См. также в других словарях:
φιδίτης — και φειδίτης, ου, ό, δωρ. τ. φιδίτης, α, Α μέλος φιδιτίου. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. τ. με κατάλ. ίτης* (πρβλ. θιασ ίτης), σχηματισμένος από ένα θ. φ(ε)ιδ , το οποίο, όμως, παραμένει δυσερμήνευτο. Κατά την επικρατέστερη άποψη, πρόκειται για το θ … Dictionary of Greek
-της — ΝΜΑ παραγωγική κατάληξη πλήθους αρσενικών ονομάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, η οποία έχει προέλθει από ΙΕ κατάληξη σε t (πρβλ. αρχαίο ινδικό pariksi t, ομηρικό περι κτί ται) επεκτεταμένη με φωνήεν ᾱ / η . Η κατάληξη της χρησιμοποιήθηκε για … Dictionary of Greek