-
1 σιθιλεσαδέ
σιθιλεσαδέ, African word,A = ἱεράκιον τὸ μέγα, Ps.-Dsc.3.64, vv.ll. σιθιλαισαδε, σιθιλεσας.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σιθιλεσαδέ
См. также в других словарях:
σιθιλεσαδέ — και δ. γρφ. σιθιλαισαδε και σιθιλεσας ΜΑ (αφρικ. λ.) είδος βοτάνου, το ιεράκιο … Dictionary of Greek