Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

λιμνώδης

См. также в других словарях:

  • λιμνώδης — marshy masc/fem acc pl (attic epic doric) λιμνώδης marshy masc/fem nom/voc pl (doric aeolic) λιμνώδης marshy masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λιμνώδης — ες (Α λιμνώδης, ῶδες) [λίμνη] (για τόπο) γεμάτος λίμνες, ελώδης, τεναγώδης νεοελλ. αυτός που μοιάζει με λίμνη αρχ. το ουδ. ως ουσ. τὸ λιμνῶδες ελώδες έδαφος («τὸ λιμνῶδες τοῡ Στρυμόνος», Θουκ.) …   Dictionary of Greek

  • λιμνώδη — λιμνώδης marshy neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) λιμνώδης marshy masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) λιμνώδης marshy masc/fem acc sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λιμνῶδες — λιμνώδης marshy masc/fem voc sg λιμνώδης marshy neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λιμνώδεις — λιμνώδης marshy masc/fem acc pl λιμνώδης marshy masc/fem nom/voc pl (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λιμνωδῶν — λιμνώδης marshy masc/fem/neut gen pl (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λιμνώδεσι — λιμνώδης marshy masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λιμνώδεσιν — λιμνώδης marshy masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λιμνώδους — λιμνώδης marshy masc/fem/neut gen sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -ώδης — ΝΜΑ β συνθετικό επιθέτων τής Αρχαίας Ελληνικής, που ανάγεται στο θέμα οδ τού ρήματος ὄζω* «έχω μυρωδιά, μυρίζω», με έκταση λόγω συνθέσεως. Η αρχική σημασία, ωστόσο, τού β συνθετικού διατηρείται σε ελάχιστα επίθετα στα οποία η σημασία τού α… …   Dictionary of Greek

  • Πελοπόννησος — I Ιστορική και γεωγραφική περιοχή της Ελλάδας, η νοτιότερη και μεγαλύτερη χερσόνησος της χώρας και η νοτιότερη της Ευρώπης. Εκτείνεται μεταξύ των παραλλήλων 38° 20’ (ακρωτήριο Δρέπανο) και 36° 23’ (ακρωτήριο Ταίναρο) και των μεσημβρινών 210° 10’… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»