-
1 Ίεραξ
-
2 Ἵεραξ
-
3 Ιέραξ
-
4 Ἱέραξ
-
5 ιέραξ
-
6 ἱέραξ
-
7 ἱέραξ
ἱέραξ [ῐ], ᾱκος, ὁ, [dialect] Ion. and [dialect] Ep. [full] ἴρηξ [ῑ], ηκος (the longer form first in Alcm. 28, E.Andr. 1141, Ps.-Orac. ap. Ar.Eq. 1052):—A hawk, falcon,ἴρηξ ὠκύπτερος Il.13.62
, cf. 819, Od.13.86, Hes.Op. 212, Hdt.2.65, Arist.HA 620a17; sacred to Apollo, Ar.Av. 516.III name for a grade of initiates in Mithras-worship, Porph.Abst.4.16. -
8 ἱέραξ
-ακος ὁ N 3 2-0-0-1-0=3 Lv 11,16; Dt 14,17; Jb 39,26hawk, falcon -
9 Ιέρακ'
Ἱέρακα, Ἵεραξmasc acc sgἹέρακι, Ἵεραξmasc dat sgἹέρακε, Ἵεραξmasc nom /voc /acc dualἹέρακα, Ἱέραξmasc acc sgἹέρακι, Ἱέραξmasc dat sgἹέρακε, Ἱέραξmasc nom /voc /acc dual -
10 Ἱέρακ'
Ἱέρακα, Ἵεραξmasc acc sgἹέρακι, Ἵεραξmasc dat sgἹέρακε, Ἵεραξmasc nom /voc /acc dualἹέρακα, Ἱέραξmasc acc sgἹέρακι, Ἱέραξmasc dat sgἹέρακε, Ἱέραξmasc nom /voc /acc dual -
11 ιέρακ'
ἱέρᾱκα, ἱέραξhawk: masc acc sgἱέρᾱκι, ἱέραξhawk: masc dat sgἱέρᾱκε, ἱέραξhawk: masc nom /voc /acc dualἱ̱έρακα, ἱεράζωserve as priest: perf ind act 1st sgἱ̱έρακε, ἱεράζωserve as priest: perf imperat act 2nd sgἱ̱έρακε, ἱεράζωserve as priest: perf ind act 3rd sg -
12 ἱέρακ'
ἱέρᾱκα, ἱέραξhawk: masc acc sgἱέρᾱκι, ἱέραξhawk: masc dat sgἱέρᾱκε, ἱέραξhawk: masc nom /voc /acc dualἱ̱έρακα, ἱεράζωserve as priest: perf ind act 1st sgἱ̱έρακε, ἱεράζωserve as priest: perf imperat act 2nd sgἱ̱έρακε, ἱεράζωserve as priest: perf ind act 3rd sg -
13 Ιεράκων
-
14 Ἱεράκων
-
15 Ιέρακα
-
16 Ἱέρακα
-
17 Ιέρακας
-
18 Ἱέρακας
-
19 Ιέρακες
-
20 Ἱέρακες
См. также в других словарях:
Ἱέραξ — masc nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἵεραξ — masc nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ιέραξ — Γένος αρπακτικών πουλιών, της οικογένειας των ιερακιδών, γνωστό κυρίως με το όνομα γεράκι (βλ. λ.). * * * ὁ (ΑΜ ἱέραξ, ακος, Α ιων. και επικ. τ. ἴρηξ, δωρ. τ. ἱάραξ) το πτηνό γεράκι («ἴρηξ ὠκύπτερος», Ομ. Ιλ.) αρχ. 1. είδος ψαριού 2. ονομασία… … Dictionary of Greek
ἱέραξ — ἱέρᾱξ , ἱέραξ hawk masc nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἱεράκων — Ἵεραξ masc gen pl Ἱέραξ masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἱέρακα — Ἵεραξ masc acc sg Ἱέραξ masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἱέρακας — Ἵεραξ masc acc pl Ἱέραξ masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἱέρακες — Ἵεραξ masc nom/voc pl Ἱέραξ masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἱέρακι — Ἵεραξ masc dat sg Ἱέραξ masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἱέρακος — Ἵεραξ masc gen sg Ἱέραξ masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἱέραξι — Ἵεραξ masc dat pl (epic) Ἱέραξ masc dat pl (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)