Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

σάλπιγγος

См. также в других словарях:

  • σάλπιγγος — σάλπιγξ saupe fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Differences between codices Sinaiticus and Vaticanus — Codex Sinaiticus and Codex Vaticanus, two of great uncial codices, representatives of the Alexandrian text type, are considered excellent manuscript witnesses of the text of the New Testament. Most critical editions of the Greek New Testament… …   Wikipedia

  • Minuscule 482 (Gregory-Aland) — New Testament manuscripts papyri • uncials • minuscules • lectionaries Minuscule 482 John Evangelist folio 226 verso …   Wikipedia

  • Minuscule 482 — Manuscrits du Nouveau Testament Papyri • Onciale • Minuscules • Lectionnaire Minuscule 482 …   Wikipédia en Français

  • AZYMA — Hebr. Gap desc: Hebrew, cuius vocis origo non liquet. Docet tamen ex Arabismo, Bochartus, Gap desc: Hebrew proprie esse puros et sinceros panes et ab omni fermento expurgatos, quod corruptionis esse genus voluerunt multi Veteres. Hinc Hieronym. 1 …   Hofmann J. Lexicon universale

  • ήχος — Διάδοση σε ένα ελαστικό μέσο των ταλαντώσεων που μεταδίδει σε αυτό ένα ταλαντούμενο σώμα (ηχητική πηγή). Συνήθως ή. ονομάζεται και το αποτέλεσμα που παράγεται από τις ελαστικές ταλαντώσεις στο εσωτερικό αφτί. Για το φυσιολογικό ανθρώπινο αφτί, το …   Dictionary of Greek

  • από — (I) (AM ἀπό) πρόθ. σημαίνει 1. απομάκρυνση από τόπο, πρόσωπο, πράγμα, ενέργεια («έφυγε από την πόλη», «ἀπὸ θαλάσσης ᾠκίσθησαν») 2. αλλαγή («από δήμαρχος κλητήρας», «ἀθανάταν ἀπὸ θνατᾱς ἐποίησας Βερενίκαν») 3. προέλευση από τόπο ή πρόσωπο («πήρε… …   Dictionary of Greek

  • λαλώ — έω και άω (AM λαλῶ, έω) 1. λέγω (α. «εἶπα καὶ ἐλάλησα ἁμαρτίαν οὐκ ἔχω» β. «αὐτοῡ ἀκούσεσθε κατὰ πάντα ὅσα ἄν λαλήσῃ πρὸς ὑμᾱς», ΚΔ) 2. έχω έναρθρο λόγο, ομιλώ, εκφράζομαι προφορικά («λαλεῑ οὐθὲν τῶν ἄλλων ζῴων πλὴν ἀνθρώπου», Αριστοτ.) 3. (για… …   Dictionary of Greek

  • ληιστοσάλπιγγες — ληϊστοσάλπιγγες (Α) (κατά τον Ησύχ.) «οἱ Τυρρηνοί ἐπειδὴ πρῶτοι σάλπιγγος εὑρεταὶ γεγόνασιν». [ΕΤΥΜΟΛ. < ληϊστής + σάλπιγξ) …   Dictionary of Greek

  • ορμαίνω — ὁρμαίνω (Α) [ορμή] (ποιητ. τ.) 1. ανακινώ κάτι στο μυαλό μου, σκέπτομαι, συλλογίζομαι 2. μελετώ, εξετάζω κάτι («ἤλυθον εἰς Τροίην, πόλεμον θρασὺν ὁρμαίνοντες», Ομ. Ιλ.) 3. επιθυμώ πολύ κάτι, ποθώ 4. είμαι ορμητικός, ανυπομονώ («βοὴν σάλπιγγος… …   Dictionary of Greek

  • πρόκληση — η / πρόκλησις, εως, ΝΑ και ιων. τ. γεν. ιος, Α [προκαλῶ] 1. η ενέργεια τού προκαλώ, σκόπιμη ή ακούσια ενέργεια που προκαλεί, επιθετική στάση, ερεθισμός (α. «η επίδειξη τού πλούτου είναι πρόκληση για τους φτωχούς» β. «τα όσα δημοσιεύθηκαν στις… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»