-
1 ιερακίτης
-
2 ἱερακίτης
-
3 ἱερακίτης
II = ἱεράκιον 1, ib.1.901.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἱερακίτης
-
4 ιερακιτών
-
5 ἱερακιτῶν
-
6 ιερακίταις
-
7 ἱερακίταις
-
8 ιερακίτην
-
9 ἱερακίτην
-
10 ιερακίτου
-
11 ἱερακίτου
-
12 ἱέρᾱξ
ἱέρᾱξGrammatical information: m.Compounds: Rarely in compp., e. g. ἱερακο-βοσκός `falconer' (pap.).Derivatives: Dimin. ἱερακίσκος (Ar.); ἱερακίδιον, - άδιον `statuette of a hawk' (Delos IIa; on the meaning Chantraine Formation 70), ἱερακεῖον `hawk-temple' (pap. IIa), ἱερακιδεύς `young hawk' (Eust.; like ἀετ-ιδεύς a. o.; Boßhardt Die Nomina auf - ευς 78f.); ἱερακάριος `falconer' ( Cod. Cat. Astr.); ἱερακίτης name of a stone, from the colour (Plin., Gal.; Redard Les noms grecs en - της 55), ἱεράκιον, also - ία, - ιάς, - ῖτις plant-name, `hawk-weed, Hieracium' (Ps.-Dsc.; on the unclear motivation Strömberg Pflanzennamen 118). - ἱεράκ-ειος, - ώδης `hawk-like' (late).Etymology: Though ἴρηξ in Hom. shows no digamma (Chantraine Gramm. hom. 1, 156), the H.-glosse βείρακες ἱέρακες (with βειράκη ἡ ἁρπακτική) shows an orig. *Ϝῑρᾱξ with -ᾱκ- as in several animals names. One starts from an adj. (noun) *Ϝῑρος, perh. related to (Ϝ)ίεμαι (Ebel KZ 4, 164f.). The sec. Form ἱέραξ from folketymology after ἱερός. - Solmsen Unt. 148f., Bechtel Lex. s. ἴρηξ; more in Bq. - Possible but uncertain; the suffix -ᾱκ- could point to Pre-Greek origin.Page in Frisk: 1,712Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > ἱέρᾱξ
См. также в других словарях:
ιερακίτης — ἱερακίτης, ὁ (Α) [ιέραξ] 1. είδος λίθου που έχει το χρώμα τού λαιμού τού γερακιού 2. το βότανο ιεράκιο* … Dictionary of Greek
ἱερακίτης — stone of the colour of a hawk s neck masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἱερακιτῶν — ἱερακίτης stone of the colour of a hawk s neck masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἱερακίταις — ἱερακίτης stone of the colour of a hawk s neck masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἱερακίτην — ἱερακίτης stone of the colour of a hawk s neck masc acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἱερακίτου — ἱερακίτης stone of the colour of a hawk s neck masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-ίτης — (ΑΜ ίτης) κατάλ. μεγάλου αριθμού αρσ. ουσ. τής Ελληνικής, η οποία σχηματίστηκε από τη σύναψη τού επιθήματος της με το ληκτικό στοιχείο ι , θέματος ορισμένων λέξεων (πρβλ. πολ ίτης), απ όπου επεκτάθηκε, αργότερα, και σε άλλα θέματα (πρβλ. ζευγ… … Dictionary of Greek
ιέραξ — Γένος αρπακτικών πουλιών, της οικογένειας των ιερακιδών, γνωστό κυρίως με το όνομα γεράκι (βλ. λ.). * * * ὁ (ΑΜ ἱέραξ, ακος, Α ιων. και επικ. τ. ἴρηξ, δωρ. τ. ἱάραξ) το πτηνό γεράκι («ἴρηξ ὠκύπτερος», Ομ. Ιλ.) αρχ. 1. είδος ψαριού 2. ονομασία… … Dictionary of Greek