Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ἠὲ+καὶ+ἐν+πολέμῳ

См. также в других словарях:

  • πολεμώ — (I) πολεμῶ, έω, ΝΜΑ, πολεμάω, Ν [πόλεμος] 1. κάνω πόλεμο, παίρνω μέρος σε πόλεμο («ἀναπειθομένους τε πολεμεῖν καὶ ἐν ἔργῳ πράσσοντας», Θουκ.) 2. βρίσκομαι σε εμπόλεμη κατάσταση («οι Έλληνες πολέμησαν πολλά χρόνια για να ανακτήσουν την ελευθερία… …   Dictionary of Greek

  • αλληλοπολεμούμαι — ( έομαι) και πολεμιέμαι πολεμούμαι από κάποιον και ταυτόχρονα πολεμώ κι εγώ εναντίον του. [ΕΤΥΜΟΛ. < αλληλο * + πολεμώ ( ούμαι και ιέμαι)] …   Dictionary of Greek

  • Σαρίπολος — Επώνυμο δύο Ελλήνων νομικών. 1. Νικόλαος. (Λάρνακα, Κύπρος 1817 Αθήνα 1887). Παρακολούθησε τα εγκύκλια μαθήματα στην Τεργέστη, όπου είχε καταφύγει η οικογένεια του διωκόμενη από τους Τούρκους κατά την Επανάσταση του 21, και κατόπιν σπούδασε στο… …   Dictionary of Greek

  • κάνω — και κάμνω (AM κάμνω, Μ και κάνω) κατασκευάζω, δημιουργώ, φτειάχνω (α. «δεν τήν έκανες καλά τη βιβλιοθήκη» β. «οὐδ ἄνδρες νηῶν ἔνι τέκτονες, οἵ κε κάμοιεν νῆας ἐϋσσέλμους», Ομ. Οδ.) νεοελλ. 1. επιχειρώ κάτι, προσπαθώ ή αρχίζω μια ενέργεια (α.… …   Dictionary of Greek

  • θεραπεύω — και θαραπεύω και θεραπεύγω (AM θεραπεύω) 1. περιποιούμαι ασθενή 2. αποκαθιστώ την υγεία κάποιου, γιατρεύω (α. «αυτός ο γιατρός μέ θεράπευσε» β. «τούς... ἰατροὺς θεραπεύειν ἐκέλευσεν», Ξεν.) νεοελλ. 1. φρ. «θεραπεύω τις Μούσες, τα γράμματα κ.λπ»… …   Dictionary of Greek

  • κοντραστάρω — και κοντρεστάρω (Μ κοντραστάρω) 1. εναντιώνομαι, αντιμάχομαι, πηγαίνω κόντρα, αντιλέγω, ανταγωνίζομαι 2. αγωνίζομαι, πολεμώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. contrastare] …   Dictionary of Greek

  • προεξανίστημι — και προεξανιστῶ, άω, Α 1. στήνω κάτι προηγουμένως όρθιο («τὰστήθη προεξανιστᾱν προπετῶς», Κλήμ. Αλ.) 2. (για στράτευμα) κινούμαι πρώτος εναντίον τού εχθρού 3. προλαβαίνω να σηκωθώ («εἰ μὴ προεξανέστημεν μικρόν, οὐδ ἀναλαβεῑν ἂν ἐδυνήθημεν»,… …   Dictionary of Greek

  • Liste griechischer Phrasen/Iota — Iota Inhaltsverzeichnis 1 Ἰατρέ, θεράπευσον σεαυτόν· 2 ἰδιώτης …   Deutsch Wikipedia

  • πόλεμος — Ένοπλος αγώνας στον οποίο καταφεύγουν τα κράτη για να υπερασπίσουν τα δικαιώματα ή τα συμφέροντά τους, όταν τα ειρηνικά μέσα έχουν αποδειχτεί ανώφελα. Παρόμοια σύγκρουση μπορεί να γίνει και μεταξύ αντίθετων μερίδων του ίδιου λαού και τότε… …   Dictionary of Greek

  • μάρναμαι — (Α) (αποθ. και μόνο σε ενεστ. και παρατ.) 1. μάχομαι, πολεμώ εναντίον κάποιου ή για κάποιον ή ως σύμμαχος κάποιου 2. αγωνίζομαι με όλες μου τις δυνάμεις για κάτι («ἐν ἱπποσόαισιν ἄνδρεσσι μαρνάμενον», Πίνδ.) 3. μτφ. φιλονικώ, καβγαδίζω, ερίζω,… …   Dictionary of Greek

  • Geflügelte Worte (Antike) — Alpha und Omega, Anfang und Ende, kombiniert zu einem Buchstaben Diese Liste ist eine Sammlung alt und neugriechischer Phrasen, Sprichwörter und Redewendungen. Sie beschreibt ihren Gebrauch und gibt, wo möglich, die Quellen an. Graeca non… …   Deutsch Wikipedia

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»