-
1 τρέπω
Aτρέψω 15.261
, etc.: [tense] aor. 1ἔτρεψα 18.469
, etc., [dialect] Ep.τρέψα 16.645
: besides [tense] aor. 1 Hom. has [tense] aor. 2 ἔτρᾰπον, Od.4.294, al., also Pi.O.10(11).15 (sts. also intr., v. περιτρέπω 11 and perh. Il.16.657, cf. 111 fin.): [dialect] Aeol. [tense] aor. ἔτροπον, v. ἀνατρέπω: [tense] pf. , Anaxandr.51, ([etym.] ἀνα-) S.Tr. 1009 (lyr.), And.1.131; laterτέτρᾰφα Din.1.108
, ([etym.] ἀνα-) ib.30, D.18.296 (cod. S), Aeschin.1.190, 3.158 (but cf. Wackernagel Studien zum griech. Perf.15);ἐπι-τέτραφα Plb.30.6.6
:—[voice] Med., [tense] fut.τρέψομαι Hdt.1.97
, Hp.Prog.20, E. Hipp. 1066, etc.: [tense] aor.ἐτρεψάμην Od.1.422
, E.Heracl. 842: also [tense] aor. 2ἐτραπόμην Il.16.594
, Hdt.2.3, al. (used also in pass. sense, ([etym.] ἀν-) Il.6.64, 14.447, and once in [dialect] Att., ([etym.] ἀν-) Pl.Cra. 395d); imper. : [tense] pf. (v. infr.):—[voice] Pass., [tense] fut.τρᾰπήσομαι Plu.Nic.21
, etc.; alsoτετράψομαι Ph.1.220
, ([etym.] ἐπι-) Pisistr. ap. D.L.1.54: [tense] aor.ἐτρέφθην Hom. Epigr.14.7
, once in Trag., E.El. 1046 (v. ἐπιτρέπω); [dialect] Ion.τραφθῆναι Od.15.80
, cf. Hdt.4.12: [tense] aor. 2 ἐτράπην [pron. full] [ᾰ] A.Pers. 1029 (lyr.), Ar.Ec. 416, etc.; ἐτρέπην ([etym.] ἐν-) UPZ5.24 (ii B. C.): [tense] pf. ; [ per.] 3pl.τετράφαται Thgn.42
, cf. Il.2.25 ([etym.] ἐπι-); [ per.] 3sg. imper.τετράφθω 12.273
; part.τετραμμένος 19.212
, etc.: [tense] plpf., [dialect] Ep. [ per.] 3sg.τέτραπτο Od.4.260
; [ per.] 3pl.τετράφατο Il.10.189
.—From the [tense] aor. 2 has been formed the [tense] pres. ἐπιτρᾰπέουσι, ib. 421; cf. τραπητέον.—The [dialect] Ion. forms used by Hdt. are [tense] pres. [voice] Pass.τράπονται 6.33
, al.; [ per.] 3sg. [tense] impf.τρέπεσκε 4.128
; [tense] aor. [voice] Pass.τραφθείς 9.56
; but [tense] fut. ἐπιτράψομαι is f. l. in 3.155, and in the [tense] pres. [voice] Act. and [voice] Pass. codd. vary (both forms in codd. of 2.92 ([voice] Act.),τρέπεται 1.117
,τράπεται 4.60
):—[dialect] Dor. forms, [full] τράπω EM114.19; [tense] fut. ([place name] Crete):— turn or direct towards a thing, Hom., etc.; mostly folld. by a Prep.,τ. [φύσας] ἐς πῦρ Il.18.469
;ἐς ποταμὸν φλόγα 21.349
; εἰς εὐνὴν τράπεθ' ἥμεας show us to bed, Od.4.294 (perh. with a punning reference to ταρπώμεθα in next line); (as though τραπείομεν in Il.3.441 belonged to τρέπω and not to τέρπω; unless there is a pause after λέκτρονδε); θυμὸν εἰς ἔργον τ. Hes.Op. 316
;εἰς ἐχθροὺς βέλος A.Th. 255
;πόλεις ἐς ὕβριν Th.3.39
;τὸν ἄνθρωπον.. εἰς ἀθυμίαν D.23.194
;πρὸς ἠέλιον κεφαλήν Od.13.29
;πρὸς ὄρος πίονα μῆλα 9.315
;πρὸς εὐφροσύναν ἦτορ Pi.I.3.10
;τὰς γνώμας πρὸς χρηματισμόν Pl.Ep. 355b
; alsoἐπ' ἐμπορίην θυμόν Hes.Op. 646
, cf. Pl. Phdr. 257b, R. 508c;δᾶμον ἐς ἡσυχίαν Pi.P.1.70
;ἐπ' ἐχθροῖς χεῖρα S.Aj. 772
;κατὰ πληθὺν τ. θυμόν Il.5.676
;ἀντίον Ζεφύρου πρόσωπον Hes.Op. 594
: with Advbs.,πάντων ὁμόσε στόματ' ἔτραπε Il.12.24
;οὐκ οἶδ' ὅποι χρὴ.. τ. ἔπος S.Ph. 897
;ἐνταῦθα σὴν φρένα E.IT 1322
; τὴνδιάνοιαν ἄλλοσε Pl.R. 393a
;ἐκεῖσε τ. τὰς ἡδονάς Id.Lg. 643c
;ἐπὶ τὴν θεραπείαν τὸν λόγον Sor.2.23
: c. inf., σέ.. ἔτραπε.. ὀργὰ παρφάμεν led thee to speak crookedly, Pi.P.9.43:—also in [voice] Med.,τραπέσθαι τινὰ ἐπί τι Pl.Euthd. 303c
, cf. Chrm. 156c:—[voice] Pass.,κεῖται ἀνὰ πρόθυρον τετραμμένος Il.19.212
.2 [voice] Pass. and [voice] Med., turn one's steps, turn in a certain direction,τραφθῆναι ἀν' Ἑλλάδα Od.15.80
;τραφθέντες ἐς τὸ πεδίον Hdt. 9.56
;ἐς Θήβας ἐτραπόμην Id.2.3
; ἐπὶ Προκόννησον, ἐπ' Ἀθηνέων, Id 6.33, 5.57: with Advbs., ἀμηχανεῖν ὅποι τράποιντο which way to turn, A. Pers. 459;ἀμηχανῶ.. ὅπᾳ τράπωμαι Id.Ag. 1532
(lyr.);πᾷ τις τράποιτ' ἄν; Id.Ch. 409
(lyr.);ποῖ τρέψομαι; E.Hipp. 1066
, cf. X.An.3.5.13;ποῖ χρὴ τραπέσθαι; Lys.29.2
: c. acc. cogn., τραπέσθαι ὁδόν take a course, Hdt.1.11, cf. 9.69, Pl.Sph. 242b;πολλὰς ὁδοὺς τραπόμενοι κατὰ ὄρη Th.5.10
; .3 in [voice] Pass. and [voice] Med. also, turn or betake oneself, εἰς ὀρχηστύν, εἰς ἀοιδήν, Od.1.422, 18.305;ἐπὶ ἔργα Il.3.422
, etc.; ἐπ' ἀναιδείην Hom Epigr.14.7;ἐπὶ σωφροσύνην Thgn.379
;ἐπὶ ψευδέα ὁδόν Hdt.1.117
;ἐπὶ φροντίδας E.IA 646
;ἐφ' ἁρπαγήν Th.4.104
;ἐπ' εἰρήνην X.HG4.4.2
;ἐς τὸ μαίνεσθαι S.OC 1537
;ἐς ἀλκήν Th.2.84
;εἰς ἁρπαγὴν ἐπὶ τὰς οἰκίας X.HG6.5.30
;κατὰ θέαν τετραμμένοι Th.5.9
;πρὸς ἀλκήν Hdt.3.78
;πρὸς τὸ κέρδιον τραπείς S.Aj. 743
;πρὸς λῃστείαν Th.1.5
;πρὸς ἄριστον τετρ. Hdt.1.63
;πρὸς τὸν πότον Pl.Smp. 176a
, etc.; also τ. πρός τινα betake oneself, have recourse to him, Cratin.152, X.An.4.5.30, Pl.Prt. 339e;ἐφ' ἱκετείαν τ. τῶν διωκόντων Id.Ap. 39a
.4 [voice] Pass. and [voice] Med., of places, to be turned or look in a certain direction,πρὸς ζόφον Od. 12.81
; πρὸς ἄρκτον, πρὸς νότον, etc., Hdt. 1.148, Th.2.15, etc.; alsoπρὸς τοῦ Τμώλου Hdt.1.84
; ἄντ' ἠελίου τετρ. straight towards, Hes. Op. 727.II turn, i. e. turn round or about, πάλιν τρέπειν turn back,ἵππους Il.8.432
; τινα ib. 399; ὄσσε, δόρυ, 21.415, 20.439; τὰ καλὰ τ. ἔξω turn the best side outmost, show the best side (of a garment), Pi.P.3.83:—[voice] Pass.,πάλιν ἐτράπετ' Il.21.468
;μή τις ὀπίσσω τετράφθω 12.273
; c. gen., turn from..,υἷος 18.138
; ἐτράπετ' αἰχμή the point bent back, like ἀνεγνάμφθη, 11.237; of the sun having passed the meridian,πόστην ἥλιος τέτραπται; Ar.Fr. 163
, cf. Antig. Mir.60; also of the solstice, ἐπειδὰν ἐν χειμῶνι τράπηται [ὁ ἥλιος] (v.τροπή 1
) X.Mem.4.3.8, cf. Pl.Lg. 915d;τραπείσης τῆς ὥρας Arist. HA 628b26
:—intr. in [voice] Act., περὶ δ' ἔτραπον ὧραι, v. περιτρέπω 11.2 τ. τι εἴς τινα turn upon another's head, τ. τὴν αἰτίαν, τὴν ὀργὴν εἴς τινα, Is.8.41, D.8.57; freq. in imprecations, ἐς κεφαλὴν τράποιτ' ἐμοί on my head be it! Ar.Ach. 833, cf. Hdt.2.39; εἰς σεαυτὸν τρεπέσθω on your head be it! IG4.444 ([place name] Phlius);ἦ κἀπ' ἐμοὶ τρέποιτ' ἂν αἰτίας τέλος; A.Eu. 434
; keep your ills to yourself,Ar.
Ach. 1019, Nu. 1263;πρὸς ὑμᾶς αὐτοὺς τρέψεσθε Lys.8.19
.3 alter, change,φρένας Il.6.61
;τὰς γνώμας X.An.3.1.41
; [τὸ χρῶμα] Sor.1.35; [ τὸ γάλα] ib.92;ἔτραπεν κεῖνον μισθῷ χρυσός Pi.P.3.55
; deceive, Archil.166;ἐς κακὸν τ. τινά Pi.P.3.35
; (troch.); , cf. Hdt.7.105, etc.: [voice] Med., πρὸς τὰς ξυμφορὰς τὰς γνώμας τρέπεσθαι shift their views, Th.1.140, cf. Plu. 2.71e, etc.:—[voice] Pass., to be changed,τρέπεται χρώς Il.13.279
, cf. Od. 21.413, Hes.Op. 416; τὴν χρόαν τρέπεσθαι, of animals, Plu.2.51d; τῷ χρώματι τρεπομένας, of women, Sor.1.35 (so abs., of a man, Id.Vit.Hippocr.5);ὁ οὕτω τρεπόμενος σφυγμός Gal.18(2).40
;τρέπεται νόος Od.3.147
;νόος ἐτράπετ' 7.263
;Διὸς ἐτράπετο φρήν Il.10.45
;τράπομαι καὶ τὴν γνώμην μετατίθεμαι Hdt.7.18
; ὁρῶν αὐτοὺς τετραμμένους seeing that they had changed their minds, Id.9.34, cf. Th.4.106;ἐπὶ τὰ βελτίω τρέπου Ar.V. 986
: c. inf.,κραδίη τέτραπτο νέεσθαι Od.4.260
;ἐτράποντο.. τῷ δήμῳ.. τὰ πράγματα ἐνδιδόναι Th. 2.65
: c. acc. cogn.,πλείους τραπόμενος τροπὰς τοῦ Εὐρίπου Aeschin. 3.90
; οἶνος τρέπεται the wine turns, becomes sour (v. τροπίας), S.E. P.1.41;ἡ ξανθὴ χολὴ.. εἰς τὸν ἰώδη τρέπεται χυμόν Gal.16.534
; ἡ ἀδελφὴ ἐπὶ τὸ κομψότερον ἐτράπη has taken a turn for the better, POxy.935.5 (iii A. D.); ἐπὶ τὸ ῥᾷον ἔδοξεν τετράφθαι ib.939.17 (iv A. D.); τοῦ πατρὸς ἡμῶν εἰς ἄπορον τραπέντος having become destitute, PMeyer 8.14 (ii A. D.):—intr. in [voice] Act.,τοῦ ἄρχοντος τρέποντος εἰς δεσπότην Ph.2.562
.III turn or put to flight, rout, defeat,τρέψω δ' ἥρωας Ἀχαιούς Il.15.261
;ἔτρεψε φάλαγγας Tyrt.12.21
, cf. Pi.O.10 (11).15, Hdt.1.63, 4.128, Th.1.62, 4.25,33, etc.; in full,φύγαδε τ. Il.8.157
;εἰς φυγὴν ἔτρεψε τοὺς ἑξακισχιλίους X.An.1.8.24
;τρέψαι καὶ ἐς φυγὴν καταστῆσαι Th.7.43
(but they fled,E.
Supp. 718):—[voice] Med., [tense] pres., X.An.5.4.16, J.AJ13.2.4, Plu.Cam.29: [tense] fut., Ar.Eq. 275 (troch.): [tense] aor. 1, E.Heracl. 842, X.An.6.1.13:—[voice] Pass., to be put to flight, [tense] aor. 2 (lyr.), X.Cyr.5.4.7 (v.l. ἐτράποντο), etc.: also [tense] aor. 1ἐτρέφθην Id.An.5.4.23
, HG3.4.14, Cyn.12.5: [tense] aor. 2 [voice] Med.ἐτραπόμην Hdt.1.80
, 9.63, etc.;ἐς φυγὴν τραπέσθαι Id.8.91
, Th.8.95;τραπόμενοι κατέφυγον Id.4
54;φυγῇ ἄλλος ἄλλῃ ἐτράπετο X.An.4.8.19
;ἐτράποντο φεύγειν Plu.Lys. 28
, Caes.45: rarely in [tense] pf. [voice] Pass.,τετραμμένου φυγᾷ γένους A.Th. 952
(lyr.):—also intr. in [voice] Act.,φύγαδ' ἔτραπε Il.16.657
(unless it governs δίφρον).IV turn away, keep off, ;τ. τινὰ ἀπὸ τείχεος 22.16
;ἑκάς τινος Od.17.73
([voice] Med.);τῇ.. νόον ἔτραπεν 19.479
: abs.,ἀλλὰ Ζεὺς ἔτρεψε Il.4.381
; of weapons,βέλος.. ἔτραπεν ἄλλῃ 5.187
;ἀπὸ ἔγχεος ὁρμὴν ἔτραπε Hes. Sc. 456
.VI turn, apply,τ. τι ἐς ἄλλο τι Hdt.2.92
; τὰς ἐμβάδας ποῖ τέτροφας; what have you done with your shoes? Ar.Nu. 858;τὸν μόναυλον ποῖ τέτροφας; Anaxandr. 51
:—[voice] Pass.,ποῖ τρέπεται.. τὰ χρήματα; Ar.V. 665
(anap.). -
2 διαμερίζω
διαμερίζω impf. διεμέριζον; fut. διαμεριῶ (LXX, Just.); 1 aor. διεμέρισα. Mid.: 3 pl. διαμερίσονται (TestAbr B 12 p. 116, 26f [Stone p. 80]); 1 aor. διεμερισάμην. Pass.: fut. 3 pl. διαμερισθήσονται Zech 14:1; 1 aor. διεμερίσθην; pf. ptc. διαμεμερισμένος (s. μερίζω, διαμερισμός; Pla. et al.; pap, LXX; TestAbr A 14 p. 94, 18 [Stone p. 36]; B 12 p. 116, 26f [Stone p. 80]; TestJob; EpArist 183; Joseph.; Just., D. 113, 3).① to divide into separate parts, divide, separate (Pla., Leg. 8, 849d; Gen 10:25) the nations 1 Cl 29:2 (Dt 32:8).—Mid. διαμεριζόμεναι γλῶσσαι ὡσεὶ πυρός divided tongues, just like fire (cp. NRSV) Ac 2:3 prob. in imagery of the jagged effect produced by a flame; but s. 2.② to distribute objects to a series of pers., distribute (Pla., Polit. 289c; LXX) εἴς τινα share with someone Lk 22:17 (Appian, Bell. Civ. 1, 96 §448 ἐς τούσδε διεμέριζεν; PLond III, 982, 4 [IV A.D.] p. 242 διεμερίσαμεν εἰς ἑαυτούς. Cp. the treatment of a defeated enemy Diod S 17, 70, 5). τί τινι (2 Km 6:19; Ezk 47:21) Ac 2:45 (cp. Just., D. 113, 3 γῆν ἑκάστῳ).—Mid. divide among themselves (Jos., Bell. 5, 440) clothes (cp. Artem. 2, 53 γυμνοὶ σταυροῦνται) Mt 27:35; Mk 15:24; Lk 23:34; J 19:24 (B-D-F §310, 2); GP 4:12 (all after Ps 21:19). Some would interpret Ac 2:3 in this sense: like tongues of fire distributed among them (REB).③ to be divided into opposing units, be divided, fig. ext. of 1, and only pass. (Lucian, Gall. 22 πρὸς τοσαύτας φροντίδας διαμεριζόμενος) ἐπί τινα against someone Lk 11:17f; 12:53; also ἐπί τινι 12:52f. For this sense s. also διαμερισμός.—DELG s.v. μείρομαι. M-M. -
3 διάγω
διάγω [ᾰ],A carry over or across,πορθμῆες δ' ἄρα τούς γε διήγαγον Od.20.187
, cf. Th.4.78;δ. ἐπὶ σχεδίας ἄρτους X.Cyr.2.4.28
.b intr., cross over, Id.An.7.2.12.3 Geom., draw through or across, produce a line, Euc.1.21, al.II of Time, pass, spend,αἰῶνα h.Hom.20.7
; βίοτον, βίον, A.Pers. 711, S.OC 1619, Ar.Nu. 464;δ. τὸν βίον μαχόμενος Pl. R. 579d
;ἡσύχιον βίον δ. ἐν εὐσεβείᾳ
1 Ep.Tim.2.2
; γῆρας, νύκτα, X. Cyr.4.6.6, An.6.5.1;χρόνον Plu.Tim.10
(but χρόνος διῆγέ με, = χρόνον διῆγον, S.El. 782); δ. ἑορτήν celebrate it, Ath.8.363f: hence,2 intr., without βίον, pass life, live, Democr.191, D.18.254, 25.82; = διαιτῶμαι, διατρίβω, Thom.Mag.pp.90,98 R.;δ. ἐν φιλοσοφίᾳ Pl.Tht. 174b
; tarry,ἐν τῷ δικαστηρίῳ Id.Euthphr.3e
;ἐν προαστείῳ Hdn.1.12.5
:—[voice] Med.,διαγόμενος Pl.R. 344e
, etc.;τὰ πρὸς τοὺς θεοὺς εὐσεβῶς δ. Michel352.15
([place name] Iasus).c c. acc. pers., divert, fob off, ἐλπίδας λέγων διῆγε [τοὺς στρατιώτας] X.An.1.2.11, cf. D.Prooem. 53, Luc.Phal.1.3.d continue,δ. σιωπῇ X.Cyr.1.4.14
: freq. c. part., continue doing so and so,δ. λιπαρέοντας Hdt.1.94
; δ. μανθάνων, ἐπιμελόμενος, X.Cyr.1.2.6, 7.5.85.e with Advbs.,ἐν τοῖς χαλεπώτατα δ. Th.7.71
;ἄριστα X.Mem.4.4.15
;εὖ Arist.HA 625b23
; ; also εὐσεβῆ δ. τρόπον περί τινα conduct oneself piously, Ar.Ra. 457.III cause to continue, keep in a certain state,πόλιν ὀρθοδίκαιον δ. A.Eu. 995
(lyr.);πόλεις ἐν ὁμονοίᾳ Isoc.3.41
;ἐν πᾶσι τοῖς κατὰ βίον.. διῆγεν ὑμᾶς D.18.89
;τὸ ὑπήκοον ἐν ἡσυχίᾳ δ. D.C.40.30
.IV entertain, feed,τραγήμασι καὶ λαχάνοις τὸν στρατόν Philostr.Her.10.4
:—[voice] Pass., [λέων] μελιτούτταις διήγετο Id.VA 5.42
.2 divert,τινὰ ἀπό τινος Philostr.Her.Prooem.3
; simply, divert,τὰς βασιλείους φροντίδας Id.VS1.8.2
. -
4 φροντίς
A thought, care, attention bestowed upon a person or thing, c. gen.,φροντίδ' ἔχειν καμάτου Simon.85.10
, cf. E.Med. 1301; παλαισμάτων λάβε φροντίδα take thought for them, Pi.N.10.22;ἦσαν ἐν φροντίδι ἀλλήλων πέρι Hdt.1.111
, cf. 7.205;περὶ ὧν ἐν φ. μεγάλῃ καθίσταται Phld.Rh.2.27S.
;ἐκείνοις οὐδὲ εἷς περὶ τούτου λόγος οὐδὲ φ. Pl.Phd. 101e
;φ. ἐποιήσατο τῆς Ἑλλάδος D.S.11.28
, cf. 36, Ocell.4.14; περί τινος ἐποιοῦντο πολλὴν φ. v.l. in D.S.15.28: folld. by a relat. clause,ἐν φ. εἶναι ὅ τι χρὴ ποιεῖν X.HG6.5.33
, cf. Cyr.5.2.5.2 abs., thought, reflection, meditation,τὰ δ' ἄλλα φροντὶς.. θήσει δικαίως A.Ag. 912
;πολλὰς.. ὁδοὺς ἐλθόντα φροντίδος πλάνοις S.OT67
(parodied by Henioch.4.5, ἔχον.. πολλὰς φροντίδων διεξόδους) ; ἐν φροντίδι γίγνεσθαι, of a person, X.Cyr.6.2.12; but μοι ἐν φροντίδι ἐγένετο [τὸ πρῆγμα] Hdt.2.104; ἐμβῆσαί τινα ἐς φροντίδα to set one a-thinking, Id.1.46;φροντίδα.. θώμεθα A.Pers. 142
(anap.);δεῖ βαθείας φ. σωτηρίου Id.Supp. 407
, cf. 417;ποῖ τις φροντίδος ἔλθῃ; S. OC 170
(anap.): pl., thoughts,νόον ὑπὸ γλυκυτάταις ἔθηκε φροντίσιν Pi.O.1.19
; ἐπὶ φροντίδων ζῆν to live thoughtfully, E.Fr.684.4: prov.,αἱ δεύτεραί πως φ. σοφώτεραι Id.Hipp. 436
.b esp. of the speculations of Socrates and the philosophers, Ar.Nu. 233, al.; φροντίδ' ἐξήμβλωκας ἐξηυρημένην ib. 137;φροντίδα φιλόσοφον ἐγείρειν Id.Ec. 572
.(lyr.)c care, anxiety, Xenoph.8;καί με καρδίαν ἀμύσσει φ. A.Pers. 161
(troch.);ἐλπὶς ἀμύνει φροντίδ' Id.Ag. 102
(anap.), cf. 166 (lyr.), Eu. 453; οὐ φροντὶς Ἱπποκλείδῃ no matter to H., Hdt.6.129. cf. Hermipp.17;παρασχεῖν φροντίδα τινί Ar.Eq. 612
;εἰσέρχεται αὐτῷ δέος καὶ φ. Pl.R. 330d
: pl., cares, worries, , cf. Isoc.Ep.2.11, Epicur.Ep.1p.28U.;μεστόν ἐστι τὸ ζῆν φροντίδων Men.452
.d heart's desire, Pi.P. 10.62.e hypochondria,φ. νοῦσος χαλεπή Hp.Morb.2.72
.II power of thought, mind,τὸ.. ἁλώσιμον ἐμᾷ φροντίδι S.Ph. 863
(lyr.);οὐδ' ἔνι φροντίδος ἔγχος Id.OT 170
(lyr.); τὸ γὰρ τὴν φ. ἔξω τῶν κακῶν οἰκεῖν γλυκύ ib. 1390;νέα γὰρ φ. οὐκ ἀλγεῖν φιλεῖ E.Med. 48
.2 office, function, department, Lyd.Mag. 2.7, al., Cod.Just.1.3.38.6 (pl.), Just.Nov.8 Not.49.3 portion of land entrusted to a person,ἑκάστη φ. τῶν φυτευομένων τόπων PFlor.148.12
(iii A. D.), etc.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > φροντίς
См. также в других словарях:
κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… … Dictionary of Greek
Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… … Dictionary of Greek
Ιωάννης — I (Juan).Όνομα δύο βασιλιάδων της Αραγονίας. 1. I. A’ (1350 – 1395). Βασιλιάς της Αραγονίας (1387 95). Ήταν γιος του Πέτρου Δ’, που άφησε τη διακυβέρνηση του κράτους του στη σύζυγό του, Γιολάνδη. Ο Ι. Α’ προστάτευσε τις τέχνες και τα γράμματα,… … Dictionary of Greek
Φινλανδία — H Φινλανδία, που οι Φινλανδοί την αποκαλούν «Σουόμι», απλώνεται στο βορειοδυτικό άκρο της μεγάλης ρωσικής πεδιάδας και προβάλλει με χίλια χιλιόμετρα παραλίας, στους κόλπους της Φινλανδίας (Φιννικός) και της Bοθνίας (Bοθνικός). Tα ηπειρωτικά… … Dictionary of Greek
PASSE-TEMPS et PASSER LE TEMPS — PASSE TEMPS, et PASSER LE TEMPS i. e. tempus transigere, dicitur apud Gallos, de his qui ludô tempus ducunt; quasi optime illi tempus terant, qui per ludum et oblectationes illud transigunt. Ex Graeco διάγειν, quod Latinis est avocare. Hinc Arnob … Hofmann J. Lexicon universale
υπόθεση — η / ὑπόθεσις, έσεως, ΝΜΑ [ὑποτίθημι] 1. αυτό που υποθέτει κανείς, που τό θεωρεί ως πραγματικό ή δεδομένο προκειμένου να καταλήξει σε ένα συμπέρασμα, εικασία (α. «δεν είμαι σίγουρος ότι θα έρθει, μια υπόθεση κάνω» β. «εἰ ὀρθὴ ἡ ὑπόθεσις ἦν»,… … Dictionary of Greek
φαύλος — η, ο / φαῡλος, αύλη, ον, ΝΜΑ, θηλ. και ος ΜΑ κακοήθης, ανήθικος, αχρείος (α. «συναναστρέφεται με όλους τους φαύλους» β. «διὰ τί οὖν τῶν ἀγαθῶν πατέρων πολλοὶ υἱεῑς φαῡλοι γίγνονται», Πλάτ.) νεοελλ. φρ. «φαύλος κύκλος» α) (λογ.) βλ. κύκλος β) μτφ … Dictionary of Greek
τριβή — Αντίσταση, η οποία εμφανίζεται κατά τη σχετική κίνηση δύο σωμάτων που βρίσκονται σε επαφή. Εξαιτίας αυτού του φαινομένου, η ενέργεια ενός μηχανικού συστήματος μετατρέπεται ολικά ή μερικά σε θερμική ενέργεια. Η τ. μπορεί να είναι ένα επιζήμιο ή… … Dictionary of Greek