-
1 ζεφυρηΐς
Aζεφύριος, ἀκτή Posidipp.
ap. Ath.7.318d codd. (- ίτιδος Valck.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ζεφυρηΐς
-
2 ζεφυρίτης
ζεφῠρ-ίτης [ῑ], ου, ὁ,= foreg. 1, epith. of the month of March, Lyd.Mens.4.152: fem. [suff] ζεφῠρ-ῖτις, ιδος, ἡ,= foreg. 1,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ζεφυρίτης
См. также в других словарях:
ζεφυρηίς — ζεφυρηΐς, ίδος, ἡ (Α) (ανώμαλο θηλ. τού ζεφύριος*) αυτή που ανήκει στον θεό Ζέφυρο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ζέφυρος + κατάλ. ηίς πρβλ. αλσ ηίς, χλωρ ηίς] … Dictionary of Greek
ζεφύριος — α, ο, (AM ζεφύριος, ον, Α θηλ. και ζεφυρία και ζεφυρῑτις και ζεφυρηΐς και ζεφυρίη) [ζέφυρος] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον άνεμο ζέφυρο μσν. αρχ. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη Δύση, ο δυτικός αρχ. 1. (δοτ. πληθ. αρσ. ως ουσ.) τοῑς… … Dictionary of Greek