-
1 ἱέρᾱξ
ἱέρᾱξGrammatical information: m.Compounds: Rarely in compp., e. g. ἱερακο-βοσκός `falconer' (pap.).Derivatives: Dimin. ἱερακίσκος (Ar.); ἱερακίδιον, - άδιον `statuette of a hawk' (Delos IIa; on the meaning Chantraine Formation 70), ἱερακεῖον `hawk-temple' (pap. IIa), ἱερακιδεύς `young hawk' (Eust.; like ἀετ-ιδεύς a. o.; Boßhardt Die Nomina auf - ευς 78f.); ἱερακάριος `falconer' ( Cod. Cat. Astr.); ἱερακίτης name of a stone, from the colour (Plin., Gal.; Redard Les noms grecs en - της 55), ἱεράκιον, also - ία, - ιάς, - ῖτις plant-name, `hawk-weed, Hieracium' (Ps.-Dsc.; on the unclear motivation Strömberg Pflanzennamen 118). - ἱεράκ-ειος, - ώδης `hawk-like' (late).Etymology: Though ἴρηξ in Hom. shows no digamma (Chantraine Gramm. hom. 1, 156), the H.-glosse βείρακες ἱέρακες (with βειράκη ἡ ἁρπακτική) shows an orig. *Ϝῑρᾱξ with -ᾱκ- as in several animals names. One starts from an adj. (noun) *Ϝῑρος, perh. related to (Ϝ)ίεμαι (Ebel KZ 4, 164f.). The sec. Form ἱέραξ from folketymology after ἱερός. - Solmsen Unt. 148f., Bechtel Lex. s. ἴρηξ; more in Bq. - Possible but uncertain; the suffix -ᾱκ- could point to Pre-Greek origin.Page in Frisk: 1,712Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > ἱέρᾱξ
См. также в других словарях:
πενθεριδεύς — έως, ὁ, Α ο γιος τού πεθερού, ανδράδελφος ή γυναικάδελφος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πενθερός + κατάλ. ιδεύς (πρβλ. αδελφ ιδεύς), κατά τα λυκ ιδεύς, αετ ιδεύς] … Dictionary of Greek
κυνιδεύς — κυνιδεύς, ὁ (Α) σκυλάκι, κουτάβι. [ΕΤΥΜΟΛ. < κύων, κυνός + κατάλ. ιδεύς (πρβλ. αετ ιδεύς, λεοντ ιδεύς)] … Dictionary of Greek
λεοντιδεύς — ο (Α λεοντιδεύς, έως) μικρό λιοντάρι, λιονταράκι νεοελλ. κομψευόμενος νέος. [ΕΤΥΜΟΛ. < λέων, οντος + επίθημα ιδεύς (πρβλ. αετ ιδεύς, ερωτ ιδεύς)] … Dictionary of Greek
λυκιδεύς — ο (Α λυκιδεύς, έως) το νεογνό τού λύκου, λυκόπουλο («θρέψαι καὶ λυκιδεῑς, θρέψαι κύνας ὥς τυ φάγωντι», Θεόκρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < λύκος + επίθημα ιδεύς (πρβλ. αετ ιδεύς, λεοντ ιδεύς)] … Dictionary of Greek
παρδαλιδεύς — ὁ, Μ το νεογνό τής λεοπάρδαλης. [ΕΤΥΜΟΛ. < πάρδαλις + επίθημα ιδεύς (πρβλ. αετ ιδεύς, λυκ ιδεύς)] … Dictionary of Greek
πελαργιδεύς — ο, ΝΑ ο νεοσσός τού πελαργού. [ΕΤΥΜΟΛ. < πελαργός + επίθημα ιδεύς (πρβλ. αετ ιδεύς, λυκ ιδεύς)] … Dictionary of Greek
περδικιδεύς — έως, ὁ, Μ ο νεοσσός τής πέρδικας, περδικόπουλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < πέρδιξ, ικος + κατάλ. ιδεύς (πρβλ. αετ ιδεύς)] … Dictionary of Greek
πιθηκιδεύς — ο, ΝΑ το νεογνό τού πιθήκου, μαϊμουδάκι. [ΕΤΥΜΟΛ. < πίθηκος + επίθημα ιδεύς (πρβλ. αετ ιδεύς)] … Dictionary of Greek
χελιδονιδεύς — έως, ὁ, Μ χελιδονάκι, μικρό χελιδόνι. [ΕΤΥΜΟΛ. < χελιδών, όνος + επίθημα ιδεύς, που απαντά σε ονόματα νεογνών ζώων (πρβλ. ἀετ ιδεύς)] … Dictionary of Greek
χηναλωπεκιδεύς — έως, ὁ, Α μικρός χηναλώπηξ*, νεοσσός. [ΕΤΥΜΟΛ. < χηναλώπηξ, εκος + επίθημα ιδεύς, που απαντά σε ον. νεογνών ζώων (πρβλ. ἀετ ιδεύς)] … Dictionary of Greek
χηνιδεύς — έως, και χηνιδής, οῡς, ὁ, Α χηνάκι. [ΕΤΥΜΟΛ. < χήν, χηνός + επίθημα ιδεύς, το οποίο απαντά σε ον. νεογνών ζώων (πρβλ. ἀετ ιδεύς)] … Dictionary of Greek