Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

οἴνη

См. также в других словарях:

  • οἴνη — the vine fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οἴνῃ — οἴνη the vine fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οίνη — (I) οἴνη, δωρ. τ. οἴνα, ἡ (Α) 1. η άμπελος («oἱ δ ἐτρύγων οἴνας, δρεπάνας ἐν χερσίν ἔχοντες», Ησίοδ.) 2. οίνος, κρασί («οἴνης σκύφον προτείνων», Λυκόφρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < οἶνος, κατά τα θηλ. σε η]. (II) οἴνη, ἡ (Α) 1. ο αριθμός ένα στα ζάρια, ο… …   Dictionary of Greek

  • πάνθοινος — οίνη, ον, θηλ. και ος, Α γεμάτος με κάθε είδους εδέσματα, πλουσιοπάροχος («πανθοίνοισι τραπέζαις», Οππ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + θοίνη «συμπόσιο, δείπνο» (πρβλ. εύ θοινος)] …   Dictionary of Greek

  • στιππόϊνος — οΐνη, ον, Α βλ. στύποινος …   Dictionary of Greek

  • οἰνέων — οἴνη the vine fem gen pl (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οἴνην — οἴνη the vine fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οἴνης — οἴνη the vine fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οἶναι — οἴνη the vine fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • PLENUM — in coloribus, idem quod adstrictum, amarum, austerum, meracum, pressum, saturum, triste etc. quas voces vide hîc passim. In Tessera, latus illud, quod sex puncta habebat, sic dictum legimus: uti contra vacuum illud, in quo unitas tantum erat… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • οίος — (I) οἶος, οἴα, ον, επικ. τ. θηλ. οἴη, κυπρ. τ. οἶFος (Α) 1. μόνος, χωρίς συνοδεία, ολομόναχος («ὅν ῥα συβώτης αὐτὸς κτήσατο οἶος ἀποιχομένοιο ἄνακτος, νόσφιν δεσποίνης», Ομ. Οδ.) 2. μοναδικός στο είδος του, εξαίρετος 3. (το ουδ. ως επίρρ.) οἶον… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»