-
1 ούσα
οὔσᾱ, εἰμίsum: pres part act fem nom /voc /acc dual (attic epic doric ionic)——————εἰμίsum: pres part act fem nom /voc sg (attic epic doric ionic)οὖσονship's tackle: neut nom /voc /acc pl——————ὗ̱σα, ὕωrain: aor ind act 1st sg -
2 ουσα
-
3 οὗσα
-
4 οὔσα
Βλ. λ. ούσα -
5 οὖσα
Βλ. λ. ούσα -
6 ούσα
ων, ούσα, ον(причастие в дргр. от ειμί «быть, существовать»)1) сущий, существующий;2) ο Ων — Сущий, Яхве, Христос (надписание иконы Христа):και είπεν ο θεός προς Μωυσήν Εγώ ειμί ο ων (Έξ. 3, 14) — Бог сказал Моисею: Я есмь Сущий (Исх. 3, 14)
-
7 οὖσα
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > οὖσα
-
8 οὖσα
см. εἰμί -
9 φά(γ)ουσα
η язва;§ ώ! πού να βγάλεις τη φά(γ)ουσά σου! чтоб тебя холера взяла!; чтоб ты сдох! -
10 φά(γ)ουσα
η язва;§ ώ! πού να βγάλεις τη φά(γ)ουσά σου! чтоб тебя холера взяла!; чтоб ты сдох! -
11 ἑκών,-οῦσα,-όν
-
12 αιμάσσων
ουσα, ον кровоточивый, кровоточащий;αιμάσσουσα πληγή — кровоточивая рана
-
13 άκων
ουσα, ον неохотный; нежелающий; делающий что-л. неохотно, вопреки своей воле;§ εκών άκων — волей-неволей
-
14 αναιρεσείων
ουσα, ον юр. подающий кассацию -
15 ανιών
ούσα, όν в разн. знач восходящий;ανιών ήλιος — восходящее солнце;
ανιούσα τάξη — восходящий класс, класс, находящийся на подъёме;
ανιόντες (συγγενείς) родственники по восходящей линии;ανιούσα κλίμακα муз. — восходящая гамма;
ανιούσα πρόοδος (καμπύλη) мат. — восходящая прогрессия (кривая)
-
16 αποσχών
ούσα, όν воздержавшийся;οι αποσχόντες της ψηφοφορίας — воздержавшиеся от голосования
-
17 απών
ούσα, όν отсутствующий -
18 αρμόζων
ουσα, ον подобающий; подходящий;η αρμόζούσα απάντηση — должный ответ
-
19 άρχων
-
20 αύξων
ουσα, ον увеличивающийся, нарастающий, растущий;αύξων αριθμός — а) порядковый номер; — б) серийный номер;
η οικονομική κρίσις βαίνει αύξουσα экономический кризис нарастает
См. также в других словарях:
οὔσα — οὔσᾱ , εἰμί sum pres part act fem nom/voc/acc dual (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-ούσα — κατάλ. θηλυκών ονομάτων τής Μεσαιωνικής και Νέας Ελληνικής από μτχ. ρημάτων σε ῶ (πρβλ. βρομ ούσα < βρομώ, γλυκομιλ ουσα < γλυκομιλώ, πατ ούσα < πατώ) κατ επίδραση τής αρχ. επιθ. κατάλ. όεις*, όεσσα (> οῡσα), όεν.Παραδείγματα θηλυκών… … Dictionary of Greek
.οῦσα — ὗ̱σα , ὕω rain aor ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οὖσα — εἰμί sum pres part act fem nom/voc sg (attic epic doric ionic) οὖσον ship s tackle neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
απών, -ούσα, -όν — αρχαία μετοχή, αυτός που απουσιάζει, που δεν είναι παρών: Πολλοί μαθητές ήταν σήμερα απόντες … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
επιλαχών, -ούσα, -όν — 1. (για υποψήφιους σε εκλογές), καθένας από αυτούς που έχουν σειρά ύστερα από εκείνους που πέτυχαν: Από το συνδυασμό του κόμματός του ήρθε τρίτος επιλαχών. 2. (για όσους διαγωνίζονται για κατάληψη θέσης σε υπηρεσία ή σε ανώτατα ή ανώτερα… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ιθύνων, -ουσα, -ον — 1. ο επικεφαλής, αυτός που κυβερνά ένα κράτος ή διευθύνει μια επιχείρηση: Ιθύνοντες της πολιτείας. 2. «ιθύνουσα τάξη», έτσι λέγεται η τάξη που έχει κάπου την εξουσία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
παρών, -ούσα, -όν — (μτχ. του αρχαίου ρ. πάρειμι) 1. αυτός που παραβρίσκεται, που είναι κάπου προσωπικά ο ίδιος: Όλοι οι μαθητές είναι παρόντες. 2. ως ουσ., παρόν, το (βλ. λ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φά(γ)ουσα — η φαγέδαινα (βλ. λ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
εκών — ούσα, όν (AM ἑκών, οῡσα, όν) αυτός που ενεργεί ή πάσχει κάτι με τη θέλησή του, οικειοθελώς προσφερόμενος, εθελοντής αρχ. 1. αυτός που ενεργεί από πρόθεση, επίτηδες («ἑκών ἠμάρτανεν» επίτηδες αποτύγχανε) 2. φρ. α) «ἑκών εἶναι» όσο εξαρτάται από… … Dictionary of Greek
κατεπείγων — ουσα, ον (AM κατεπείγων, ουσα, ον) βλ. κατεπείγω … Dictionary of Greek