Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

ἀετ-ιδεύς

См. также в других словарях:

  • πενθεριδεύς — έως, ὁ, Α ο γιος τού πεθερού, ανδράδελφος ή γυναικάδελφος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πενθερός + κατάλ. ιδεύς (πρβλ. αδελφ ιδεύς), κατά τα λυκ ιδεύς, αετ ιδεύς] …   Dictionary of Greek

  • κυνιδεύς — κυνιδεύς, ὁ (Α) σκυλάκι, κουτάβι. [ΕΤΥΜΟΛ. < κύων, κυνός + κατάλ. ιδεύς (πρβλ. αετ ιδεύς, λεοντ ιδεύς)] …   Dictionary of Greek

  • λεοντιδεύς — ο (Α λεοντιδεύς, έως) μικρό λιοντάρι, λιονταράκι νεοελλ. κομψευόμενος νέος. [ΕΤΥΜΟΛ. < λέων, οντος + επίθημα ιδεύς (πρβλ. αετ ιδεύς, ερωτ ιδεύς)] …   Dictionary of Greek

  • λυκιδεύς — ο (Α λυκιδεύς, έως) το νεογνό τού λύκου, λυκόπουλο («θρέψαι καὶ λυκιδεῑς, θρέψαι κύνας ὥς τυ φάγωντι», Θεόκρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < λύκος + επίθημα ιδεύς (πρβλ. αετ ιδεύς, λεοντ ιδεύς)] …   Dictionary of Greek

  • παρδαλιδεύς — ὁ, Μ το νεογνό τής λεοπάρδαλης. [ΕΤΥΜΟΛ. < πάρδαλις + επίθημα ιδεύς (πρβλ. αετ ιδεύς, λυκ ιδεύς)] …   Dictionary of Greek

  • πελαργιδεύς — ο, ΝΑ ο νεοσσός τού πελαργού. [ΕΤΥΜΟΛ. < πελαργός + επίθημα ιδεύς (πρβλ. αετ ιδεύς, λυκ ιδεύς)] …   Dictionary of Greek

  • περδικιδεύς — έως, ὁ, Μ ο νεοσσός τής πέρδικας, περδικόπουλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < πέρδιξ, ικος + κατάλ. ιδεύς (πρβλ. αετ ιδεύς)] …   Dictionary of Greek

  • πιθηκιδεύς — ο, ΝΑ το νεογνό τού πιθήκου, μαϊμουδάκι. [ΕΤΥΜΟΛ. < πίθηκος + επίθημα ιδεύς (πρβλ. αετ ιδεύς)] …   Dictionary of Greek

  • χελιδονιδεύς — έως, ὁ, Μ χελιδονάκι, μικρό χελιδόνι. [ΕΤΥΜΟΛ. < χελιδών, όνος + επίθημα ιδεύς, που απαντά σε ονόματα νεογνών ζώων (πρβλ. ἀετ ιδεύς)] …   Dictionary of Greek

  • χηναλωπεκιδεύς — έως, ὁ, Α μικρός χηναλώπηξ*, νεοσσός. [ΕΤΥΜΟΛ. < χηναλώπηξ, εκος + επίθημα ιδεύς, που απαντά σε ον. νεογνών ζώων (πρβλ. ἀετ ιδεύς)] …   Dictionary of Greek

  • χηνιδεύς — έως, και χηνιδής, οῡς, ὁ, Α χηνάκι. [ΕΤΥΜΟΛ. < χήν, χηνός + επίθημα ιδεύς, το οποίο απαντά σε ον. νεογνών ζώων (πρβλ. ἀετ ιδεύς)] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»