖ βοάς Soph. Ant. 1021. Bei Eur. Ion. 92 von der Stimme Apollo's im Orakel. – 2) flehender Anruf, Gebet, Tragg., Aesch. Spt. 254 Ch. 497; Soph. El. 630; Eur. Phoen. 1050. – 3) = βοήϑεια, herbeigerufene Hülfe, Aesch. Ag. 1322 Suppl. 711. – 4) ὅσον ἀπὸ βοῆς ἕνεκα Thuc. 8, 92; Xen. Hell. 2, 4, 31; ὅσον ἀπὸ βοῆς D. Cass. öfter, nur mit blindem Lärm, zum Schein.
-
14 ἀράσσω
ἀράσσω, von jeder heftigen Bewegung eines Körpers gegen den andern, wodurch ein Ton od. Geräusch hervorgebracht wird; Hom. nur in composs., z. B. Od. 9, 498 σύν κεν ἄραξε, 5, 426 σὺν δ' ὀστέ' ἀράχϑη; Iliad. 16, 324 ἀπὸ δ' ὀστέον ἄραξεν; – ἀράσσεσκον ὁπλαῖς χϑόνα, die Stiere stampften die Erde, Pind. P. 4, 226; schlagen, Aesch. Prom. 58; στέρνα Pers. 1011; ὄψεις Soph. Ant. 52; ἀραχϑὲν ἕλκος 961, zw.; χειρὶ κρᾶτα Eur. Tr. 1235; πέτραις, mit Steinen werfen, I. T. 327, λίϑοις Dion. Hal. 1, 79; πρὸς τὸ ἤδαφος. zu Boden schmettern; πρὸς τὰς πέτρας ἀράσσεσϑαι Her. 6, 44; ϑύρας, an die Thür pochen, Anacr. 31, 8; πύλας Eur. I. T. 1308; πύλαν ἀραξεῖ Theocr. 2, 160; ἄῤῥαξε 2. 6; λύραν, die Lyra schlagen, spielen; μέλος, ein Lied spielen, Sp.; ὕμνον Nonn. D. 1, 15; ἦχον 10, 223; ἀρ. κακοῖς, ὀνείδεσι, mit Schmähungen werfen, Soph. Ai. 712 Phil. 374. – Pass., mit Geräusch an einander stoßen, ἡ αὔλειος ἠράσσετο. das Hofthor wurde aufgerissen, Luc. D. Mer. 15.
-
15 ἀ-μετρία
ἀ-μετρία, ἡ, Ueberschreitung des Maaßes, Uebermaaß, bei Plat., der συμμετρία, Tim. 87 d (wie Legg. X, 925 a τοῠ τῶν γάμων χρόνου, Unangemessenheit, vgl. Clit. 407 c ἡ ἐν τῷ ποδὶ πρὸς τὴν λύραν ἀμ.), u. ἐμμετρία, Rep. VI, 486 d, entgegengesetzt; Unmäßigkeit, ἡ τῶν γυναικῶν περὶ τὸν ϑρῆνον ἀμ. Luc. Luct. 18; γαστρός Plut.; unermeßliche Menge, Plat. Ax. 367 a.
-
16 ὄνος
ὄνος, ὁ, u. ἡ, 1) Esel, Eselinn; νωϑής, im masc., Il. 11, 558; περὶ ὄνου σκιᾶς, um des Esels Schatten, d. i. um eine nichtsnutzige Kleinigkeit, z. B. μάχεσϑαι, sprichwörtlich, Ar. Vesp. 191, vgl. Zenob. 6, 28 Paroem. app. 4, 26; anders Plat. μὴ περὶ ὄνου σκιᾶς ὡς ἵππου τὸν ἔπαινον ποιούμενος, Phaedr. 260 c; ὄνου πόκας, Ar. Ran. 186, vgl. Paroem. App. 2, 29, etwa ins Land mit gebratenen Tauben, obwohl an letzterer Stelle auch erklärt wird ἔνϑα οἱ ὄνοι σήπονται καὶ τὰ ἔρια αὐτῶν ὡς πόκοι γίνονται, sehr gesucht; vgl. ὄνου πόκους ζητεῖς, Zenob. 4, 38. ἐπὶ τῶν ἀνυπόστατα ζητούντων; – ὄνος ἄγων μυστήρια, Ar. Ran. 159, womit Diogen. 6, 98 ὄνος ἄγει μυστήρια zu vergleichen, Esel führten die heiligen Geräthschaften und anderes Gepäck nach Eleusis; ἀπ' ὄνου καταπεσεῖν, Ar. Nub. 1255, vom Esel fallen, mit einem Wortspiele für ἀπὸ νοῦ καταπεσών, nach dem Schol. ἐπὶ τῶν ἀλόγως πραττόντων ἡ παροιμία καὶ μὴ δυναμένων ὄνοις χρῆσϑαι μήτι γε δὴ ἵπποις, man kann auch unser »vom Pferd auf den Esel kommen« vergleichen; Plat. Legg. III, 701 d. – In Ar. Vesp. 616 ist ein Wortspiel gemacht mit ὄνος, Esel, u. ὄνος, einer Art Weingefäß. – Sprichwörtlich auch ὄνος λύρας, ὄνος πρὸς λύραν, ὄνος λύρας ἀκούων u. ä., s. Diogen. 7. 33 u. Anm. u. Mein. Men. p. 184, von einem rohen, gegen alle Musenkunst unempfindlichen Menschen; ähnlich ὄνῳ τις ἔλεγε μῦϑον, vgl. ὄνος ἐν μύροις, Paroem. App. 4, 23; ὄνος εἰς ἄχυρα, Philem. bei Ath. II, 52 e, es geht nach Wunsch; Diogen. 6, 91; ὄνος ἐν μελίσσαις, vom Unglück, Crates bei Phot. u. Diogen. 7, 32; – ὄνου ὑβριστότερος, Xen. An. 5, 8, 3, denn die Esel gelten für stumpf gegen Schläge und muthwillig und trotzig; vgl. Arist. eth. 3, 8, οἱ ὄνοι τυπτόμενοι οὐκ ἀφίστανται τῆς νομῆς; Luc. sagt ἀσελγότεροι τῶν ὄνων, Pisc. 34, u. ὄνων ἁπάντων ὑβριστότατόν σε ὄντα, Pseudol. 3; auch ὄνος ὕεται, ἐπὶ τῶν μὴ ἐπιστρεφομένων, com. bei Phot. – 2) auch ein Meerfisch heißt so (vgl. ὀνίσκος), Ath. u. A. – Der Kellerwurm, die Kellerassel (vgl. ὀνίσκος u. ἴουλος), Diosc. u. A. – Eine ungeflügelte Heuschreckenart, ἀσίρακος. – Ein Gestirn neben der Krippe. – 3) eine Zugmaschine, Haspel, Winde, Her. 7, 36. – 4) der obere, laufende Mühlstein, auch ὄνος ἀλέτης, Xen. An. 1, 5, 5; ἀλέτων ὄνος, Alexis Ath. XIII, 590 b, wie Poll. 7, 19; ὄνου λίϑον ἀλοῦντος, Arist. Probl. 35, 3; nach Phot. bei Arist. auch der untere, unbewegliche Stein. – 5) auch die Spindel, der Rocken hieß so, VLL.; u. nach Poll. auch die Eins, das Aß auf dem Würfel, sonst οἴνη, unio.
-
17 ἐγείρω
ἐγείρω, perf. ἐγήγερκα, ἐγήγερμαι, z. B. Thuc. 7, 51; ἐγρήγορα s. nachher; – wecken, aufwecken; ὑπνώοντας Od. 5, 48; ἐξ ὕπνου Il. 2, 41; ἐγερϑεὶς ἀπὸ τοῦ ὕπνου Matth. 1, 24; u. ohne diesen Zusatz, Aesch. Eum. 135, wie bei Folgdn oft; εὐνῆς, Eur. Herc. f. 1050. Sp. auch = vom Sitze aufstehen lassen, Kranke genesen machen, herstellen, N. T. – Sehr häufig übertr., aufreizen, aufbringen; Il. 5, 208; anfeuern, anregen, ἐπεί μιν ἔγειρε Διὸς νόος 15, 242; ἐγείρειν Ἄρηα, den Kampf entzünden, Hes. Th. 666; μένος Il. 15, 232; μάχην, φύλοπιν, πόλεμον, νεῖκος, Hom. oft; μελεδήματα πατρὸς ἔγειρεν Od. 15, 8; ἐπέων οὖρον, wie λύραν, Pind. Ol. 9, 51 N. 10, 21; μέλος Cratin. bei Hephaest. 13 p. 72; ϑρῆνον, κτύπον, γόον, Soph. O. C. 1775. 1353 El. 125; λαμπάδας, Fackeln anfachen, Ar. Ran. 340; ὠδῖνας Ptat. Theaet. 149 c; τὰς ἐπιϑυμίας Rep. VIII, 555 a; μῦϑον Polit. 272 d; ὁ οἶνος τὰς φιλοφροσύνας ὥσπερ ἔλαιον φλόγα ἐγείρει Xen. Conv. 2, 24; Folgde; Κύπριν Agath. 3 (V, 302); ἐγείρεται χειμών, es erhebt sich ein Sturm, Her. 7, 49; ἐγηγερ. μένοι ἦσαν, sie fühlten sich ermuthigt, Thuc. 7, 51. – Von Gebäuden, aufführen, Callim. Ap. 64; Luc. Alex. 10; Byz. anath. 3 (IX, 696) u. a. Sp. – Intraus., ἔγειρ', wache auf, Eur. I. A. 624. – Med. ἐγείρομαι, sich aufrichten, aufstehen vom Schlafe, aufwachen; Od. 20, 100 u. Folgde; im aor. auch = Wache halten; ἀμφὶ πυρήν Il. 7, 434; ἐκ τῶν ὕπνων ϑαμὰ ἐγειρόμενος Plat. Rep. I, 330 e. – Hierzu gehört das perf. ἐγρήγορα, ich bin aufgewacht, bin wach; Hom. auch ἐγρηγόρϑασι, Il. 10, 419; ἐγρήγορϑε, als 2te Person plur. imperat., seid wach, 7, 371. 18, 299; ἐγρήγορϑαι, 10, 67, nach der Vorschrift der Gramm. so zu accentuiren, vgl. Spitzner zu der Stelle; plusqpf. auch ἠγρηγόρειν, Men. bei Phot.; ἐγρηγορὸς φρούρημα Aesch. Eum. 676; καϑεύδομεν ἢ ἐγρηγόραμεν Plat. Theaet. 158 b; oft in demselben Ggstz. – Auch geistig, = wach, aufmerksam sein, lebhaftes od. munteres Geistes sein; καὶ φρονεῖν Xen. Cyr. 1, 4, 20; Sp.; ἐγρηγορὸς βλέπειν, einen muntern, lebhaften Blick haben, Alciphr. In anderen Uebertragungen, πῆμα ἐγρηγορὸς ἂν εἴη, sei wach, ruhe nicht, Aesch. Ag. 337. Vgl. ἐγρηγορόων. – Hom. hat noch den aor. syncop. ἠγρόμην; ἔγρετο δ' ἐξ ὕπνου Il. 2, 41; ἔγρεο Νεστορίδη Od. 15, 46; auch Ar. κἂν ἔγρῃ, Vesp. 774. Spätere bilden daraus das praes. ἔγρομαι, was Thom. Mag. als attisch aufführt: z. B. ἔγρεται Opp. H. 5, 241; Nonn.; s. compp. Der inf. wird ἔγρεσϑαι accentuirt; Od. 13, 124; Ap. Rh. 4, 1352; das partic. ἐγρόμενος Qu. Sm. 14, 35 u. a. sp. D.
-
18 αμετρια
ἥ1) несообразность, несоразмерность(τοῦ τῶν γάμων χρόνου Plat.)
ἥ ἐν τῷ ποδὴ πρὸς τέν λύραν ἀ. Plat. — несоответствие между (отбиванием такта) ногой и лирой2) неумеренность, чрезмерность(τοῦ λόγου Plut.)
ἀ. γαστρός Plut. — обжорство;ἀ. περί τι Luc. — неумеренность в чем-л.3) безмерность, бесчисленность(κακῶν ἀμετρίαι Plat.)
-
19 αρμοζω
ἁρμόζω, ἁρμόττωдор. ἁρμόσδω1) пригонять, сплачивать, сколачивать, скреплять(δοῦρα ἀλλήλοισιν, med. χαλκῷ σχεδίην Hom.; ναυπηγίαν Eur.; εὖ ἡομοσμένος οἶκος Plut.)
2) прилаживатьχαίταν στεφάνοισιν ἁ. Pind. — класть венок на волосы;
ἐν ἄκρυσι ἁ. τινά Eur. — надевать на кого-л. оковы3) упирать, ставить(πόδα ἐπὴ γαίας Eur.)
4) втыкать(ῥόδον κροτάφοις Anacr.)
5) заключать(γάμον Pind., Eur., Plut.)
6) слагать, сочинять(ἔπεα Pind.; τὸ ξύμφωνον Plat.)
7) med. настраивать(λύραν и λύρα ἡρμοσμένη Plat.)
τῆς διανοίας τὸ ἡρμοσμένον Luc. — стройность мыслей8) соединять, обручать, сочетать браком(κόρᾳ τινά Pind.)
9) med. брать в жены(θυγατέρα τινός Her.)
ἡρμόσθαι γυναῖκά τινα Her. — быть женатым на ком-л.10) управлять, руководить(ἐν πόλει Xen. и τὰς πόλεις Plut.; τέν Ἀσίαν Luc.)
11) предводительствовать, командовать(τὸν στρατόν Pind.)
12) плотно облегать, хорошо сидеть, быть впору(περὴ τὰ στέρνα и τινί Hom.)
13) подходить, подобать, годиться(εἴς и πρός τι Plat.; πᾶσιν Soph.)
ἁρμόττοντες λόγοι Isocr. — подобающие слова;νομίζω κἀμοὴ νῦν ἁ. εἰπεῖν Dem. — полагаю, что и мне можно высказаться;μεταλαβεῖν καιρὸν ἁρμόττοντα Polyb. — воспользоваться удобным случаем14) прилаживать, приспособлять(ἑαυτὸν πρός τι Plut.)
ἁρμόζεσθαι τούτοισι νόμοις Soph. — быть судимым по этим законам;κονδύλοις ἡρμοττόμην шутл. Arph. — здорово меня отделали кулаками -
20 αρμοττω...
ἁρμόττω...ἁρμόζω, ἁρμόττωдор. ἁρμόσδω1) пригонять, сплачивать, сколачивать, скреплять(δοῦρα ἀλλήλοισιν, med. χαλκῷ σχεδίην Hom.; ναυπηγίαν Eur.; εὖ ἡομοσμένος οἶκος Plut.)
2) прилаживатьχαίταν στεφάνοισιν ἁ. Pind. — класть венок на волосы;
ἐν ἄκρυσι ἁ. τινά Eur. — надевать на кого-л. оковы3) упирать, ставить(πόδα ἐπὴ γαίας Eur.)
4) втыкать(ῥόδον κροτάφοις Anacr.)
5) заключать(γάμον Pind., Eur., Plut.)
6) слагать, сочинять(ἔπεα Pind.; τὸ ξύμφωνον Plat.)
7) med. настраивать(λύραν и λύρα ἡρμοσμένη Plat.)
τῆς διανοίας τὸ ἡρμοσμένον Luc. — стройность мыслей8) соединять, обручать, сочетать браком(κόρᾳ τινά Pind.)
9) med. брать в жены(θυγατέρα τινός Her.)
ἡρμόσθαι γυναῖκά τινα Her. — быть женатым на ком-л.10) управлять, руководить(ἐν πόλει Xen. и τὰς πόλεις Plut.; τέν Ἀσίαν Luc.)
11) предводительствовать, командовать(τὸν στρατόν Pind.)
12) плотно облегать, хорошо сидеть, быть впору(περὴ τὰ στέρνα и τινί Hom.)
13) подходить, подобать, годиться(εἴς и πρός τι Plat.; πᾶσιν Soph.)
ἁρμόττοντες λόγοι Isocr. — подобающие слова;νομίζω κἀμοὴ νῦν ἁ. εἰπεῖν Dem. — полагаю, что и мне можно высказаться;μεταλαβεῖν καιρὸν ἁρμόττοντα Polyb. — воспользоваться удобным случаем14) прилаживать, приспособлять(ἑαυτὸν πρός τι Plut.)
ἁρμόζεσθαι τούτοισι νόμοις Soph. — быть судимым по этим законам;κονδύλοις ἡρμοττόμην шутл. Arph. — здорово меня отделали кулаками
См. также в других словарях:
λυρᾶν — λύρα lyre fem gen pl (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λύραν — λύρᾱν , λύρα lyre fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Подобен — (греч. προσόμοιον очень сходное, весьма похожее; часто в форме мн.ч. προσόμοια подобны) в византийском и русском православном богослужении пение на основе мелодической (в византийском мелодико ритмической) модели. Эта модель по гречески… … Википедия
Terpsichore — TERPSICHŎRE, es, Gr. Τερψιχόρη, ης, Jupiters und der Mnemosyne Tochter, eine von den neun Musen. Apollod. l. I. c. 14. Sie hat ihren Namen, nach einigen, daher, daß sie ihre Liebhaber mit denen Gütern vergnüget, die von der Gelehrsamkeit… … Gründliches mythologisches Lexikon
гоусли — ГОУСЛ|И (41), ИИ с. мн. Гусли: възмѣте сопѣли. бубны и гусли. и ѹдарѩите. ЛЛ 1377, 65 (1074); | о любом струнном музыкальном инструменте: горе съ гѹсльми и свирѣльми вино пиюще. (κιθάρας) КЕ XII, 80б; пити˫а обнощьна˫а. съ гѹсльми. и свирѣльми.… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
Самбика — Самбика, самбука (греч. σαμβύκη, лат. sambuca) древнегреческий струнный щипковый инструмент типа треугольной арфы, вероятно, завезённый в Грецию с Ближнего Востока. Большинство авторов описывают самбику как инструмент небольшого размера с… … Википедия
BARBITOS — apud Horat. l. 1. Carm. od. 1. v. 34. Lesboum refugis tendere barbiton: Instrumentum Lyricum, quod tribus tendebatur chordis, quô multum usa Sappho et Alcaeus. Sonus ei exstitit gravis et aptus Doriis: quocirca Pollux etiam βαρύμιτον dictum… … Hofmann J. Lexicon universale
CADAVERUM Cura — apud Romanos Graecosque. Corpus defuncti, postquam sollenni ritu oculi eius clausi essent, per intervalla conclamabatur primo, quod apud Graecos fiebat magnô aeneorum vasorum fragore, an ad Lemures Furiasque accendas, an ad iacentem, si forte… … Hofmann J. Lexicon universale
PARIS — I. PARIS Rex Galliae, annô fere ante Romam conditam 660. Hic urbem Parisiensem, omnium florentissimam condidit, ac de suo nomine vocavit, Maneth. et Ann. in Comment. eiusdem. II. PARIS Vide quoque Alecander, Iohannes, Iulius, Matibaeus. III.… … Hofmann J. Lexicon universale
VENABULUM — hasta erat oblongior, quâ ferae incurrentes excipiebantur. Plin. l. 1. Ep. 6. Apros tres, et quidem pulcherrimos cepit, ipse? inquis, ipse, non tamen ut omnino ab inertia mea discederem. Ad retia sedebam. Erant in proximo non Venabulum aut lancea … Hofmann J. Lexicon universale
διαψάλλω — (Α) 1. επιτατικό τού ψάλλω* 2. (με αιτ.) δοκιμάζω ένα όργανο προτού παίξω δημόσια («οὔτε κιθαρῳδὸς εἰς μέσον ἔρχεται πρὶν καἰ σχολῇ διαψήλῃ τὴν λύραν», Ιμέριος) … Dictionary of Greek