-
101 ὑπερ-δέξιος
ὑπερ-δέξιος, vornhin zur rechten Hand gelegen, Xen. An. 4, 8, 2, vgl. 3, 4, 37. 5, 7, 31 Hell. 4, 2, 14, u. öfter, wo es überall auch bedeutet »darüber gelegen«, »höher liegend, stehend«; τινός, τόπος ὑπερδέξιος πολεμίων Pol. 1, 30, 7, u. öfter. – Dah. übtr., überlegen, im Vortheil, τινός, über Einen, τινί, worin, Pol. 10, 30, 7, τῷ πολέμῳ, τοῖς δικαίοις, 5, 102, 3. 27, 4, 2; Sp., wie Plut. Num. 20, ἐγκρατῆ καὶ ὑπερδέξιον τῆς κακίας τὴν ἀρετὴν καταστῆσαι.
-
102 Κάστωρ
Κάστωρ (in gen. only, Κάστορος.) son of Leda and Tyndareus, but of Zeus P. 4.171, half brother to Polydeukes, killed by Idas; the Dioskouroi were worshipped in connection with horseracing, with their principal shrine at Therapnai. ὦ θεόμορ' Ἀρκεσίλα, σύ τοί νιν μετανίσεαι ἕκατι χρυσαρμάτου Κάστορος (ἢ ὅτι ἱππικὸς ὁ θεὸς ἢ ὅτι ἐπιφανῶς ἄγουσιν οἱ Κυρηναῖοι τὰ Διοσκούρεια. Σ, cf. v. 21) P. 5.91Κάστορος βίαν δέ τε, ἄναξ Πολύδευκες, υἱοὶ θεῶν, τὸ μὲν παρ' ἆμαρ ἕδραισι Θεράπνας, τὸ δ οἰκέοντας ἔνδον Ὀλύμπου P. 11.61
Κάστορος δ' ἐλθόντος ἐπὶ ξενίαν πὰρ Παμφάη καὶ κασιγνήτου Πολυδεύκεος N. 10.49
ἐπεὶ τοῦτον εἵλετ' αἰῶνα φθιμένου Πολυδεύκης Κάστορος ἐν πολέμῳ N. 10.59
( Ζεὺς)ἀνὰ δ' ἔλυσεν μὲν ὀφθαλμόν, ἔπειτα δὲ φωνὰν χαλκομίτρα Κάστορος N. 10.90
Κάστορος δ' αἰχμὰ Πολυδεύκεός τ ἐπ Εὐρώτα ῥεέθροις (sc. γέρας ἔχει) I. 5.33 Καστ[ Θρ. 6. 5. test.,Σ I. 1.21
†ἀλλ' εὑρήματα Πινδάρου ἐν ὑπορχήμασιν ὡς εὕρημα Κάστορος, ὡς αὐτὸς λέγει (corruptum, cf.Σ P. 5.10
, δοκεῖ δὲ πρῶτος συνωρίδα καταζεῦξαι Κάστωρ) fr. 114. -
103 κρίνω
κρῑνω ( κρίνει: aor. ἔκρῖνας: pass. κρίνεται: aor. κρᾰθη, κρᾰθεν; κρᾰθείς: pf. κέκρᾰται: κεκρᾰμένων, κεκρᾰμένα, -μέναι.)a decide, judgeπότμος δὲ κρίνει συγγενὴς ἔργων πέρι πάντων N. 5.40
Χρομίῳ κεν ὑπασπίζων ἔκρινας, ἂν κίνδυνον ὀξείας ἀυτᾶς, οὕνεκεν ἐν πολέμῳ κείνα θεὸς ἔντυεν αὐτοῦ θυμὸν αἰχματὰν ἀμύνειν λοιγὸν Ἐνυαλίου N. 9.35
pass., be brought to a decision, ἄριστος εὐφροσύνα πόνων κεκριμένων ἰατρός ( having passed the crisis, a medical met., cf. van Brock, Le Vocabulaire Médical, Paris, 1961, 214) N. 4.1b allot pass.ἤτοι βροτῶν γε κέκριται πεῖρας οὔ τι θανάτου O. 2.31
τοῖς οὔτε νόστος ὁμῶς ἔπαλπνος ἐν Πυθιάδι κρίθη P. 8.84
κρίνεται δ' ἀλκὰ διὰ δαίμονας ἀνδρῶν I. 5.11
pf. part. διείργει δὲ (sc. ἄνδρας καὶ θεοὺς)πᾶσα κεκριμένα δύναμις N. 6.2
τιμαὶ δὲ βροτοῖσι κεκριμέναι Παρθ. 1. 7.c pass., part σύνθεσιν ταύταν ἐπαινήσαντες οἱ μὲν κρίθεν sc. Jason and Pelias P. 4.168d pass., be distinguishedπαῖς ὁ Θεαρίωνος ἀρετᾷ κριθεὶς εὔδοξος ἀείδεται Σωγένης N. 7.7
-
104 κτάομαι
1 acquire, winφιάλαις, ἅς ποθ' ἵπποι κτησάμεναι Χρομίῳ πέμψαν N. 9.52
[ σὺν θεῶν δέ νιν αἴσᾳ Ὕλλου τε καὶ Αἰγιμιοῦ Δωριεὺς ἐλθὼν στρατὸς ἐκτήσατο (cod.: ἐκτίσσατο Hermann) I. 9.4]τοὶ σὺν πολέμῳ κτησάμ[ενοι] χθόνα πολύδωρον ὄλβον ἐγκατέθηκαν Pae. 2.59
-
105 Πολυδεύκης
Πολῠδεύκης son of Leda and Zeus, (half-)brother to Kastor1Κάστορος βίαν, σέ τε, ἄναξ Πολύδευκες, υἱοὶ θεῶν, τὸ μὲν πὰρ ἆμαρ ἕδραισι Θεράπνας, τὸ δ οἰκέοντας ἔνδον Ὀλύμπου P. 11.62
Κάστορος δ' ἐλθόντος ἐπὶ ξενίαν πὰρ Παμφάη καὶ κασιγνήτου Πολυδεύκεος N. 10.50
ἐπεὶ τοῦτον εἵλετ' αἰῶνα φθιμένου Πολυδεύκης Κάστορος ἐν πολέμῳ N. 10.59
ἄγαλμ' Ἀίδα, ξεστὸν πέτρον, ἔμβαλον στέρνῳ Πολυδεύκεος (sc. Ἀφαρητίδαι) N. 10.68 Κάστορος δ αἰχμὰ Πολυδεύκεός τ ἐπ Εὐρώτα ῥεέθροις (sc. γέρας ἔχει) I. 5.33 -
106 προβιβάζω
-
107 τελευταῖος
1 final [Ἄβδ]ηρε, καὶ στ[ρατὸν] ἱπποχάρμαν πολέμῳ τελευ[ταί]ῳ προβιβάζοις Pae. 2.105
-
108 ψυχά
ψῡχά (-ᾷ, -άν, -ά, -άς.)a soul that lives on after death. “ κέλεται γὰρ ἑὰν ψυχὰν κομίξαι Φρίξος” P. 4.159Κασσάνδραν πολιῷ χαλκῷ σὺν Ἀγαμεμνονίᾳ ψυχᾷ πόρεὐ Ἀχέροντος ἀκτὰν παρ' εὔσκιον νηλὴς γυνά P. 11.21
ὦ Μέγα, τὸ δ' αὖτις τεὰν ψυχὰν κομίξαι οὔ μοι δυνατόν N. 8.44
ψυχὰν Ἀίδᾳ τελέων οὐ φράζεται δόξας ἄνευθεν I. 1.68
ἐς τὸν ὕπερθεν ἅλιον κείνων ἐνάτῳ ἔτει ἀνδιδοῖ ψυχὰς πάλιν, ἐκ τᾶν βασιλῆς ἀγαυοί αὐξοντ (v. l. ψυχάν: sc. Φερσεφόνα) fr. 133. 3.b lifeἀτυζόμενοι ψυχὰς βάλον O. 8.39
ἐν πολέμῳ τόξοις ἀπὸ ψυχὰν λιπὼν P. 3.101
ἀγχομένοις δὲ χρόνος ψυχὰς ἀπέπνευσεν μελέων ἀφάτων (sc. of the serpents) N. 1.47c in general, soul, spirit, heartἀπὸ πάμπαν ἀδίκων ἔχειν ψυχάν O. 2.70
τλάμονι ψυχᾷ παρέμειν P. 1.48
“ οὐκέτι τλάσομαι ψυχᾷ γένος ἁμὸν ὀλέσσαι” P. 3.41μή, φίλα ψυχά, βίον ἀθάνατον σπεῦδε P. 3.61
ἃν περὶ ψυχὰν ἐπεὶ γάθησεν P. 4.122
κτεάνων ψυχὰς ἔχοντες κρέσσονας ἄνδρες N. 9.32
χερσὶ καὶ ψυχᾷ δυνατοί N. 9.39
μορφὰν βραχύς, ψυχὰν δ' ἄκαμπτος I. 4.53
d frag. ]ψυχαν κενεω[ν fr. 140a. 55 (29). -
109 εὐόργητος
εὐόργ-ητος, ον,A good-tempered,ἤθεα Hp.
Aër.12 ([comp] Comp.);εὐ. πρὸς τὸ πρέπον Gorg.Fr.6
D.;τοῖς κόλαξι.. εὐόργητος Eub.25
;τὸ εὐ. καὶ πρᾶον Arist.MM 1186a23
, cf. Plu.2.413c. Adv. - τως, προσομιλεῖν τῷ πολέμῳ with good temper, opp. ὀργισθείς, Th.1.122.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > εὐόργητος
-
110 κατείργω
Aκατέϝοργον Inscr.Cypr.135.1
H.:—also [suff] κατειλ-έργνυμι (v. infr.), [dialect] Att. also [full] καθείργω, [full] καθείργνυμι (q.v.): [tense] fut. - είρξω, [dialect] Ion. - έρξω:—drive into, shut in, ; κατεργνῦσι [αὐτοὺς] ἐς μέσα τὰ φρύγανα shut them up into the middle of the fire-wood, Id.4.69: generally, press hard, reduce to straits,κατέργοντες πολλὸν τοὺς Ἀθηναίους Id.6.102
; besiege, πτόλιν Inscr.Cypr.l.c.:—[voice] Pass., to be hemmed in, kept down,ὑπὸ τοῦ δυνατωτέρου Th.1.76
;ὑπ' ἀνάγκης D.H.6.2
; ὅρκοις -ειργόμενοι ib.45; τὸ πολέμῳ καὶ δεινῷ τινι -ειργόμενον what is done under stress of.., Th.4.98.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κατείργω
-
111 νίκη
A victory, ν. φαίνεται Μενελάου victory clearly belongs to M., Il.3.457, cf. Alc.80, etc.;μάχης ν. Il.7.26
, 8.171;ν. πολέμου Pl.Lg. 641a
, cf. c; ἡ ἐν τῷ πολέμῳ ν. ib. 647b: freq. of victory in the games,Ἰσθμία ν. Pi.I.2.13
; ν. παγκρατίου or ἀπὸ π., ib.7(6).22, 6(5).60: c. gen. objecti, ν. ἀντιπάλων victory over.., Ar.Eq. 521;ἡ τῶν ἡδονῶν ν. Pl.Lg. 840c
: c. gen. rei,τῶν πολεμικῶν ν. X.Mem.3.4.5
;ν. δοῦναί τινι Il.16.845
, etc.;ν. καὶ κράτος S.El.85
; νίκην νικᾶν τινα, v. νικάω 1.1, 11.1b.2 later, generally, mastery, ascendancy, etc., in all relations, νίκην διασῴζεσθαι to keep the fruits of victory, X.Cyr.4.2.26, cf. 4.1.15.II pr. n., Nike, the goddess of victory, Hes.Th. 384, cf. Pi.I.2.26, etc.;Νίκη Ἀθάνα Πολιάς S.Ph. 134
, cf. E. Ion 457 (lyr.), 1529.2 Astrol., name of sixth κλῆρος, Paul.Al.K.3, Cat.Cod.Astr.1.160. -
112 πέμπω
Aπέμπεσκε Hdt.7.106
: [tense] fut.πέμψω Od.5.167
, etc.; [dialect] Dor.πεμψῶ Theoc.5.141
; [dialect] Ep.inf.πεμψέμεναι Od.10.484
: [tense] aor. ἔπεμψα, [dialect] Ep.πέμψα Il.1.442
, 21.43, etc.: [tense] pf.πέπομφα Th.7.12
, X.Cyr.6.2.10, D.4.48 : [tense] plpf. ἐπεμπόμφει, [dialect] Ion. - εε, X.Cyr.6.2.9, Hdt.1.85 :—[voice] Med. (not in early Prose, exc. in compds. ἀπο-, μετα-, προ-πέμπομαι), [tense] fut. πέμψομαι only f.l. in E. Or. 111 : [tense] aor. :—[voice] Pass., [tense] fut.πεμφθήσομαι Str. 1.1.4
, Plu.Demetr.27 : [tense] aor.ἐπέμφθην Pi.N.3.59
, S.El. 1163, etc.: [ per.] 3sg.[tense] pf. , ([etym.] προ-) Th.7.77; part.πεπεμμένος D.23.159
, Luc. Alex.32, D.C.50.13: [tense] plpf.ἐπέπεμπτο Id.36.18
, ([etym.] προὐπ-) Th.8.79 (cj.):— send, freq. of persons, as messengers, spies, etc., Il.3.116, A.Th.37, Hdt.7.15, etc.; of troops, A.Pers.34 (anap.), Th. 470 : c. dupl. acc., ὁδὸν π. τινά send one on a journey, S.Aj. 739, cf.El. 1163 ([voice] Pass.); also of things,πέμψω δέ τοι οὖρον ὄπισθεν Od.5.167
, etc.; π. γράμματα, ἐπιστολήν, Pl.Ep. 310d, 323b; in letters, in the epistolary aorist, Th.1.129, X. An.1.9.25, LXX2 Es.4.14; π. κακόν τινι send one evil, Il.15.109;π. παραβᾶσιν Ἐρινύν A.Ag.59
(anap.); ποινάς, ζημίαν, Id.Eu. 203 (dub.), E.Fr. 506;ψόφον π. ἔσω Id.IT 1308
; ὕπνον, ὀνείρατα, S.Ph.19, El. 460; freq. of omens, π.οἰωνόν, τέρατα, Il.24.310, X.Mem. 1.4.15, cf. Smp. 4.48; ; alsoἱκεσίους π. λιτάς Id.Ph. 495
; π. ἀρωγάς, ἀλκάν, A.Eu. 598, S. OT 189(lyr.):—Constr.:1 c. acc. of place to which, π. τινὰ Θήβας, ἀγρούς, Id.OC 1770 (anap.), OT 761 : also c. dat., (anap.): but usu. with Preps., ἐς Τροίην, φίλην ἐς πατρίδα γαῖαν, etc., Il.6.207, Od.5.37, etc.;π. εἰς Ἀΐδαο Il.21.48
;δόμον Ἄϊδος εἴσω Od.9.524
; π. εἰς διδασκάλων send to school, Pl.Prt. 325d (so πέμπειν alone, Ar.Fr. 216); π. ἐπ' εὐρέα νῶτα θαλάσσης over.., Od.4.560, etc. ; π.ἐπὶ Θρῃκῶν ἵππους to them, Il.10.464; but πέμπειν ἐπί τι send for a purpose,ἐπ' ὕδωρ Hdt.5.12
;ἐπὶκατασκοπήν X. Cyr.6.2.9
(π. εἰς κ. S.Ph.45);π. ἀρωγὴν ἐπὶ νίκην A.Ch. 477
codd. (anap.); π. ἐπί τινι send to him, Il.2.6; against.., A.Ag. 61 (anap.), etc.; for a purpose,ἐπὶ πολέμῳ X. HG4.8.17
; περί τινος about something, Th.1.91, X.Cyr.6.2.10; ὑπέρ τινος Epist. Philipp. ap.D.12.12; παρά or πρός τινα to some one, Th.2.81, X.An.5.2.6;ὥς τινα Th.8.50
.2 folld. by Advbs., οἴκαδε, οἶκόνδε, Od.19.281, 24.418;ὅνδε δόμονδε Il.16.445
;θύραζε Od.9.461
;πόλεμόνδε Il. 18.452
, etc.; ἕταρον γὰρ.. πέμπ' Ἄϊδόσδε was conducting or convoying Patroclus to Hades, 23.137.3 folld. by inf. of purpose,τὴν.. ἅρμασι π. νέεσθαι Od.4.8
;ἕπεσθαι Il.16.575
;ἰέναι Od.14.396
;ἱκανέμεν 4.29
;ἄγειν 24.419
;φέρειν Il.16.454
; φέρεσθαι ib. 681 ; ; send word,πέμπεις.. σῇ δάμαρτι, παῖδα σὴν δεῦρ' ἀποστέλλειν E.IA 360
; πέμπουσιν οἱ ἔφοροι.. στρατεύεσθαι sent him orders to march, X.HG3.1.7 : also c. part.,κήρυκας π. ἀγγέλλοντας IG 12.76.22
: the place from which is expressed by ἀπό or ἐκ, Il.16.447, Od.11.635, etc.4 abs., ;πέμπει κελεύων Th.1.91
, 2.81;ἐκέλευε.. πέμπων X. An.2.3.1
;ἔπεμπε πρὸς Κῦρον δεόμενος Id.Cyr.1.5.4
;ἔπεμπον ἐρωτῶντες Id.An.6.6.4
, etc.5 send forward, nominate a person for a post, ὀνόματα Wilcken Chr.28.20 (ii A.D.) :—[voice] Pass., ib.392.7 (ii A.D.).II send forth or away, dismiss, send home,τὸν ξεῖνον Od.7.227
, al.: less freq. in Il., as 24.780; χρὴ ξεῖνον παρεόντα φιλεῖν, ἐθέλοντα δὲ πέμπειν 'welcome the coming, speed the parting guest', Od.15.74 ;ὑπέδεκτο καὶ πέμπε 23.315
; of the father who sends off his daughter to go to her husband, c. dat., 4.5 ;π. τινὰ ἄποικον S.OT 1518
, etc.2 of missiles, discharge, shoot, : metaph.,ὄμματος.. τόξευμα A. Supp. 1005
: abs.,οἱ πολλάκις πέμποντες ἔστιν ὅτε τυγχάνουσι τοῦ σκοποῦ Eun. VS p.495
B.III conduct, escort, Il.1.390, Od.14.336, S.Tr. 571, etc.; freq. of Hermes and other gods, Od.11.626, A. Eu. 12, Supp. 219; ὁ πέμπων abs., of Hermes, S. Ph. 133 (cf.πομπός, πομπαῖος, etc.); of a ship, convey, carry, Od.8.556, cf. A.Supp. 136(lyr.); (lyr.), cf. Pi.P.4.203 ([voice] Pass.).2 πομπὴν π. conduct, or take part in, a procession, Hdt.5.56, Ar. Ec. 757, Th.6.56, Lys. 13.80, D.4.26, etc.; π. χορούς move in dancing procession, E.El. 434(lyr.); Παναθήναια π. Men. 494, Philostr. VA4.22 :—[voice] Pass., φαλλὸς Διονύσῳ πεμπόμενος carried in procession in his honour, Hdt.2.49, cf. Plu.Aem. 32, Demetr.12;τῆς πομπῆς ὅπως ἂν ὡς κάλλισταπεμφθῇ IG12.84.27
;χορὸς ὁ εἰς Δῆλον πεμπόμενος X. Mem.3.3.12
.IV send as a present, εἵματα, σῖτον, Od. 16.83,4.623; π. δῶρα, σκῦλα, ξένια, Hdt.7.106 ([voice] Act. and [voice] Pass.), S.Ph. 1429, X.Cyr.3.1.42.B [voice] Med., πέμπεσθαί τινα send for one, S.OC 602, ubiv. Sch.; τί χρῆμ' ἐπέμψω τὸν ἐμὸν ἐκ δόμων πόδα; E.Hec. 977. -
113 σύμμαχος
σύμμᾰχ-ος, ον,A fighting along with, leagued or allied with, τινι A.Ch.2,19, Hdt.1.22, etc.: freq. abs. as Subst., ally, Sapph. 1.28 (fem.), etc.; and in pl. allies, Hdt.1.102, al., IG12.76.14, etc.;σ. ἐπί τινα X.An.5.5.22
.2 as a real Adj., of things, places, circumstances,συμμάχῳ δορί A.Eu. 773
;αὐτὴ γὰρ ἡ γῆ ξ. κείνοις πέλει Id.Pers. 792
; συντυχίη ἐπεγένετό τινι ς. Hdt.5.65;νόμον σ. τῷ θέλοντι Id.3.31
;τὸ εἰκὸς σ. μοί ἐστιν Antipho 5.43
; , cf. Hdt.4.129;πολλά ἐστι τὰ σύμμαχα X.An.2.4.7
;σ. ἔχειν τὸ δίκαιον Lys.2.10
; ὅρκοι καὶ ξυνθῆκαι ib. 62;τάχος σ. εἰς τὸ πραχθῆναι X.Cyr.3.2.4
: c. gen. rei,ἀρετὴ τῶν ἐν πολέμῳ σ. ἔργων Id.Mem.2.1.32
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σύμμαχος
-
114 τρυχόω
A wear out, emaciate,τὸ πᾶν σῶμα Gal.6.488
;τὴν Ἑλλάδα Hdn.3.2.8
; τρυχνοῦν (fort. τρυχοῦν), = καταπονεῖν, ἰσχναίνειν, Hp. ap. Gal.19.147:—[voice] Pass.,οἶκος τρυχοῦται Mimn.2.12
; mostly in [tense] pf. part. τετρυχωμένος, Th.4.60, Hp.Mul.1.61, Pl.Lg. 807b (v.l.), etc.;τῷ πολέμῳ κατὰ πάντα τετρ. Th.7.28
;ὑπὸτῶν πολέμων Plb.1.11.2
;παλαιὸν καὶ τετρ. δίκτυον Alciphr.1.14
; also τρυχωθῆναι τὸ σῶμα, viz. by disease, Hp.Mul.1.5. -
115 ἀγαθός
ἀγᾰθός [pron. full] [ᾰγ], ή, όν, [dialect] Lacon. [full] ἀγασός Ar.Lys. 1301, Cypr. [full] ἀζαθός GDI57:—A good:I of persons,1 well-born, gentle, opp.κακός, δειλός, οἷά τε τοῖς ἀγαθοῖσι παραδρώωσι χέρηες Od.15.324
, cf. Il.1.275;ἀφνειός τ' ἀ. τε Il.13.664
, cf. Od.18.276;πατρὸς δ' εἴμ' ἀγαθοῖο, θεὰ δέ με γείνατο μήτηρ Il.21.109
, cf. Od.4.611;κακὸς ἐξ ἀ. Thgn.190
, cf. 57 sq.;πραῢς ἀστοῖς, οὐ φθονέων ἀγαθοῖς Pi.P. 3.71
, cf. 2.96, 4.285;τίς ἂν εὔπατρις ὧδε βλάστοι; οὐδεὶς τῶν ἀ. κτλ. S.El. 1082
;οἵ τ' ἀ. πρὸς τῶν ἀγενῶν κατανικῶνται Id.Fr.84
; τοὺς εὐγενεῖς γὰρ κἀγαθοὺς.. φιλεῖ Ἄρης ἐναίρειν ib. 649, cf. E.Alc. 600, al.:ἀγαθοὶ καὶ ἐξ ἀγαθῶν Pl.Phdr. 274a
:—in political sense, aristocrats, esp. in the phrase καλοὶ κἀγαθοί (v. sub καλοκἀγαθός).2 brave, valiant, since courage was attributed to Chiefs and Nobles, Il.1.131, al.;τῷ κ' ἀγαθὸς μὲν ἔπεφν', ἀγαθὸν δέ κεν ἐξενάριξεν 21.280
; cf. Hdt.5.109, etc.3 good, capable, in reference to ability,ἀ. βασιλεύς Il.3.179
;ἰητήρ 2.732
;θεράπων 16.165
, 17.388;πύκτης Xenoph.2.15
;ἰητρός Hp.Prog.1
;προβατογνώμων A.Ag. 795
;ἄρχοντες Democr.266
: freq. with qualifying words,ἀ. ἐν ὑσμίνῃ Il.13.314
;βοὴν ἀ. 2.408
, 563, al.;πύξ Od.11.300
;βίην Il.6.478
; ;πᾶσαν ἀρετήν Pl.Lg. 899b
, cf. Alc.1.124e;τέχνην Id.Prt.323b
; τὰ πολέμια, τὰ πολιτικά, Hdt.9.122, Pl.Grg. 516b, etc.: more rarely c. dat.,ἀ. πολέμῳ X.Oec.4.15
: with Preps.,ἄνδρες ἀ. περὶ τὸ πλῆθος Lys.13.2
;εἴς τι Pl.Alc.1.125a
; : c. inf.,ἀ. μάχεσθαι Hdt.1.136
;ἱππεύεσθαι 1.79
; ἀ. ἱστάναι good at weighing, Pl.Prt. 356b.4 good, in moral sense, first in Thgn.438, cf. Heraclit.104, S.El. 1082, X.Mem.1.7.1, Pl.Ap. 41d, etc.;ψυχῆς ἀγαθῆς πατρὶς ὁ ξύμπας κόσμος Democr.247
: freq. with other Adjs.,ὁ πιστὸς κἀ. S.Tr. 541
; δικαίων κἀ. ib. 1050:—ironical,τὸν ἀ. Κρέοντα Id.Ant.31
.5 ὦ ἀγαθέ, my good friend, as a term of gentle remonstrance, Pl.Prt. 311a, etc.II of things,1 good, serviceable,Ἰθάκη.. ἀ. κουροτρόφος Od.9.27
, etc.;ἀ. τοῖς τοκεῦσι, τῇ πόλει X.Cyn.13.17
: c. gen., εἴ τι οἶδα πυρετοῦ ἀ. good for it, Id.Mem.3.8.3;ἑλκῶν Thphr.HP9.11.1
.2 of outward circumstances,αἰδὼς οὐκ ἀ. κεχρημένῳ ἀνδρὶ παρεῖναι Od.17.347
; to good purpose,Il.
9.102;ὁ δὲ πείσεται εἰς ἀ. περ
for his own good end,11.789
;οὐκ ἀγαθὸν πολυκοιρανίη 2.204
:—ἀγαθόν [ἐστι], c. inf., it is good to do so and so, Il.7.282, 24.130, Od.3.196, etc.4 ἀγαθόν, τό, good, blessing, benefit, of persons or things,ὦ μέγα ἀ. σὺ τοῖς φίλοις X.Cyr.5.3.20
;φίλον, ὃ μέγιστον ἀ. εἶναί φασι Id.Mem.2.4.2
, cf. Ar.Ra.74, etc; as term of endearment for a baby, blessing!, treasure!, Men.Sam.28:— ἀγαθόν τινα δεδρακέναι, πεποιηκέναι confer a benefit on.., Th.3.68, Lys.13.92; ἐπ' ἀγαθῷ τινος for one's good, Th.5.27, X.Cyr.7.4.3;ἐπ' ἀ. τοῖς πολίταις Ar.Ra. 1487
;οὐκ ἐπ' ἀ.
for no good end,Th.
1.131;ἐπ' οὐδενὶ ἀ. τῆς Ἑλλάδος X.HG5.2.35
:—in pl., ἡ ἐπ' ἀγαθοῖς γεναμένη (sic)κατασπορά PFlor.21.10
(iii A.D.):—τὸ ἀ. or τἀ., the good, Epich.171.5, cf. Pl.R. 506b, 508e, Arist.Metaph. 1091a31, etc.:—in pl., ἀγαθά, τά, goods of fortune, treasures, wealth, Hdt.2.172, Lys.13.91, X.Mem.1.2.63, etc.; fare well,Ar.
Av. 1706; also, good things, dainties, Thgn.1000, Ar.Ach. 873, etc.: good qualities,τοῖς ἀ., οἷς ἔχομεν ἐν τῇ ψυχῇ Isoc.8.32
, cf. Democr.37; good points, of a horse,εἰ τἄλλα πάντα ἀ. ἔχοι, κακόπους δ' εἴη X.Eq. 1.2
.III [comp] Comp. and [comp] Sup. are usu. supplied from other stems, viz. [comp] Comp. ἀμείνων, ἀρείων, βελτίων, κρείσσων (κάρρων), λωΐων ([etym.] λὥων), [dialect] Ep. βέλτερος, λωΐτερος, φέρτερος:—[comp] Sup. ἄριστος, βέλτιστος, κράτιστος, λώϊστος ([etym.] λῷστος), [dialect] Ep.βέλτατος, κάρτιστος, φέρτατος, φέριστος:— later, reg. [comp] Comp.ἀγαθώτερος LXX Jd.11.25
, 15.2, D.S.8Fr.12, Plot. 5.5.9, Diod.Rh.p.53.9H.: [comp] Sup.ἀγαθώτατος D.S.16.85
, Hld.5.15, etc. (- ότατος POxy.1757.26
(ii A.D.)). -
116 ἀπόδειξις
A showing forth, making known, exhibiting,δι' ἀπειροσύνην.. κοὐκ ἀπόδειξιν τῶν ὑπὸ γαίας E. Hipp. 196
.2 setting forth, publication,Ἠροδότου.. ἱστορίης ἀπόδεξις Hdt.
Prooem.; ἀρχῆς ἀ. an exposition, sketch of it, Th.1.97;ἀ. περὶ τὸν πολιτικόν Pl.Plt. 277a
;περί τινος R. 358b
.3 proof,βουλομένοισί σφι γένοιτ' ἂν ἀ. Hdt.8.101
;ἀ. ποιεῖσθαι Lys.12.19
, etc.; esp. by words,ἀποδείξεις εὑρίσκειν τινός Isoc.10.3
;ἀ. λέγειν Pl.Tht. 162e
;- ξεις φέρειν Plb.12.5.5
; χρῆσθαί τινι ἀποδείξει τινός use it as a proof of a thing, Plu.2.160a: in pl., proofs, or arguments in proof of,τινός D.18.300
, cf. Pl.Phd. 73a; ;ἄνευ ἀποδείξεως Pl.Phd. 92d
;μετ' ἀ. Plb.3.1.3
, al.; ἀ. λαμβάνειν.. τῶν μανθανόντων test them by examination, etc., Plu.2.736d;ἀ. ποιεῖσθαι τῶν ἐφήβων IG2.470.40
;ἀ. τέχνης
specimen,Dionys.Com.
3.4;ἀ. αὑτοῖς δοῦναί τινος Plu.2.79f
, etc.; citation, (Crete, ii B. C.).b in the Logic of Arist., demonstration, i. e. deductive proof by syllogism, AP0.71b17, al., cf. Epicur.Ep. 1p.25U., Stoic.2.89; opp. inductive proof ([etym.] ἐπαγωγή), Arist.AP0.81a40:—sts. in a loose sense,ἀ. ῥητορικὴ ἐνθύμημα Id.Rh. 1355a6
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀπόδειξις
-
117 ἐκπίπτω
A fall out of,δίφρου Il.5.585
;ἵππων 11.179
;ἀντύγων ἄπο E.Ph. 1193
, etc.: c. dat. pers.,τόξον δέ οἱ ἔκπεσε χειρός Il.15.465
; θαλερὸν δέ οἱ ἔκπεσε δάκρυ fell from his eyes, 2.266 : abs., fall out, 23.467 ; fall down, of trees, Thphr.HP9.2.7 ; meteors,Epicur.
Ep.2p.54U.—After Hom., in various relations, freq. as [voice] Pass. of ἐκβάλλω :1 of seafaring men, to be cast ashore,ἐκ δ' ἔπεσον θυμηγερέων Od.7.283
;ἐ. τῇσι νηυσὶ ἐς Ἰηπυγίην Hdt.3.138
;πρὸς τὰς πέτρας Id.8.13
;πρὸς πέτραις E.Hel. 1211
; ναυαγὸν ἐ. ib. 539 ;ἐ. πρὸς τὴν χώραν Pl.Lg. 866d
; of things, suffer shipwreck, X.An.7.5.13 ; of fish, to be cast up, Arist.HA 601b32.2 fall from a thing, i.e. be deprived of it,ἐκ πολλῶν καὶ εὐδαιμόνων ἐς πτωχηΐην Hdt.3.14
, cf.Lys.Fr.1.1 ; τυραννίδος, ἀρχῆς, A.Pr. 756, 757 ;[ἀπὸ] τῶν ἐλπίδων Th.8.81
;ἐκ τῆς δόξης Isoc.5.64
;τῶν ὑπαρχόντων Phld.Ir.p.51
W.3 to be driven out,[ἐκ τῆς ἀκροπόλιος] Hdt.5.72
; to be banished,ἐ. ἐκ τῆς πατρίδος Id.1.150
, cf. 6.121 ;ἐ. χθονός S.OC 766
, cf. Aj. 1177 ;ἐ. πολέμῳ ἢ στάσει Th.1.2
;γυμνὸς θύραζ ἐξέπεσον Ar.Pl. 244
; ὑπό τινος by a person,ἐκ Πελοποννήσου ὑπὸ Μήδων Hdt.8.141
;ὑπὸ τοῦ πλήθους Th.4.66
, cf. Inscr.Prien.37.71 ;πρός τινος A.Pr. 948
, S.Ant. 679 :—in Th.7.50 the prep. ἐς is corrupt.4 of limbs, to be dislocated, Hp.Art.8, etc. ; of flesh, mortify and separate itself, Id.Fract. 27 ; so ἐ. ὀδόντες, πτερά, Arist.GA 745b6, HA 519a26, etc. ; of atoms,ἐκπεσοῦσαι κατέψυξαν Epicur.Fr.60
.5 go forth, sally out, Hdt.9.74 ;ἐκ τοῦ σταυρώματος X.HG4.4.11
: abs., Id.An.5.2.17 ; of rays, issue forth, Alex. Aphr. de An.127.31.6 come out, of votes, X.Smp.5.10 ; turn out, happen, Vett.Val.70.27, al.7 escape, Th.6.95.8 of oracles, issue,χρησμὸς ἐκπίπτει Luc.Alex.43
, etc. ;ἐκπεσεῖν φωνὴν ἐξ ἄλσους Plu.Publ.9
; to be published, become known,εἰς ἀνθρώπους ἀπαιδεύτους Pl.Ep. 314a
;φήμη ἐ. ἐς τοὺς Ἕλληνας Plu.Cleom.5
: abs.,ἀπόκρισις ἐ. Plb.30.32.10
.b digress, Isoc.12.88 ;ἐ. ἐκ τοῦ λόγου Aeschin. 2.34
; but ἐ. τῆς διανοίας miss the sense, Olymp.in Mete.7.26 ; fall outside of a class, Alex.Aphr. de An.169.17.10 of things, escape one unawares,φασὶν ἐκπεσεῖν αὐτούς Arist.EN 1111a9
, cf. Plu.Per.8 ;ἐ. τὴν αἴσθησιν Alex.Aphr. in Sens. 147.18
; of reason, fail, be lacking, Arist.MM 1202a3.11 degenerate,εἰς ἀλλότριον ἦθος Pl.R. 497b
; εἰς τὴν Φρυγιστὶ ἁρμονίαν slip into.., Arist.Pol. 1342b11 : abs., come to naught, Ep.Rom.9.6 ; to be dilapidated, IG22.204.74.12 of actors or dramatic pieces, to be hissed off the stage, D.18.265, Arist.Po. 1456a18, 1459b31 : so of orators, Pl.Grg. 517a, cf.Phlb. 13d.14 of things, arise from,ἔκ τινος A.D.Adv.136.3
.15 of money, cease to be current, IG7.303.14 (Oropus, iii B.C.).16 run to excess,δι' ἀοριστίαν Epicur.Sent.Vat.63
;[ὁ πλοῦτος] εἰς ἄπειρον ἐ. Id.Sent.15
, cf.Luc.JConf.7.b Geom., as [voice] Pass. of ἐκβάλλω, to be produced, Archim.Spir.14.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐκπίπτω
-
118 ἐπαγάλλομαι
A glory in, exult in, c. dat.,πολέμῳ καὶ δηϊοτῆτι Il.16.91
, cf. Q.S.7.327, Tryph.671;πόρνῃσ' ἐπαγαλλόμενος πυγῇσιν Crates Theb.4
;ἁμίλλῃ Them.Or.11.151c
;εἰκόσιν Artem.3.31
;ἐπί τινι X.Oec.4.17
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπαγάλλομαι
-
119 ἐπικατασκευάζω
2. bring about in addition,πρὸς τῷ πολέμῳ στάσιν ἑαυτοῖς καὶ λιμόν J.BJ 4.3.3
.3. [voice] Med., establish by additional arguments, Arg.D. 46.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπικατασκευάζω
-
120 ἐργάτης
A workman, Hermes 17.5 ([place name] Delos), Ev.Matt.10.10, etc. ; esp. one who works the soil, husbandman,γῆς ἐ. Hdt.4.109
,5.6 ;οἱ ἐ. οἱ περὶ γεωργίαν D.35.32
: abs., S.OT 859, E.El.75, etc.: also with Subst.,ἐ. ἀνήρ Theoc.10.9
, D. 59.50 ; οὑργάτης λεώς the country-folk, Ar. Pax 632 ; of animals, βοῦς ἐ. a working ox, Archil.39, S.Fr. 563 ;ἐ. σφῆκες Arist.HA 627b32
; also ἐ. θαλάττης, of a fisher, Alciphr.1.11 ; ἐ. λίθων a stone-mason, Luc.Somn.2.b in the religious sense, 2 Ep.Ti.2.15, 2 Ep.Cor.11.13 (pl.).2 Adj.hard-working, strenuous,ἐ. στρατηγός X.Cyr.1.6.18
;σώφρων κἀ. Ar.Ach. 611
; opp.ἀργός, Pl.Euthd. 281c ;φειδωλὸς καὶ ἐ. Id.R. 554a
.II one who practises an art,τῶν ἐν πολέμῳ X.Cyr.4.1.4
; ἐ. δίκης, of a judge, Lyc.128: abs., practitioner in some special branch of surgery, e.g. lithotomy,ἐ. ἄνδρες Hp.Jusj.
IV producer,τῶν ἐν τῷ κόσμῳ γινομένων Heraclit.75
;[Αἰὼν] θείας φύσεως ἐ. SIG1125.12
([place name] Eleusis).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐργάτης
См. также в других словарях:
πολεμώ — (I) πολεμῶ, έω, ΝΜΑ, πολεμάω, Ν [πόλεμος] 1. κάνω πόλεμο, παίρνω μέρος σε πόλεμο («ἀναπειθομένους τε πολεμεῖν καὶ ἐν ἔργῳ πράσσοντας», Θουκ.) 2. βρίσκομαι σε εμπόλεμη κατάσταση («οι Έλληνες πολέμησαν πολλά χρόνια για να ανακτήσουν την ελευθερία… … Dictionary of Greek
αλληλοπολεμούμαι — ( έομαι) και πολεμιέμαι πολεμούμαι από κάποιον και ταυτόχρονα πολεμώ κι εγώ εναντίον του. [ΕΤΥΜΟΛ. < αλληλο * + πολεμώ ( ούμαι και ιέμαι)] … Dictionary of Greek
Σαρίπολος — Επώνυμο δύο Ελλήνων νομικών. 1. Νικόλαος. (Λάρνακα, Κύπρος 1817 Αθήνα 1887). Παρακολούθησε τα εγκύκλια μαθήματα στην Τεργέστη, όπου είχε καταφύγει η οικογένεια του διωκόμενη από τους Τούρκους κατά την Επανάσταση του 21, και κατόπιν σπούδασε στο… … Dictionary of Greek
κάνω — και κάμνω (AM κάμνω, Μ και κάνω) κατασκευάζω, δημιουργώ, φτειάχνω (α. «δεν τήν έκανες καλά τη βιβλιοθήκη» β. «οὐδ ἄνδρες νηῶν ἔνι τέκτονες, οἵ κε κάμοιεν νῆας ἐϋσσέλμους», Ομ. Οδ.) νεοελλ. 1. επιχειρώ κάτι, προσπαθώ ή αρχίζω μια ενέργεια (α.… … Dictionary of Greek
θεραπεύω — και θαραπεύω και θεραπεύγω (AM θεραπεύω) 1. περιποιούμαι ασθενή 2. αποκαθιστώ την υγεία κάποιου, γιατρεύω (α. «αυτός ο γιατρός μέ θεράπευσε» β. «τούς... ἰατροὺς θεραπεύειν ἐκέλευσεν», Ξεν.) νεοελλ. 1. φρ. «θεραπεύω τις Μούσες, τα γράμματα κ.λπ»… … Dictionary of Greek
κοντραστάρω — και κοντρεστάρω (Μ κοντραστάρω) 1. εναντιώνομαι, αντιμάχομαι, πηγαίνω κόντρα, αντιλέγω, ανταγωνίζομαι 2. αγωνίζομαι, πολεμώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. contrastare] … Dictionary of Greek
προεξανίστημι — και προεξανιστῶ, άω, Α 1. στήνω κάτι προηγουμένως όρθιο («τὰστήθη προεξανιστᾱν προπετῶς», Κλήμ. Αλ.) 2. (για στράτευμα) κινούμαι πρώτος εναντίον τού εχθρού 3. προλαβαίνω να σηκωθώ («εἰ μὴ προεξανέστημεν μικρόν, οὐδ ἀναλαβεῑν ἂν ἐδυνήθημεν»,… … Dictionary of Greek
Liste griechischer Phrasen/Iota — Iota Inhaltsverzeichnis 1 Ἰατρέ, θεράπευσον σεαυτόν· 2 ἰδιώτης … Deutsch Wikipedia
πόλεμος — Ένοπλος αγώνας στον οποίο καταφεύγουν τα κράτη για να υπερασπίσουν τα δικαιώματα ή τα συμφέροντά τους, όταν τα ειρηνικά μέσα έχουν αποδειχτεί ανώφελα. Παρόμοια σύγκρουση μπορεί να γίνει και μεταξύ αντίθετων μερίδων του ίδιου λαού και τότε… … Dictionary of Greek
μάρναμαι — (Α) (αποθ. και μόνο σε ενεστ. και παρατ.) 1. μάχομαι, πολεμώ εναντίον κάποιου ή για κάποιον ή ως σύμμαχος κάποιου 2. αγωνίζομαι με όλες μου τις δυνάμεις για κάτι («ἐν ἱπποσόαισιν ἄνδρεσσι μαρνάμενον», Πίνδ.) 3. μτφ. φιλονικώ, καβγαδίζω, ερίζω,… … Dictionary of Greek
Geflügelte Worte (Antike) — Alpha und Omega, Anfang und Ende, kombiniert zu einem Buchstaben Diese Liste ist eine Sammlung alt und neugriechischer Phrasen, Sprichwörter und Redewendungen. Sie beschreibt ihren Gebrauch und gibt, wo möglich, die Quellen an. Graeca non… … Deutsch Wikipedia