Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

χερσαῖος

См. также в других словарях:

  • χερσαῖος — from masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χερσαίος — α, ο / χερσαῑος, αία, ον, ΝΜΑ, και τ. θηλ. ος Α αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ξηρά, σε αντιδιαστολή προς τον θαλάσσιο και τον εναέριο ή τον ιπτάμενο (α. «χερσαίες και ναυτικές δυνάμεις» β. «τὰ χερσαῑα καὶ τὰ θαλάσσια καὶ τὰ πετεινά», Ηρόδ.)… …   Dictionary of Greek

  • χερσαίος — α, ο ηπειρωτικός, στεριανός: Στην Αφρική υπάρχουν σπάνια χερσαία ζώα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • χερσαῖον — χερσαῖος from masc acc sg χερσαῖος from neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χερσαῖα — χερσαῖος from neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χερσαῖαι — χερσαῖος from fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χερσαῖοι — χερσαῖος from masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χερσαῖ' — χερσαῖα , χερσαῖος from neut nom/voc/acc pl χερσαῖε , χερσαῖος from masc voc sg χερσαῖαι , χερσαῖος from fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνηπειρώτης — ὁ, Α αυτός που είναι επίσης χερσαίος, που είναι κι αυτός στεριανός. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἠπειρώτης «χερσαίος, στεριανός»] …   Dictionary of Greek

  • χερσαία — χερσαί̱ᾱ , χερσαῖος from fem nom/voc/acc dual χερσαί̱ᾱ , χερσαῖος from fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χερσαίας — χερσαί̱ᾱς , χερσαῖος from fem acc pl χερσαί̱ᾱς , χερσαῖος from fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»