-
1 χερσαίος
-
2 χερσαῖος
-
3 χερσαῖος
A from or of dry land, living or found thereon, ὄρνιθες χ., opp. λιμναῖοι, Hdt.7.119;κροκόδειλοι Id.4.192
; ζῷα χ., opp. θαλάσσια, πετεινά, Id.2.123, cf. Pl. Ti. 40a; χελώνη χ., opp. θαλασσία, v. χελώνη; μύες χ., Arist.Mir. 842b7; ὄφεις, opp. θαλάττιαι, Id.HA 505b9; ἡ χ. (sc. θήρα) hunting of land-animals, opp. fishing, Pl.Sph. 223b, cf. AP9.14 (Antiphil.); of landsmen, opp. seamen, E.Andr. 457, Th.7.67; χ. παρασκευή, opp. ναυτική, Ascl.Tact.1.1; χ. πόλις an inland city, opp. seaport ([etym.] ἐπιθαλαττίδιος), Pl.Lg. 704b; ὁδοὶ χ., opp. voyages, AP11.42 (Crin.), cf. 4.3b.46 (Agath.): travelling by land,βραδὺς καὶ χ. Ἔρως Plu.2.750b
; κῦμα στρατοῦ, opp. a fleet, A.Th.64: neut. pl. as Adv., Arat. 919.II ἡ χερσαῖος, as Subst., = χερσόνησος, Lyc.534.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > χερσαῖος
-
4 χερσαῖος
-α,-ον A 1-0-0-0-1=2 Lv 11,29; Wis 19,19 -
5 χερσαί'
χερσαῖα, χερσαῖοςfrom: neut nom /voc /acc plχερσαῖε, χερσαῖοςfrom: masc voc sgχερσαῖαι, χερσαῖοςfrom: fem nom /voc pl -
6 χερσαῖ'
χερσαῖα, χερσαῖοςfrom: neut nom /voc /acc plχερσαῖε, χερσαῖοςfrom: masc voc sgχερσαῖαι, χερσαῖοςfrom: fem nom /voc pl -
7 χερσαία
χερσαί̱ᾱ, χερσαῖοςfrom: fem nom /voc /acc dualχερσαί̱ᾱ, χερσαῖοςfrom: fem nom /voc sg (attic doric aeolic)——————χερσαί̱ᾱͅ, χερσαῖοςfrom: fem dat sg (attic doric aeolic) -
8 χερσαίον
-
9 χερσαῖον
-
10 χερσαίας
χερσαί̱ᾱς, χερσαῖοςfrom: fem acc plχερσαί̱ᾱς, χερσαῖοςfrom: fem gen sg (attic doric aeolic) -
11 χερσαίη
χερσαί̱η, χερσαῖοςfrom: fem nom /voc sg (epic ionic)——————χερσαί̱ῃ, χερσαῖοςfrom: fem dat sg (epic ionic) -
12 χερσαίων
χερσαί̱ων, χερσαῖοςfrom: fem gen plχερσαί̱ων, χερσαῖοςfrom: masc /neut gen pl -
13 χερσαία
-
14 χερσαῖα
-
15 χερσαίαι
-
16 χερσαῖαι
-
17 χερσαίοι
-
18 χερσαῖοι
-
19 χερσαίαις
χερσαί̱αις, χερσαῖοςfrom: fem dat pl -
20 χερσαίαισιν
χερσαί̱αισιν, χερσαῖοςfrom: fem dat pl (epic ionic aeolic)
См. также в других словарях:
χερσαῖος — from masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χερσαίος — α, ο / χερσαῑος, αία, ον, ΝΜΑ, και τ. θηλ. ος Α αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ξηρά, σε αντιδιαστολή προς τον θαλάσσιο και τον εναέριο ή τον ιπτάμενο (α. «χερσαίες και ναυτικές δυνάμεις» β. «τὰ χερσαῑα καὶ τὰ θαλάσσια καὶ τὰ πετεινά», Ηρόδ.)… … Dictionary of Greek
χερσαίος — α, ο ηπειρωτικός, στεριανός: Στην Αφρική υπάρχουν σπάνια χερσαία ζώα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
χερσαῖον — χερσαῖος from masc acc sg χερσαῖος from neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χερσαῖα — χερσαῖος from neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χερσαῖαι — χερσαῖος from fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χερσαῖοι — χερσαῖος from masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χερσαῖ' — χερσαῖα , χερσαῖος from neut nom/voc/acc pl χερσαῖε , χερσαῖος from masc voc sg χερσαῖαι , χερσαῖος from fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνηπειρώτης — ὁ, Α αυτός που είναι επίσης χερσαίος, που είναι κι αυτός στεριανός. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἠπειρώτης «χερσαίος, στεριανός»] … Dictionary of Greek
χερσαία — χερσαί̱ᾱ , χερσαῖος from fem nom/voc/acc dual χερσαί̱ᾱ , χερσαῖος from fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χερσαίας — χερσαί̱ᾱς , χερσαῖος from fem acc pl χερσαί̱ᾱς , χερσαῖος from fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)